Ξεκινά μέσα στις επόμενες μέρες ο εξωδικαστικός συμβιβασμός. Ο νόμος προβλέπει αποπληρωμή σε έως 120 δόσεις για επιχειρήσεις που έχουν οφειλές προς το Δημόσιο έως 20.000 ευρώ όταν οι οφειλές αυτές εντάσσονται στον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης και δεν έχουν υπαχθεί σε κάποια άλλη από τις προηγούμενες ρυθμίσεις

Από την πλευρά της η Ελληνική Ένωση Τραπεζών εξέδωσε οδηγό με ερωτήσεις και απαντήσεις:

Ποια πρόσωπα μπορούν να υπαχθούν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού;

Δυνατότητα να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής έχουν:

Τα νομικά πρόσωπα που αποκτούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα σύμφωνα με τα άρθρα 21 και 47 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Ν. 4172/2013, Α΄ 167), εφόσον διαθέτουν φορολογική κατοικία στην Ελλάδα (ενδεικτικά Α.Ε., Ε.Π.Ε., Ο.Ε., Ε.Ε. και Ι.Κ.Ε.)

Τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική δραστηριότητα και διαθέτουν πτωχευτική ικανότητα.

Εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του Νόμου οι ελεύθεροι επαγγελματίες και γενικά κάθε πρόσωπο που δεν διαθέτει πτωχευτική ικανότητα.

Ενδεικτικά, δεν μπορούν να υποβάλλουν αίτηση υπαγωγής τα φυσικά πρόσωπα που ασκούν το επάγγελμα του οικονομολόγου, αναλυτή, προγραμματιστή, συμβούλου επιχειρήσεων, λογιστή, φοροτεχνικού, ιατρού, οδοντιάτρου, φυσιοθεραπευτή, δικηγόρου, συμβολαιογράφου, δικαστικού επιμελητή, αρχιτέκτονα, μηχανικού, ερευνητή, αναλογιστή, χημικού, γεωπόνου, σχεδιαστή, δημοσιογράφου, συγγραφέα, διερμηνέα, καθηγητή ή δασκάλου, καλλιτέχνη ή ηθοποιού, σκηνοθέτη και διακοσμητή (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, σελ. 3).

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις υπαγωγής στο Νόμο;

Απαραίτητη προϋπόθεση για την υποβολή αίτησης είναι ο έλεγχος συνδρομής των κριτηρίων επιλεξιμότητας. Τα κριτήρια επιλεξιμότητας καθορίζονται στο Νόμο (βλ. άρθρο 3 Ν. 4469/2017) και είναι τα ακόλουθα:

Ο οφειλέτης σε μία (1) τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις (3) χρήσεις πριν την υποβολή της αίτησης να έχει:

θετικό καθαρό αποτέλεσμα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων, στην περίπτωση που τηρεί απλογραφικό λογιστικό σύστημα,

θετικά αποτελέσματα προ φόρων, τόκων και αποσβέσεων ή καθαρή θετική θέση (equity), στην περίπτωση που τηρεί διπλογραφικό λογιστικό σύστημα.

Περαιτέρω, για να υπαχθούν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, τα παραπάνω πρόσωπα θα πρέπει κατά την 31η Δεκεμβρίου 2016 να συγκεντρώνουν μία τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

Να είχαν οφειλή προς χρηματοδοτικό φορέα από δάνειο ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016. Ως «χρηματοδοτικός φορέας» θεωρούνται: τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένων εκείνων που βρίσκονται υπό ειδική εκκαθάριση, οι εταιρείες Leasing, Factoring, παροχής πιστώσεων, καθώς και οι εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις του άρθρου 1 του ν. 4354/2015, εφόσον τελούν υπό την εποπτεία της Τράπεζας της Ελλάδος ή του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού.

ή

Να είχαν ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο Ν.Π.Δ.Δ. (περιλαμβανομένων των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης).

ή

Να είχε βεβαιωθεί η μη πληρωμή επιταγών λόγω μη επαρκούς υπολοίπου κατά το άρθρο 40 του ν. 5960/1933.

ή

Να είχαν εκδοθεί διαταγές πληρωμής ή δικαστικές αποφάσεις λόγω ληξιπρόθεσμων απαιτήσεων.
Περαιτέρω, για να υπαχθεί μια επιχείρηση στο Νόμο θα πρέπει οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές να υπερβαίνουν το ποσό των 20.000 €.

Ποιες προϋποθέσεις θέτει ο Νόμος για τη βιωσιμότητα της επιχείρησης;

Σκοπός του Νόμου είναι η διάσωση μόνο των βιώσιμων επιχειρήσεων, δηλ. εκείνων που έχουν την ικανότητα να διατηρηθούν στην αγορά που δραστηριοποιούνται, να συνεχίσουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και να δημιουργήσουν κέρδη στο μέλλον (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Νόμου, σελ. 1: «Βασικός σκοπός του νέου εξωδικαστικού μηχανισμού είναι η διάσωση των βιώσιμων επιχειρήσεων»).

Από την άποψη αυτή η εξασφάλιση της βιωσιμότητας του οφειλέτη αποτελεί προϋπόθεση για την υπαγωγή στο Νόμο και την επίτευξη συμφωνίας ρύθμισης.

Κατ’ ακολουθία, τα στοιχεία που αποδεικνύουν τη βιωσιμότητα πρέπει να υποβάλλονται από τον οφειλέτη με την αίτησή του και την περιλαμβανόμενη σε αυτή πρόταση ρύθμισης των οφειλών του.

Κατά τα λοιπά, η βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη θα ελεγχθεί από τους πιστωτές, οι οποίοι, εφόσον συγκεντρώνουν το 1/3 του συνόλου των απαιτήσεων, μπορούν να αναθέσουν τον έλεγχο σε εμπειρογνώμονα. Στην περίπτωση που η αιτούσα επιχείρηση έχει συνολικές οφειλές άνω των 2.000.000 € ή κύκλο εργασιών, κατά την προηγούμενη της υποβολής της αίτησης χρήση, άνω των 2.500.000 €, ο διορισμός εμπειρογνώμονα είναι υποχρεωτικός.

Μπορεί να υποβληθεί δεύτερη αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού από την ίδια επιχείρηση;

Όχι. Η αίτηση υποβάλλεται άπαξ και η υποβολή δεύτερης αίτησης από τον ίδιο οφειλέτη αποκλείεται (βλ. άρθρο 4 παρ. 1 Ν. 4469/2017). Συνεπώς, αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης όσο εκκρεμεί η ρύθμιση της πρώτης ή μετά την αποτυχία της διαδικασίας, λ.χ. αν δεν συγκεντρώθηκε το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας των πιστωτών (ποσοστό 50% του συνόλου των απαιτήσεων κατά του οφειλέτη) ή αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με την πλειοψηφία των συμμετεχόντων πιστωτών (δηλ. με το 60% των συμμετεχόντων πιστωτών, στο οποίο συμπεριλαμβάνεται ποσοστό 40% των εμπραγμάτως ασφαλισμένων). Επίσης, αποκλείεται η υποβολή δεύτερης αίτησης αν η διαδικασία κηρυχθεί άκαρπη για οποιοδήποτε λόγο, π.χ. επειδή ο οφειλέτης δεν ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση του συντονιστή για τη συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου, όταν δεν έχει προσκομιστεί εξαρχής το σύνολο των δικαιολογητικών.

Μπορεί να υποβληθεί αίτηση αν έχει τελεστεί ποινικό αδίκημα από τον οφειλέτη ή το νόμιμο εκπρόσωπο της επιχείρησης;

Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 3 περ. δ΄ του Ν. 4469/2017, δεν μπορεί να υποβληθεί αίτηση όταν ο οφειλέτης έχει καταδικαστεί αμετάκλητα για:

Φοροδιαφυγή, πλην των περιπτώσεων μη απόδοσης φόρου προστιθέμενης αξίας, φόρου κύκλου εργασιών, φόρου ασφαλίστρων, παρακρατούμενων φόρων, τελών ή εισφορών ή φόρου πλοίων.

Νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, υπεξαίρεση, εκβίαση, πλαστογραφία, δωροδοκία, δωροληψία, λαθρεμπορία, καταδολίευση δανειστών, χρεοκοπία ή απάτη.

Αν ο οφειλέτης είναι εταιρεία ή νομικό πρόσωπο, τα ανωτέρω αδικήματα αρκεί να έχουν τελεστεί από το νόμιμο εκπρόσωπο, λ.χ. τον Διευθύνοντα Σύμβουλο, τον διαχειριστή και γενικά από κάθε πρόσωπο που είναι εντεταλμένο στη διαχείριση των υποθέσεων του νομικού προσώπου από το καταστατικό, το νόμο ή από δικαστική απόφαση. Στην περίπτωση αυτή, η ποινική καταδίκη πρέπει να αφορά σε αξιόποινη πράξη που συνδέεται με την επιχειρηματική δραστηριότητα του νομικού προσώπου, το οποίο ζητεί την ένταξή του στη διαδικασία εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.

Ποιες απαιτήσεις υπάγονται στη ρύθμιση; Προβλέπονται εξαιρέσεις;

Στη ρύθμιση υπάγονται όλες οι χρηματικές απαιτήσεις των πιστωτών της επιχείρησης, με την έννοια που προαναφέρθηκε.

Ωστόσο, προβλέπονται στο Νόμο συγκεκριμένες κατηγορίες απαιτήσεων, οι οποίες εξαιρούνται από τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού (βλ. άρθρο 2 παρ. 4, 6, 7 Ν. 4469/2017).

Συγκεκριμένα, εξαιρούνται από τη διαδικασία όλες οι απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μετά την 31η Δεκεμβρίου 2016. Μια απαίτηση θεωρείται ότι έχει γεννηθεί μετά την 31.12.2016, εφόσον η αιτία της (λ.χ. η κατάρτιση της σχετικής αρχικής σύμβασης) ανάγεται σε χρόνο μεταγενέστερο της παραπάνω ημερομηνίας.

Περαιτέρω, εξαιρούνται οι απαιτήσεις των λεγόμενων «μικρών πιστωτών» της επιχείρησης. Ως μικροί πιστωτές θεωρούνται οι δανειστές της επιχείρησης, με απαιτήσεις οι οποίες:

(α) δεν υπερβαίνουν ατομικά για κάθε πιστωτή το ποσό των 2.000.000 € και ποσοστό 1,5% του συνολικού χρέους του οφειλέτη,

(β) δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των 20.000.000 € και ποσοστό 15% του συνολικού χρέους του οφειλέτη. Όμως, αν οι απαιτήσεις των μικρών πιστωτών υπερβαίνουν αθροιστικά είτε το ποσό των 20.000.000, είτε συνολικό ποσοστό 15% του χρέους του οφειλέτη, θα συμμετάσχουν στη ρύθμιση οι πιστωτές με τις μεγαλύτερες κατά σειρά απαιτήσεις μέχρι το ως άνω όριο. Για παράδειγμα, αν σε μια επιχείρηση υπάρχουν απαιτήσεις από τρέχουσες συναλλαγές της εταιρείας (λ.χ. καθυστερούμενα μισθώματα, οφειλές λογαριασμών κοινής ωφέλειας, καθυστερούμενες αποδοχές εργαζομένων), οι οποίες δεν υπερβαίνουν αθροιστικά το ποσό των 20 εκ. € ή το 15% του συνολικού χρέους τους οφειλέτη, οι απαιτήσεις αυτές δεν θα συμμετάσχουν στη διαδικασία και δεν θα δεσμεύονται από τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών. Αντίθετα, αν οι παραπάνω απαιτήσεις υπερβαίνουν αθροιστικά ένα από τα παραπάνω κριτήρια (20 εκ. € ή 15% του συνολικού χρέους), θα συμμετάσχουν κανονικά οι μεγαλύτερες κατά ποσό απαιτήσεις που υπερβαίνουν το όριο των 20.000.000 € ή το ποσοστό του 15% του συνολικού χρέους της επιχείρησης.

Τέλος, δεν μπορούν να ρυθμιστούν στο πλαίσιο του εξωδικαστικού μηχανισμού οι απαιτήσεις του Ελληνικού Δημοσίου από ανάκτηση κρατικών ενισχύσεων.

Οι εξαιρούμενες απαιτήσεις πιστωτών:

(α) δεν συμμετέχουν στη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού, ούτε λαμβάνουν σχετική πρόσκληση για να συμμετάσχουν,

(β) δεν συμμετέχουν στην απαρτία και πλειοψηφία που απαιτείται για την επίτευξη συμφωνίας,

(γ) δεν ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών που καταρτίζεται μεταξύ του οφειλέτη και της πλειοψηφίας των πιστωτών.

Προβλέπεται υποχρέωση των πιστωτών να συμμετάσχουν στη διαδικασία;

Δεν προβλέπεται υποχρέωση των πιστωτών να συμμετάσχουν στη διαδικασία. Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης οφειλών έχει συναινετικό χαρακτήρα και στηρίζεται στην κοινή βούληση οφειλέτη και πιστωτών να ρυθμίσουν τις οφειλές της επιχείρησης. Συνεπώς, οι πιστωτές έχουν τη διακριτική ευχέρεια να συμμετάσχουν στη διαδικασία, λαμβάνοντας υπόψη τη βιωσιμότητα της επιχείρησης του οφειλέτη και τις συνέπειες που θα είχε για αυτούς μια ενδεχόμενη συμφωνία για την αναδιάρθρωση των οφειλών του.

Είναι υποχρεωτικό να συμμετάσχει στη διαδικασία ένας ελάχιστος αριθμός πιστωτών;

Για να προχωρήσει η διαδικασία της εξωδικαστικής ρύθμισης, ο Νόμος θέτει ως προϋπόθεση ένα ελάχιστο ποσοστό απαρτίας πιστωτών, το οποίο ανέρχεται σε 50% των συνολικών απαιτήσεων έναντι της επιχείρησης (βλ. άρθρα 1 παρ. 2 περ. στ΄ και 8 παρ. 3 Ν. 4469/2017). Αν δεν συγκεντρωθεί το απαιτούμενο ποσοστό απαρτίας των πιστωτών, η διαδικασία περατώνεται αυτόματα ως άκαρπη. Ωστόσο, αν εκδηλώσουν ενδιαφέρον συμμετοχής στη διαδικασία πιστωτές που εκπροσωπούν το 50% των απαιτήσεων της επιχείρησης, η διαδικασία προχωρά κανονικά και υπάρχει το ενδεχόμενο κατάρτισης δεσμευτικής συμφωνίας ακόμα και για τις απαιτήσεις πιστωτών που δεν συμμετείχαν στη διαδικασία. Πάντως, η δέσμευση των πιστωτών που δεν συμμετείχαν τελεί υπό την προϋπόθεση ότι η συμφωνία θα επικυρωθεί από το Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο της έδρας του οφειλέτη), σύμφωνα με τη διαδικασία που ορίζεται στο Νόμο.

Για τον υπολογισμό της ως άνω απαρτίας δεν λαμβάνονται υπόψη απαιτήσεις προσώπων συνδεδεμένων με τον οφειλέτη (ενδεικτικά: σύζυγοι, συγγενείς εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του δευτέρου βαθμού, ελέγχοντες μέτοχοι νομικών προσώπων) [βλ. άρθρο 1 παρ. 2 περ. ι΄ Ν. 4469/2017]. Επίσης, για τον υπολογισμό της απαρτίας δεν λαμβάνονται υπόψη οι απαιτήσεις που εξαιρούνται από τη διαδικασία του εξωδικαστικού μηχανισμού (λ.χ. απαιτήσεις που έχουν γεννηθεί μετά την 31.12.2016, μικροί πιστωτές, απαιτήσεις ανάκτησης κρατικών ενισχύσεων).

Ειδικά, πάντως, για τις απαιτήσεις των συνδεδεμένων προσώπων με τον οφειλέτη, διευκρινίζεται ότι αυτές δεν συμμετέχουν στην απαρτία, αλλά μπορούν να ρυθμίζονται με τη σύμβαση αναδιάρθρωσης οφειλών (βλ. Αιτιολογική Έκθεση του Ν. 4469/2017, σελ. 3). Για παράδειγμα τυχόν οικονομικές υποχρεώσεις της αιτούσας εταιρείας προς ελέγχοντες μετόχους (λ.χ. από οφειλόμενες αμοιβές Δ.Σ.) μπορούν να ρυθμιστούν με απόφαση της πλειοψηφίας των πιστωτών, ακόμα και αν δεν συμμετέχουν στη διαδικασία διαπραγμάτευσης.

Πού υποβάλλεται η αίτηση του οφειλέτη;

Η αίτηση υποβάλλεται αποκλειστικά και μόνο ηλεκτρονικά στην Ειδική Γραμματεία Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους (Ε.Γ.Δ.Ι.Χ.), με χρήση ειδικής ηλεκτρονικής πλατφόρμας (βλ. άρθρο 4 παρ. 2 Ν. 4469/2017). Δεν είναι επιτρεπτή η υποβολή της αιτήσεως σε Τραπεζικό Κατάστημα, ή στην έδρα Πιστωτικού Ιδρύματος, ή η επίδοσή της με δικαστικό επιμελητή.

Ποιο είναι το ελάχιστο περιεχόμενο της αίτησης του οφειλέτη;

Η αίτηση του οφειλέτη περιέχει υποχρεωτικά στοιχεία που εξατομικεύουν την επιχείρηση, προσδιορίζουν την οικονομική κατάσταση αυτής και αναπτύσσουν τις προοπτικές της.

Πέραν αυτών με την αίτησή του ο οφειλέτης πρέπει να συνυποβάλει:

Κατάλογο όλων των πιστωτών του με πλήρη στοιχεία (επωνυμία, διεύθυνση, Α.Φ.Μ., τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση), των οφειλομένων ποσών ανά πιστωτή και των συνοφειλετών που ευθύνονται έναντι κάθε πιστωτή.

Την πρόταση της επιχείρησης για τον τρόπο ρύθμισης των χρεών της. Συγκεκριμένα, ο οφειλέτης θα πρέπει να αναφέρει τουλάχιστον το ποσό που είναι σε θέση να καταβάλει σε μηνιαία ή ετήσια βάση για την αποπληρωμή των οφειλών του, με βάση τα εκτιμώμενα έσοδα και έξοδα κατά τις επόμενες τρεις (3) τουλάχιστον χρήσεις. Η πρόταση του οφειλέτη πρέπει να είναι σύμφωνη με τους υποχρεωτικούς κανόνες της σύμβασης αναδιάρθρωσης οφειλών, μνημονεύοντας συγκεκριμένα την αξία ρευστοποίησης των περιουσιακών στοιχείων της επιχείρησης και τα ποσά που θα πρέπει να διανεμηθούν υποχρεωτικά σε πιστωτές με ειδικό προνόμιο (υποθήκη, προσημείωση, ενέχυρο) ή με γενικό προνόμιο (λ.χ. Δημόσιο, εργαζόμενοι). Επίσης, αν υπάρχουν οφειλές προς το Δημόσιο ή οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης ή Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο Ν.Π.Δ.Δ., η πρόταση του οφειλέτη πρέπει να συντάσσεται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν και για αυτές.

Τα στοιχεία που απαιτούνται για την αξιολόγηση της επιλεξιμότητας του οφειλέτη ως προς την ύπαρξη μιας τουλάχιστον χρήσης με λειτουργική κερδοφορία. Την πληρότητα της αιτήσεως εξετάζει ο συντονιστής που ορίζεται από την Ε.Γ.Δ.Ι.Χ, αλλά η τελική και ουσιαστική αξιολόγηση της αιτήσεως γίνεται από τους συμμετέχοντες πιστωτές.

 Ποια δικαιολογητικά συνοδεύουν την αίτηση;

  • Με την αίτηση συνυποβάλλονται υποχρεωτικά τα ακόλουθα έγγραφα και στοιχεία:
  • Κατάλογος όλων των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη με αναφορά στην εκτιμώμενη εμπορική αξία τους, έτσι ώστε να μπορεί να προσδιορισθεί η αξία ρευστοποίησης της περιουσίας του.
  • Πλήρης περιγραφή των βαρών και λοιπών εξασφαλίσεων (είδος βάρους ή εξασφάλισης, πιστωτής, ασφαλιζόμενο ποσό, σειρά, δημόσιο βιβλίο) που είναι εγγεγραμμένα επί των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη.
  • Πλήρη στοιχεία για κάθε συνοφειλέτη (επωνυμία, πλήρη διεύθυνση, Α.Φ.Μ., τηλέφωνο, ηλεκτρονική διεύθυνση).
  • Δήλωση για κάθε μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη που έγινε εντός των τελευταίων πέντε (5) ετών πριν από την υποβολή της αίτησης και για κάθε καταβολή μερίσματος από τον οφειλέτη προς τους μετόχους ή εταίρους ή άλλη συναλλαγή, εκτός των τρεχουσών συναλλαγών της επιχείρησης, που έγινε εντός των τελευταίων 24 μηνών πριν από την υποβολή της αίτησης.
  • Στοιχεία κάθε νομικού προσώπου συνδεδεμένου με τον οφειλέτη με ημερομηνία σύστασης μεταγενέστερη της 1ης Ιανουαρίου 2012, καθώς και πλήρη στοιχεία ακινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων που τυχόν μεταβιβάστηκαν από τον οφειλέτη ή τους συνοφειλέτες σε πρόσωπα συνδεδεμένα με τον οφειλέτη μετά την 1η Ιανουαρίου 2012.
  • Κατάλογος των προσώπων που αμείβονται από τον οφειλέτη και τα οποία αποτελούν συνδεδεμένα πρόσωπα με αυτόν, καθώς και ανάλυση των αμοιβών αυτών κατά τους τελευταίους 24 μήνες πριν από την υποβολή της αίτησης.
  • Δήλωση εισοδήματος φυσικών προσώπων (E.1) ή δήλωση φορολογίας εισοδήματος νομικών προσώπων και νομικών οντοτήτων (Ν ή Ε.5 ή Φ01.010 ή Φ01.013) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
  • Κατάσταση οικονομικών στοιχείων από επιχειρηματική δραστηριότητα (Ε.3) των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
  • Συγκεντρωτικές καταστάσεις πελατών και προμηθευτών των τελευταίων πέντε (5) φορολογικών ετών.
  • Δηλώσεις στοιχείων ακινήτων (Ε.9), εφόσον προβλέπεται σχετική υποχρέωση υποβολής.
  • Πράξη διοικητικού προσδιορισμού του φόρου εισοδήματος (εκκαθαριστικό) του τελευταίου φορολογικού έτους.
  • Πράξη διοικητικού προσδιορισμού του Ενιαίου Φόρου Ιδιοκτησίας Ακινήτων (ΕΝ.Φ.Ι.Α.) του τελευταίου φορολογικού έτους.
  • Τελευταία περιοδική δήλωση ΦΠΑ (Φ2), εφόσον προβλέπεται η υποχρέωση υποβολής της.
  • Καταστάσεις βεβαιωμένων οφειλών προς τη Φορολογική Διοίκηση και προς τους Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης, οι οποίες πρέπει να έχουν εκδοθεί εντός των τελευταίων τριών (3) μηνών πριν από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.
  • Χρηματοοικονομικές καταστάσεις του άρθρου 16 του Ν. 4308/2014 (Α΄ 251) των τελευταίων πέντε (5) περιόδων, οι οποίες πρέπει να είναι δημοσιευμένες, εφόσον προβλέπεται αντίστοιχη υποχρέωση.
  • Προσωρινό ισοζύγιο τελευταίου μηνός τεταρτοβάθμιων λογαριασμών του αναλυτικού καθολικού της γενικής λογιστικής, εφόσον προβλέπεται η κατάρτισή του.
  • Αντίγραφο ποινικού μητρώου γενικής χρήσης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου για ανώνυμες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, των ομόρρυθμων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες.
  • Πιστοποιητικό περί μη πτώχευσης από το αρμόδιο Πρωτοδικείο.
  • Πιστοποιητικό περί μη κατάθεσης αίτησης πτώχευσης από το αρμόδιο Πρωτοδικείο.
  • Πιστοποιητικό περί μη λύσης της εταιρείας από το Γ.Ε.ΜΗ., εφόσον ο οφειλέτης είναι νομικό πρόσωπο.
  • Πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του οφειλέτη ή του πρόεδρου του διοικητικού συμβουλίου και του διευθύνοντος συμβούλου για ανώνυμες εταιρείες, του διαχειριστή για εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες, των ομόρρυθμων εταίρων και των διαχειριστών για προσωπικές εταιρείες.

Προβλέπεται άρση του τραπεζικού και φορολογικού απορρήτου;

Ναι. Με την αίτηση υπαγωγής στη διαδικασία παρέχεται από τον οφειλέτη η άδεια για κοινοποίηση στον συντονιστή, τον εμπειρογνώμονα και όλους τους συμμετέχοντες πιστωτές, επεξεργασία και διασταύρωση από αυτούς των δεδομένων του, τα οποία περιλαμβάνονται στην αίτηση και τα συνοδευτικά έγγραφα, όσο και άλλων δεδομένων που αφορούν στην περιουσιακή κατάστασή του (λ.χ. καταθέσεις, εμβάσματα κ.λπ.), τα οποία βρίσκονται στην κατοχή ή σε γνώση των συμμετεχόντων πιστωτών για τους σκοπούς της διαδικασίας εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών (βλ. άρθρο 5 παρ. 6 Ν. 4469/2017). Η εν λόγω άδεια συνεπάγεται την άρση του απορρήτου των τραπεζικών καταθέσεων του άρθρου 1 του Ν.Δ. 1059/1971 (Α΄ 270) και του φορολογικού απορρήτου του άρθρου 17 του Ν. 4174/2013 (Α΄ 170). Οι δανειστές, πριν αρχίσει η διαδικασία διαπραγμάτευσης και μετά το σχηματισμό απαρτίας, πρέπει να υπογράψουν δήλωση εμπιστευτικότητας σε σχέση με τα παραπάνω στοιχεία, που περιέρχονται σε γνώση τους.

Προβλέπεται στο Νόμο αναστολή λήψης μέτρων ατομικής και αναγκαστικής εκτέλεσης κατά της περιουσίας του οφειλέτη;

Ναι. Εφόσον διαπιστωθεί η πληρότητα της αίτησης, από το χρονικό σημείο της αποστολής της πρόσκλησης συμμετοχής στη διαδικασία από τον συντονιστή στους πιστωτές και για διάστημα εβδομήντα (70) ημερών αναστέλλονται αυτοδικαίως τα μέτρα, εκκρεμή ή μη, ατομικής και συλλογικής αναγκαστικής εκτέλεσης κατά του οφειλέτη (περιλαμβανομένης της εγγραφής προσημείωσης υποθήκης) για την ικανοποίηση των απαιτήσεων, των οποίων ζητείται η εξωδικαστική ρύθμιση, καθώς και η λήψη οποιουδήποτε ασφαλιστικού μέτρου κατά του οφειλέτη, εκτός αν με το μέτρο αυτό επιδιώκεται η αποτροπή της απομάκρυνσης ή αφαίρεσης ή μετακίνησης κινητών πραγμάτων της επιχείρησης ή εν γένει εξοπλισμού, η οποία δεν έχει συμφωνηθεί και ενέχει κίνδυνο απαξίωσης της επιχείρησης του οφειλέτη (βλ. άρθρο 13 παρ. 1 Ν. 4469/2017).

Η ως άνω αναστολή δύναται να παραταθεί για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) επιπλέον μηνών, με την υποβολή αίτησης του οφειλέτη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου της έδρας του. Προϋπόθεση για τη χορήγηση της αναστολής αποτελεί η συναίνεση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών, η οποία παρέχεται είτε εγγράφως, είτε προφορικά με δήλωσή τους στο ακροατήριο.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ως άνω αναστολή αίρεται αυτοδικαίως στις ακόλουθες περιπτώσεις:

i. η διαδικασία περαιωθεί ως άκαρπη είτε λόγω έλλειψης απαρτίας είτε για οποιονδήποτε άλλο λόγο, ή

ii. ληφθεί σχετική απόφαση της απόλυτης πλειοψηφίας των συμμετεχόντων πιστωτών.

Τέλος, σημειώνεται ότι κάθε πιστωτής δύναται να ζητήσει από το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας εντός της οποίας έχει έδρα ο οφειλέτης την πρόωρη παύση της αναστολής, εφόσον πιθανολογείται ότι η αναστολής εκτέλεσης θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη στον αιτούντα πιστωτή. Αν την αίτηση συνυπογράφει η πλειοψηφία των πιστωτών, το δικάζον Δικαστήριο κάνει υποχρεωτικώς δεκτή την αίτηση.