Στην Ελλάδα η συζήτηση για την πρόσφατη πτώχευση του ταξιδιωτικού ομίλου Thomas Cook και τις συνέπειές της για τους συμβαλλόμενους με αυτόν έλληνες επιχειρηματίες πολιτικοποιήθηκε έντονα τις τελευταίες ημέρες καθώς ήταν μόλις στις 25 Ιουλίου 2019, όταν ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Peter Fankhauser, συναντήθηκε με τον Έλληνα υπουργό Τουρισμού, Χάρη Θεοχάρη, διαβεβαιώνοντάς τον ότι η εταιρεία θα παραμείνει στην κορυφή του παγκόσμιου τουρισμού και ενημερώνοντας για την ανακεφαλαιοποίησή της από τη Fosun Tourism.

Ωστόσο μια σειρά γεγονότων σχετικά με τη Fosun θα έπρεπε να είχαν ανησυχήσει εγκαίρως την πολιτική ηγεσία .Ο κινέζικος όμιλος είναι σημαντικός επενδυτής στην εταιρεία Folli-Follie (που χρεοκόπησε), δεν έχει εισέλθει όπως επεδίωκε μετοχικά στις ελληνικές τράπεζες και στην Εθνική Ασφαλιστική ενώ μόλις αποχώρησε και από το μεγάλο έργο της ανάπλασης του Ελληνικού.

Στην πραγματικότητα τον Ιούλιο του 2019 η αγορά γνώριζε ότι η εταιρεία Thomas Cook πνέει τα λοίσθια και η γνωστοποίηση κατά την επίσκεψη του ενδιαφέροντος του ομίλου Fosun απλώς διπλασίασε την τιμή της μετοχής της Thomas Cook εβδομαδιαίως και εγκλώβισε τελικά τόσο τους μετόχους όσο και τις ελληνικές επιχειρήσεις που ήταν εκτεθειμένες στην εταιρία.

Το αρχικό απαιτητό ποσό ανακεφαλαιοποίησης των 750 εκατομμυρίων στερλινών από τη Fosun Tourism στη συνέχεια αυξήθηκε σε 900 εκατ. λίρες μετά από αιτήσεις για επιπλέον κεφάλαιο στην επιχείρηση από μια ομάδα ομολογιούχων της Thomas Cook καθώς οι προμηθευτές ήταν επιφυλακτικοί, τα ξενοδοχεία ζητούσαν περισσότερα χρήματα μπροστά και οι καταναλωτές ήταν λιγότερο πρόθυμοι να κάνουν κράτηση μαζί τους.

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2019 η Thomas Cook κατέρρευσε καθώς οι συνομιλίες με δανειστές, μετόχους και την κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου δεν οδήγησαν σε ένα πακέτο διάσωσης.

Από τη μια η κυβέρνηση αρνούταν να ενισχύσει με 150 εκατ. λίρες την εταιρία για να αποφύγει το λεγόμενο ηθικό κίνδυνο όπου διαχειριστές παίρνουν ψηλά μπόνους και χρεοκοπούν εταιρίες που διασώζονται. Από την άλλη οι τράπεζές είχαν από τα μέσα Σεπτεμβρίου αυξήσει τις απατήσεις από τον κινεζικό όμιλο Fosun για περαιτέρω χρηματοδότηση ύψους 200 εκατομμυρίων λιρών, ως εξασφάλιση της χειμερινής τουριστικής περιόδου κατά την οποία τα μετρητά λιγοστεύουν.

Η ξέφρενη εν τέλει αναζήτηση για το επιπλέον κεφάλαιο ήταν αδύνατη τη στιγμή που ο ευρύς πανικός των πελατών και προμηθευτών της Thomas Cook εξήντλησε τα μετρητά της.

Τελικά τόσο η Fosun όσο και οι τράπεζες φάνηκαν να αναζητούν διέξοδο από τη συμφωνία, αλλά και χωρίς να θέλουν να γίνουν αποδιοπομπαίος τράγος για την κατάργησή της.

Η κατάρρευση της Thomas Cook έρχεται οκτώ μήνες αφότου ανακοίνωσε την πρόθεσή της να πουλήσει την κερδοφόρα αεροπορική της εταιρεία ως μέσο για την υποστήριξη της επιχείρησης τουριστικών πρακτόρων. Ωστόσο, τον Μάιο αποκάλυψε καθαρό χρέος ύψους 1,2 δισ. λίρες. Καταγράφηκε επίσης 1.1 δισ. λίρες απομείωση ενεργητικού από τη συγχώνευση το 2007 με την MyTravel, τη βρετανική εταιρεία διακοπών.

Μέχρι το 2007 η Thomas Cook ήταν αποκλειστικά επιχείρηση λιανικού εμπορίου – που πωλούσε οργανωμένες διακοπές από άλλους προμηθευτές και δεν έλαβε κανέναν κίνδυνο. Κατόπιν συγχωνεύτηκε περαιτέρω επιβαρυνόμενη από ένα δίκτυο 1.400 καταστημάτων λιανικής πώλησης υψηλών προδιαγραφών σε μια εποχή που οι καταναλωτές είχαν αρχίσει να κάνουν online κρατήσεις.

Η χρηματιστηριακή πορεία της μετοχής προμήνυε τις εξελίξεις

Το 2011 η εταιρία έφτασε σχεδόν προ της κατάρρευσης με τη μετοχή να πέφτει κατά 95% στις 8p (πέννες) δυσκολευόμενη να εξυπηρετήσει ετήσιο χρέος περίπου 170 εκατ. λίρες.

Ωστόσο στις 25 Νοέμβριου 2011 ο όμιλος εξασφάλισε δανειακή διευκόλυνση ύψους 200 εκατομμυρίων λιρών για να αποτρέψει μια κρίση μετρητών που απειλούσε την επιβίωσή του.

Το 2012 ο όμιλος συμφωνεί σε 1.4 δισεκατομμύρια λίρες αναχρηματοδότηση από τις τράπεζες.

Μέχρι το 2014 η τιμή της μετοχής αυξήθηκε από 14p σε 190p μέσω περικοπών κόστους, πωλήσεων περιουσιακών στοιχείων, μιας νέας online στρατηγικής και αναζωογονημένων ταξιδιωτικών προϊόντων.

Το 2015 ο κινεζικός όμιλος Fosun αγοράζει ένα αρχικό ποσοστό συμμετοχής στον Thomas Cook ως ψήφο εμπιστοσύνης και επιστρέφει στη κερδοφορία για πρώτη φορά μετά από 15 χρόνια παρά την πλήξη της ζήτησης στη Τυνησία με τους πυροβολισμούς το καλοκαίρι.

Δυο χρόνια αργότερα ο ανταγωνισμός εντάθηκε με την Jet2Holidays,ιδιοκτησία του ομίλου Dart, να την ξεπερνά σε εργασίες μπαίνοντας σφήνα ανάμεσα σε αυτή και την ηγέτιδα γερμανική Tui.

Η απορρέουσα ανησυχία των καταναλωτών από τη συνέπειες ενός ενδεχόμενου Brexit σε συνδυασμό με το καλοκαιρινό καύσωνα του 2018 οδήγησε σε μια απότομη μείωση των πωλήσεων της εταιρίας και μια συνολική απώλεια ρεκόρ ύψους 1,5 δισ. λίρες το 2019 που προσμετρούσε την απομείωση της αξίας του ενεργητικού της λόγω της συγχώνευσης με τη MyTravel το 2007.

Πλέον το χρέος της υπόκειται σε μεγάλη πίεση πώλησης ενώ τα hedge funds η αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κίνδυνου άρχισαν να ποντάρουν στην πτώχευση της.

Τα hedge funds αγόρασαν συμβάσεις αντιστάθμισης κινδύνου CDS (credit default swaps) ανυψώνοντας τις τιμές τους και μαζί και το κόστος ασφάλισης του χρέους. Τα CDS θα πληρωθούν μετά την εκκαθάριση του ταξιδιωτικού πράκτορα. Τα CDS είναι παράγωγα που συμπεριφέρονται ως ασφαλιστήρια συμβόλαια, προστατεύοντας τους κατόχους έναντι του κινδύνου ότι μια εταιρεία δεν αποπληρώνει τα χρέη της. Δεν είναι νομικά ταξινομημένα ως ασφάλειες, επιτρέποντάς τους να διαπραγματεύονται ελεύθερα από ιδρύματα χωρίς έκθεση στην εν λόγω οφειλή. Οι αγοραστές και οι πωλητές είναι συνήθως έμποροι στα αμοιβαία κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνου και στις τράπεζες.

Αυτοί που πωλούσαν ανταλλαγές θα πρέπει τώρα να πληρώσουν σε όσους αγόρασαν την προεπιλεγμένη προστασία. Υπήρξαν 250 δολάρια εκατομμύρια σε στοιχήματα CDS για το ανεξόφλητο χρέος του Thomas Cook στα μέσα Αυγούστου, σύμφωνα με στοιχεία της Διεθνούς Ένωσης Ανταλλαγών και Παραγώγων. Το νούμερο αυτό αντανακλά το συνολικό ποσό που οι πωλητές θα μπορούσαν να μεταφέρουν στους αγοραστές σε περίπτωση πληρωμής.

Το γεγονός ότι ορισμένοι κάτοχοι ομολόγων διέθεταν επίσης CDS προσέθεσε πολυπλοκότητα στην αναδιάρθρωση. Η έλλειψη σαφήνειας σχετικά με το αν η προτεινόμενη αναδιάρθρωση θα προκαλούσε πληρωμές στο CDS είχε οδηγήσει μια ομάδα ομολογιούχων να απειλήσουν ότι θα εμπόδιζαν μια συμφωνία. Όμως, δεν ήταν όλοι οι κάτοχοι ομολόγων στις αποφασιστικές συνομιλίες και η ψηφοφορία δεν συνέβη.

Οι κάτοχοι ομολόγων θα λάβουν λιγότερο από το αναμενόμενο, ως αποτέλεσμα της διαδικασίας εκκαθάρισης σε αφερεγγυότητα και όχι σε καθεστώς διαχείρισης. Αρκετοί υποψιάζονται ότι τα hedge funds αγόρασαν επίσης ομόλογα που τους επέτρεψαν να καταψηφίσουν μια διάσωση η ότι μπορεί να ενθάρρυναν στην κατεύθυνση μιας αφερεγγυότητας και όχι μιας διοικητικής εκκαθάρισης.

Η διοικητική εκκαθάρισης εξαρτάται εξ ολοκλήρου από την ικανότητα μιας επαγγελματικής επιχείρησης παροχής υπηρεσιών να χρηματοδοτήσει (με απόδοση επιτοκίου) μια επιχείρηση ενώ εντοπίζει τους αγοραστές τμημάτων της. Ωστόσο στην κλίμακα και πολυπλοκότητα του Thomas Cook – μια αλληλένδετη αεροπορική εταιρεία, ταξιδιωτικός πράκτορα και έμπορος λιανικής με £ 1,7 δις χρέους με μόνο ουσιαστικό ενεργητικό του την ίδια τη λειτουργία της επιχείρησης – ένα KPMG, PwC, EY ή όποιος δεν θα έχει τα μέσα η το κίνητρο για να το λειτουργήσει.

Αντιθέτως όταν η αεροπορική εταιρία Monarch χρεοκόπησε πριν 2 χρόνια, οι ομολογιούχοι πληρώθηκαν κατόπιν διοικητικής εκκαθάρισης.

Ότι η κατάσταση ξετυλίχτηκε τόσο γρήγορα σημαίνει πως τα hedge funds δεν είχαν την ευκαιρία να ασκήσουν βέτο σε μια διάσωση για να εγγυηθούν τις πληρωμές στις ανταλλαγές τους.

Ωστόσο σίγουρα λειτούργησαν νωρίτερα ως αγγελιοφόροι δημιουργώντας περαιτέρω ανησυχίες στους πιστωτές της Thomas Cook, κατά αναλογία με τα CDS πάνω στο ελληνικό κρατικό χρέος.

Ίσως η εταιρία να ήταν σήμερα ζωντανή αν η διοίκηση ερχόταν σε μια εθελοντική συμφωνία με τους ιδιοκτήτες για να κλείσει τα καταστήματα πριν από δύο έως τρία χρόνια και αποφάσιζε πέρσι να πωλήσει την αεροπορική εταιρεία στη Lufthansa.

Πηγή: Financial Times