Όταν η Ελλάδα δέχθηκε επίθεση από τις ναζιστικές ορδές, ήταν Απρίλιος του 1941. Κυματοθραύστης της επίθεσης αυτής ήταν το οχυρό του Ρούπελ που βρίσκεται στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Εκεί έμελλε να γραφτούν χρυσές στιγμές της ιστορίας της χώρας. Εκεί γεννήθηκαν ήρωες.

Άνθρωποι απλοί που μέχρι και πριν από μερικές ημέρες ήταν ίσοι μεταξύ ίσων, ξαφνικά έγιναν γίγαντες που όρθωσαν το ανάστημά τους απέναντι στην ανίκητη- μέχρι εκείνη τη στιγμή- πολεμική μηχανή του Χίτλερ.

Σ’ εκείνες τις στιγμές, σ’ εκείνα τα χώματα «γεννήθηκαν» άνδρες όπως ο Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος. Όπως ο λοχαγός Αλέξανδρος Κυριακίδης. Όπως ο λοχίας Δημήτριος Ίτσιος.

Όλοι τους στάθηκαν μπροστά στο θηρίο, το κοίταξαν στα μάτια και πολέμησαν με απίστευτη γενναιότητα μέχρι να πέσουν ηρωικά. Η μάχη που έδωσαν, άλλωστε, ήταν άνιση. Και αυτό είναι που τους κάνει ήρωες. Ήξεραν πως θα πέσουν. Ήξεραν πως θα θυσιαστούν. Πριν από αυτό, ωστόσο, θα έκαναν τον εχθρό να πληρώσει ακριβά την εισβολή στην χώρα.

Το ηρωικό οχυρό του Ρούπελ

Το Ρούπελ άνηκε στην λεγόμενη «γραμμή Μετάξα» και ήταν ένα μετρίου μεγέθους έργο, με ελαφρά σκεπάσματα για τη φρουρά και την αποθήκευση υλικού. Είχε περίμετρο 2-3 χιλιόμετρα για την καλύτερη προστασία των πυροβόλων. Στην διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου το Ρούπελ καταλήφθηκε από γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις.

Το Οχυρό κρατήθηκε μέχρι το τέλος του πολέμου, το ζήτημα της οχύρωσης τέθηκε σε στερεότερη βάσει την δεκαετία του 1930. Εκτείνεται σε μέτωπο 2.500μ. και περιελάμβανε 123 ενεργητικά σκέπαστρα, το ανάπτυγμα των υπόγειων χώρων ήταν 1.849 τ.μ., ενώ οι στοές συγκοινωνίας ανέρχονταν σε 4.251 μ. Η συνολική έκταση ήταν 6.100 μ. και το σύνολο της φρουράς ήταν 1.397 άνδρες. Το κόστος κατασκευής του ήταν 111.540.000 δρχ.

Η οχύρωση περιλάμβανε τα εξής ενεργητικά σκέπαστρα:

  • Πολυβολεία 4 απλά, 18 διπλά
  • Πυροβολεία πλαγιοφυλάξεις 2
  • Αντιαρματικά πυροβολεία 1 απλό, 2 διπλά
  • Αντιαεροπορικά πυροβολεία 2
  • Ολμοβολεία 3 απλά, 1 διπλό
  • Παρατηρητήρια 22 απλά, 1 διπλό
  • Σκέπαστρα προβολέα 3
  • Οπτικοί σταθμοί 2

Ο Ταγματάρχης Γεώργιος Δουράτσος και ο λοχαγός Αλέξανδρος Κυριακίδης

Τα οχυρά από μόνα τους, ωστόσο, δεν μπορούν να αποκρούσουν καμία επίθεση. Χρειάζονται γενναίες ψυχές να θυσιάσουν τη ζωή τους και να γράψουν τα ονόματά τους στην ιστορία. Στην περίπτωση του Ρούπελ οι υπερασπιστές αυτοί δεν δίστασαν ούτε στιγμή.

Ο πρώτος από αυτούς ήταν ο ταγματάρχης Γ. Δουράτσος ο οποίος το πρωί της 6ης Απριλίου 1941 μαζί με τους λιγοστούς και ταλαιπωρημένους άνδρες του βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα ολόκληρο σύνταγμα της Βέρμαχτ. Επί τρεις ημέρες ο εχθρός βρίσκεται σε απόσταση μικρότερη των 400 μέτρων και η αεροπορία του σφυροκοπά τη θέση οχύρωσης των Ελλήνων.

Στις 9 Απριλίου ο βομβαρδισμός είναι ακόμα πιο σφοδρός. Αλλά ο Δουράτσος δεν παραδίνεται και στην απαίτηση των ναζί να συνθηκολογήσει απαντά πως «τα οχυρά δεν παραδίδονται αλλά καταλαμβάνονται». Μερικές ημέρες αργότερα οι Γερμανοί καταλαβαίνουν πως δεν γίνεται να περάσουν από το συγκεκριμένο οχυρό και έτσι κάνουν ολόκληρη παράκαμψη. Οι ναζί είχαν φτάσει πια στη Θεσσαλονίκη όταν ο Δουράτσος και οι άνδρες του παραδίδονται. Όχι σαν ηττημένοι αλλά σα νικητές και με τον εχθρό να τους αποδίδει τις τιμές που τους άρμοζαν.

Αντίστοιχη ηρωική ιστορία είναι και αυτή του λοχαγού Αλέξανδρου Κυριακίδη ο οποίος προτίμησε να θυσιαστεί παρά να αφήσει τα γερμανικά στούκας να περάσουν τη γραμμή του χωρίς να δεχθούν πυρά. Στις 7 Απριλίου του 1941 ο λοχαγός με τους άνδρες του επάνδρωναν ένα στοιχείο πυροβολικού στο ύψωμα Καρακιτόκ. Ξαφνικά ο ουρανός γέμισε στούκας και ο Κυριακίδης διέταξε να ανοίξουν πυρ εναντίον τους. Οι στρατιώτες του τον παρακάλεσαν να μη δώσουν στόχο στα ναζιστικά αεροσκάφη, ωστόσο, εκείνος ήταν αμετακίνητος. Όπως ήταν φυσικό μερικά λεπτά αργότερα η θέση τους έγινε αντιληπτή από τα αεροσκάφη της λουτφάφε τα οποία στη συνέχεια κυριολεκτικά την ισοπέδωσαν.

Ένας λοχίας, 38.000 σφαίρες, μια ηρωική ιστορία

Όταν, μετά την ηρωική αντίσταση στις ναζιστικές ορδές, ο ελληνικός στρατός αντιλήφθηκε πως ήρθε η ώρα της υποχώρησης, κάποιοι έπρεπε να αναλάβουν το δύσκολο έργο της κάλυψης. Ένας από αυτούς που ανέλαβαν το εξαιρετικά δύσκολο αυτό έργο ήταν ο λοχίας Δημήτριος Ίτσιος ο οποίος μαζί με πέντε φαντάρους, τάχθηκαν να φυλάττουν σύγχρονες Θερμοπύλες στο πολυβολείο, Π8 στην ομορφοπλαγιά του Μπέλες πάνω από τα Άνω Πορόια Σερρών.

Ούτε στιγμή δεν πέρασε από το μυαλό του Ίτσιου και των ανδρών του να παραδοθούν. Ήταν αποφασισμένοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων. Στόχος τους ήταν να καλύψουν την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων όσο το δυνατόν μπορούσαν περισσότερο. Αυτή ήταν η μοναδική εντολή που είχε ο λοχίας και στη συνέχεια θα έπρεπε αυτός και οι άνδρες του να βρουν τον χρόνο και τον τρόπο, ώστε, να υποχωρήσουν και οι ίδιοι.

Αυτό, ωστόσο, δεν θα το έκαναν ποτέ. Ήταν αποφασισμένοι να μείνουν εκεί και να παρέχουν κάλυψη στην υποχώρηση μέχρι να τους τελειώσουν τα πυρομαχικά. Και αυτό έκαναν. Ο Ίτσιος όταν πλέον είδε πως η κατάσταση ήταν μη αναστρέψιμη έδωσε εντολή στους άνδρες του να φύγουν. Οι τρεις από αυτούς το έκαναν. Οι άλλοι δυο, που ήταν και συντοπίτες του επέλεξαν να μείνουν μαζί του μέχρι τέλους.

Το πολυβολείο που είχαν ταμπουρωθεί οι τρεις άνδρες δέχεται διαδοχικά κύματα επιθέσεων, από αεροσκάφη, τμήματα πεζικού και κανόνια πυροβολικού, αλλά κανείς τους δεν κάνει ούτε βήμα πίσω. Συνολικά ο Ίτσιος και οι άνδρες του ρίχνουν περίπου 38.000 σφαίρες ενάντια στους Γερμανούς και τους κάνουν να πληρώσουν βαρύ τίμημα. Αν και οι αριθμοί διαφέρουν κατά περίπτωση, περίπου 250 ναζι χάνουν τη ζωή τους από τα πυρά των τριών Ελλήνων, ανάμεσά τους και ένας αντισυνταγματάρχης της Βέρμαχτ.

Ο Ίτσιος και οι άνδρες του παραδόθηκαν μόνο όταν τους τελείωσαν τα πυρομαχικά. Οι επιζήσαντες αυτής της μάχης λένε πως από τους κάλυκες που είχαν πέσει στο έδαφος η πόρτα του πολυβολείου που οδηγούσε έξω από αυτό δεν μπορούσε ν’ ανοίξει!

Η παράδοση και η εκτέλεση που αποτελεί έγκλημα πολέμου

Όταν τελείωσαν τα πυρομαχικά ο Ίτσιος δεν είχε άλλη επιλογή. Βγήκε από το πολυβολείο με σκοπό να διαπραγματευτεί την παράδοση του ίδιου και των δυο ανδρών του. Ο επικεφαλής ναζί, ωστόσο, στρατηγός Σόρνερ δεν είχε καμία διάθεση να κάνει κάτι τέτοιο. Πλησίασε τον Ίτσιο και του ζήτησε να κοιτάξει γύρω του για να δει τι είχε κάνει. Στη συνέχεια ακολούθησε ο εξής διάλογος μεταξύ τους ο οποίος φτάνει μέχρι τις ημέρες μας με διάφορες παραλλαγές αλλά με το πνεύμα να παραμένει πάντα ίδιο:

Στρατηγός Σόρνερ: Πού είναι ο αξιωματικός σου;

Λοχίας Ίτσιος: Δεν υπάρχει, εγώ είμαι επικεφαλής

Στρατηγός Σόρνερ: Εσύ;

Λοχίας Ίτσιος: Ναι

Στρατηγός Σόρνερ: Συγχαρητήρια, με την αντίσταση σου ζωντάνεψες το πνεύμα των προγόνων σου

Λοχίας Ίτσιος: Έκανα το καθήκον μου

Στρατηγός Σόρνερ: Και τώρα πρέπει να κάνω και εγώ το δικό μου. Μου στοίχισες πάνω από διακόσιους άνδρες.

Στη συνέχεια ο στρατηγός έβγαλε το πιστόλι του (ή έδωσε διαταγή σε έναν επιλοχία, σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή), και εκτέλεσε εν ψυχρώ τον Ίτσιο με μια σφαίρα στον κρόταφο, αφού πρώτα όμως τον είχε τιμήσει. Ο ηρωικός λοχίας το μόνο που πρόλαβε ήταν να ρωτήσει «γιατί» χωρίς να λάβει κάποια απάντηση.

Γερμανός στρατιώτης δίπλα στο νεκρό σώμα του ηρωικού λοχία
Ο λοχίας Δ. Ίτσιος νεκρός μπροστά από το πολυβολείο που είχε ταμπουρωθεί

Η δολοφονία του Ίτσιου (όχι και ο διάλογος) καταγράφεται στην πολεμική έκθεση του 111/70 Τάγματος του Ταγματάρχη (ΠΖ) Νικολάου Νουσάκη, που υποβλήθηκε στο ΓΕΣ. Ο γιος του δολοφονημένου λοχία είχε αποκαλύψει πως υπάρχουν και δυο φωτογραφίες που δείχνουν τον πατέρα του νεκρό και από πάνω του Γερμανούς στρατιώτες. Από τις δυο φωτογραφίες φαίνεται πως πράγματι ο Ίτσιος είχε πυροβοληθεί από κοντινή απόσταση και στον κρόταφο.

Με δεδομένο πως ο Ίτσιος είχε παραδοθεί, προστατευόταν από διεθνείς συνθήκες και έτσι η εκτέλεσή του επί της ουσίας είναι το πρώτο καταγεγραμμένο έγκλημα πολέμου στην Ελλάδα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.