Μετά τον φονικό σεισμό του Νεπάλ, πολλοί ήταν οι άνθρωποι από όλο τον κόσμο, από μετανάστες Νεπαλέζους οικιακούς βοηθούς στην Ινδία, μέχρι υψηλόβαθμα στελέχη στη Βραζιλία, οι οποίοι στράφηκαν στους ιστοτόπους κοινωνικής δικτύωσης, όπως το Facebook η και η Google αναζητώντας αγνοούμενους φίλους και συγγενείς στήνοντας ένα δίκτυο ενημέρωσης για τους επιζώντες.

«Δεν ξέρω τίποτα για τον γιο μου που βρίσκεται σ’ ένα χωριό μαζί με τους γονείς μου, μακριά από το Κατμαντού. Τηλεφωνώ συνέχεια αλλά δεν βγάζω γραμμή. Δεν τρώω, δεν μπορώ να κοιμηθώ, ούτε να δουλέψω», δήλωσε η Ούσα Τάμανγκ, μια γυναίκα που εργάζεται ως νταντά στο Νέο Δελχί με το παράδειγμά της να επαναλαμβάνεται σε πλείστες περιπτώσεις αγνοουμένων.

Αδύνατη ήταν η επικοινωνία για τις πρώτες ώρες και για την Γερμανίδα εθελόντρια σε αναπτυξιακά έργα, Καρολίνε Ζίμπαλντ, και τον αμερικανό παγετωλόγος σύντροφό της, Τσαρλς Γκέρτλερ, οι οποίοι έκαναν ράφτινγκ στο Νεπάλ όταν ο σεισμός χτύπησε τη χώρα. Αν και παρέμειναν σώοι και αβλαβείς, δεν ήξεραν πώς να επικοινωνήσουν με τους δικούς τους ανθρώπους και να τους καθησυχάσουν.

Μετά από 30 προσπάθειες, ο 25χρονος Γκέρτλερ κατάφερε να τηλεφωνήσει στη μητέρα του στη Μασαχουσέτη και εκείνη πέρασε το μήνυμά του στο Facebook. Μέσα σε ελάχιστα λεπτά, φίλοι και συγγενείς έμαθαν τα νέα.
«Είδα μηνύματα από τους φίλους που είχα στο νηπιαγωγείο και εξέφραζαν τη χαρά τους που είμαι ζωντανή», είπε η 22χρονη Καρολίνε στο πρακτορείο Reuters.

Στην Ινδία, τη χώρα με το μεγαλύτερο αριθμό Νεπαλέζων μεταναστών, πολλοί προσπαθούσαν μανιωδώς να τηλεφωνήσουν στην πατρίδα τους, τρομοκρατημένοι από τις φρικιαστικές εικόνες που έβλεπαν στην τηλεόραση, με τα πτώματα των συμπατριωτών τους να ανασύρονται από τα χαλάσματα.

Σε άλλες περιοχές του κόσμου, πολλοί αναζητούν συγγενείς και φίλους που επισκέπτονταν τα Ιμαλάια καθώς η περίοδος αυτή θεωρείται «υψηλή» τουριστική σεζόν για το Νεπάλ. Εκτιμάται ότι στη χώρα βρίσκονταν περίπου 300.000 ξένοι τουρίστες και πολλές από εκατοντάδες από αυτούς βρίσκονταν στο Έβερεστ το μεσημέρι του Σαββάτου, όταν σημειώθηκε ο σεισμός των 7,9 βαθμών.

Η Διεθνής Επιτροπή του Ερυθρού Σταυρού ήταν μια από τις πρώτες υπηρεσίες που άνοιξαν μια διαδικτυακή πύλη για όσου αναζητούν τους αγνοούμενους συγγενείς τους. Στην υπηρεσία εντοπισμού οικογενειών καταγράφονται ονόματα και πληροφορίες ανθρώπων που είναι σώοι, τραυματίες που έχουν μεταφερθεί σε νοσοκομεία, άνθρωποι που αγνοούνται ακόμη αλλά και άλλοι των οποίων ο θάνατος έχει επιβεβαιωθεί.

Ο καθένας μπορεί να έχει πρόσβαση στον ιστότοπο αυτό και να αναζητήσει το όνομα του δικού του ανθρώπου. Όμως και αυτοί που έχουν σωθεί ή αντιμετωπίζουν κίνδυνο μπορούν να καταγραφούν από μόνοι τους, αν το επιθυμούν, ώστε να ενημερωθούν οι οικογένειές τους.

Σε παρόμοια πρωτοβουλία προχώρησε και το δημοφιλές κοινωνικό δίκτυο του facebook φροντίζοντας να δώσει στους χρήστες του το εργαλείο «Ελέγχου Ασφαλείας» για το Νεπάλ, με πολλά από τα μέλη του να επαινούν την ενέργεια. «Είναι ένας απλός τρόπος για να ενημερωθούν οι συγγενείς και οι φίλοι ότι είστε καλά. Αν βρίσκεστε σε κάποια από τις περιοχές που χτυπήθηκαν από τον σεισμό θα λάβετε μια ειδοποίηση που θα ρωτάει αν είστε καλά και αν θέλετε να αναζητήσετε κάποιον δικό σας άνθρωπο. Όταν συμβαίνουν καταστροφές, οι άνθρωποι θέλουν να ξέρουν αν οι αγαπημένοι τους είναι σώοι. Σε στιγμές σαν αυτή μετράει πραγματικά η δυνατότητα να μπορεί κανείς να συνδέεται στο δίκτυο», έγραψε ο ιδρυτής του Facebook, Μαρκ Ζούκερμπεργκ.

Μια γυναίκα από τη Βραζιλία είπε ότι η πρωτοβουλία αυτή την βοήθησε να εντοπίσει την οικογένειά της. «Ο πατέρας και οι φίλοι μου βρίσκονται στην περιοχή και ένα από τα πρώτα μέσα που είχαμε στη διάθεσή μας για να μάθουμε τα νέα τους ήταν το Facebook. Το μέσο αυτό δεν είναι μονάχα για διασκέδαση», έγραψε, απαντώντας στην ανάρτηση του Ζούκερμπεργκ.

Μια άλλη εφαρμογή, το «People Finder» του Google χρησιμοποιεί SMS ώστε ο καθένας να μπορεί να ψάχνει και να ενημερώνεται για τους αγνοούμενους. Το Σάββατο η Τζακλίν Μπράουν ανέφερε ότι ο 46χρονος Άνγκους Μπράουν και ο φίλος του Μάρτιν από το Λονδίνο είναι ασφαλείς στο Λουμπότσε του Νεπάλ. Η υπηρεσία αυτή έχει εντοπίσει μέχρι τώρα 5.800 ανθρώπους.