Οι ειδικοί έχουν μιλήσει εδώ και χρόνια: οι ΗΠΑ βρίσκονται σε σταθερά πτωτική πορεία, όσον αφορά στον παγιωμένο εδώ και δεκαετίες ρόλο τους ως η Νο1 παγκόσμια υπερδύναμη: μια κατηγορία που ξεκίνησε με την εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ το 2016 και που συνεχίζεται με πλείστα άλλα παραδείγματα, τρανότερο αυτών την αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν – μια ακόμη ένδειξη ότι η Ουάσινγκτον πλέον δεν ενδιαφέρεται να ελέγξει την συγκεκριμένη περιοχή, στο γεωπολιτικό μεταίχμιο μεταξύ Μέσης Ανατολής και Ασίας.

Υπό τις ισχύουσες συνθήκες λοιπόν, εδώ και περίπου μια δεκαετία ακούγεται όλο και δυνατότερα ο οικονομικός «βρυχηθμός» του Πεκίνου που φυσικά επιθυμεί διακαώς να αναλάβει τα ηνία της παγκόσμιας διακυβέρνησης, τουλάχιστον με οικονομικούς και αποικιοκρατικούς όρους, όπως αποδεικνύει άλλωστε και η σωρεία των κινεζικών επενδύσεων στην φτωχή και οικονομικά εξαρτημένη Αφρική, που η Κίνα θεωρεί ως «παρθένο έδαφος» και την πιο σύντομη οδό προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της.

Λόγου χάρη, ο έγκριτος Economist σε εκτενές του άρθρο αναφέρει ότι «η αποφασιστικότητα των Κινέζων να κερδίσουν τα πρωτεία είναι τεράστια». Σύμφωνα όμως με έγκυρους αναλυτές, η αποφασιστικότητα από μόνη της δεν αρκεί.

«Η Κίνα θα φτάσει όντως σε απόσταση αναπνοής από τις ΗΠΑ αλλά δεν θα καταφέρει ποτέ της να τις ξεπεράσει», επισημαίνει ο Μινσίν Πέι, καθηγητής Διακυβέρνησης στο Claremont McKenna College.

Ο Μινσίν υπενθυμίζει καταρχάς πως οι ΗΠΑ, διαμέσου της στρατηγικής «οικονομικής αποσύνδεσης» (economic decoupling), προσπαθούν ήδη να βάλουν φρένο στην περαιτέρω ανάπτυξη της Κίνας. Κάπως έτσι προέκυψαν οι πρόσφατες οικονομικές κυρώσεις στο Πεκίνο και μαζί η απόπειρα της εισροής νέων τεχνολογιών και τεχνογνωσίας στη Δύση, όπως το να μείνει πάση θυσία η κινεζική εταιρεία Huawei έξω από τα δίκτυα 5G.

«Οι αμερικανικές κυρώσεις έπληξαν καίρια την Huawei», αναφέρει ο αναλυτής, επισημαίνοντας, ωστόσο, πως η στρατηγική αυτή δεν μπορεί επ’ ουδενί να τερματίσει, αλλά μόνο να επιβραδύνει κάπως την κινεζική ανάπτυξη.

Δεδομένου δε ότι το κινεζικό ΑΕΠ αντιστοιχεί σήμερα στο 70% του αμερικανικού, ακόμη και στην περίπτωση που η κινεζική οικονομία καταφέρει να ξεπεράσει την οικονομία των ΗΠΑ, εντούτοις το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στις ΗΠΑ θα συνεχίσει να είναι αισθητά μεγαλύτερο, σχεδόν τετραπλάσιο, σε σχέση με το κινεζικό.

«Μία χώρα τέσσερις φορές πιο πλούσια από τον κύριο γεωπολιτικό της αντίπαλο έχει, πρακτικά, περισσότερα χρήματα για επενδύσεις στις ένοπλες δυνάμεις, στην έρευνα και στην ανάπτυξη. Με την προϋπόθεση ότι με την σειρά τους και οι αμερικανοί ηγέτες θα επιδείξουν την απαραίτητη πολιτική βούληση προς αυτήν την κατεύθυνση», σημειώνει με νόημα ο Μινσίν.

Δημογραφικό, διεθνής θέση και εκπαιδευτικές παροχές

Υπάρχει και ένα ακόμη αρνητικό, δημογραφικής φύσεως, σύμφωνα με τον αναλυτή: «η Κίνα γερνάει πιο γρήγορα από την Αμερική. Ο ΟΗΕ προβλέπει ότι το 2040 η μέση ηλικία στην Κίνα θα είναι τα 46,3 έτη ενώ στις ΗΠΑ τα 41,6 έτη. Ως αποτέλεσμα εκτιμάται πως η ανάπτυξη της Κίνας θα επιβραδυνθεί αισθητά κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2030».

Μια ακόμη σημαντική τροχοπέδη για την Κίνα αποτελεί επίσης το γεγονός πως «οι ΗΠΑ έχουν και θα συνεχίσουν να έχουν τα καλύτερα ερευνητικά πανεπιστήμια, τις περισσότερες καινοτόμες τεχνολογικές εταιρείες και τις πιο αποδοτικές χρηματοπιστωτικές αγορές».

Επιπλέον, η Κίνα «παίζει μπάλα» σχεδόν μόνη της σε παγκόσμιο επίπεδο, ούσα σε μειονεκτικά μοναχική θέση καθώς δεν έχει κανέναν ευδιάκριτο σύμμαχο ενώ οι ΗΠΑ εξακολουθούν να έχουν, και παρά τις θλιβερές απόπειρες απομονωτισμού της διακυβέρνησης Τραμπ, κάποιους οικονομικούς εταίρους όπως η ΕΕ και γεωπολιτικούς συμμάχους. «Επιπλέον, οι ΗΠΑ δεν έχουν αντιπάλους ενώ οι Κινέζοι καλούνται μελλοντικά να αναμετρηθούν, ίσως και σε στρατιωτικό επίπεδο, και με τους Ιάπωνες και με τους Ινδούς.

Λαμβάνοντας όλα αυτά υπόψη, ναι μεν «η Κίνα θα καλύψει ακόμη περισσότερο την απόσταση που την χωρίζει από τις ΗΠΑ μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2020, αλλά η ανάπτυξη θα επιβραδυνθεί κατά την επόμενη δεκαετία, οπότε δύσκολα θα καταφέρει να αναδειχθεί ως η Νο1 παγκόσμια υπερδύναμη».

Εντέλει, όπως καταλήγει με νόημα ο Μινσίν, «το πλέον επικρατέστερο και βολικό για αμφότερες τις δυνάμεις, σενάριο είναι να βρουν έναν τρόπο να ξεπεράσουν τα εθνικά υπερεγώ τους και να εντοπίσουν πιθανούς τρόπους συνεργασίας –με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε οικονομικοπολιτικό επίπεδο».

Ο -νέος, αλλά αστάθμητος- παράγων «Αυστραλία»

Υπάρχει, ωστόσο, και κάτι ακόμη που καθιστά ακόμη πιο δύσκολη την επικράτηση την Κίνας ακόμη και στην, γεωπολιτικά κρίσιμη και ρευστή, περιοχή της ΝΑ Ασίας: οι νέες πρωτοβουλίες της Ουάσινγκτον.

Σε μια κίνηση που θα μπορούσε να εκληφθεί και ως… ματ, οι ΗΠΑ «θωρακίζουν» την περιοχή του Νότιου Ειρηνικού (με το βλέμμα προς την ΝΑ Ασία), διαμέσου μιας νέας στρατιωτικής συμφωνίας με την «φίλη» Αυστραλία και την Βρετανία.

«Η πρώτη μεγάλη πρωτοβουλία του “AUKUS” (η ονομασία αυτού του νέου συμφώνου) θα είναι να παραδοθεί ένας στόλος υποβρυχίων πυρηνικής πρόωσης στην Αυστραλία», δήλωσαν ο αυστραλός πρωθυπουργός Σκοτ Μόρισον, εμφανιζόμενος μέσω βίντεο, όπως και ο βρετανός ομόλογός του Μπόρις Τζόνσον, στη διάρκεια εκδήλωσης υπό την προεδρία του Τζο Μπάιντεν στο Λευκό Οίκο.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ επαναλαμβάνει από τότε που εξελέγη πως σκοπεύει να αντιπαρατεθεί με την Κίνα, όπως ο προκάτοχός του, ο Ντόναλντ Τραμπ, αλλά με πολύ διαφορετικό τρόπο, επενδύοντας, όπως είπε, «στη μεγαλύτερη πηγή ισχύος μας, στις συμμαχίες μας».

Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η νέα αυτή συμμαχία έχει κατ’ αρχάς στόχο την αντιμετώπιση των περιφερειακών φιλοδοξιών του Πεκίνου όχι τόσο προς δυσμάς, όσο προς ανατολάς.