Ο ινδός οδηγός της διεθνούς εταιρείας ταξί Uber, ο οποίος κρατείται ως ύποπτος για τον βιασμό επιβάτιδος στην Ινδία, έχει βεβαρημένο ποινικό μητρώο και είχε αποφυλακιστεί με εγγύηση για σεξουαλική επίθεση εις βάρος μίας γυναίκας, ανακοίνωσε η ινδική αστυνομία, αυξάνοντας έτσι την ανησυχία σχετικά με την ασφάλεια του επιβατικού κοινού που χρησιμοποιεί τη δημοφιλή εταιρεία.

Ο Μαντχούρ Βέρμα, ένας αναπληρωτής επίτροπος της αστυνομίας της ινδικής πρωτεύουσας, δήλωσε ότι ο 32χρονος Σιβ Κουμάρ Γιαντάβ βαρύνεται με κατηγορίες που αφορούν χρονική περίοδο άνω της δεκαετίας. Οι κατηγορίες περιλαμβάνουν ληστεία, κακοποίηση και παράνομη κατοχή όπλου.

Στην σελίδα του στο Twitter, ο Βέρμα ανέφερε χθες Τρίτη ότι ο Γιαντάβ είναι “διαβόητος” στη γενέτειρά του, το Μαϊνπούρι, που βρίσκεται στο βόρειο κρατίδιο Ουτάρ Πραντές.

Την Δευτέρα, δικαστήριο της ινδικής πρωτεύουσας διέταξε την τριήμερη προφυλάκιση του Γιαντάβ. Η αστυνομία επιθυμούσε την παραμονή του στην φυλακή, αλλά τελικά αφέθηκε ελεύθερος με εγγύηση.

Η επίθεση την οποία κατήγγειλε ότι δέχτηκε μία επιβάτης έφερε στο προσκήνιο την αδυναμία ελέγχου της ακμάζουσας αγοράς προσφοράς υπηρεσιών ταξί μέσω εφαρμογών (apps) στην Ινδία, την απουσία ελέγχου των οδηγών από την Uber Ινδίας, την ανικανότητα των ινδικών αρχών επιβολής του νόμου αλλά και την ευκολία απόκτησης πλαστών προσωπικών εγγράφων.

Η υπόθεση προκάλεσε διαδηλώσεις διαμαρτυρίας, ερωτήσεις στο κοινοβούλιο κι επανέφερε τον διάλογο για την ασφάλεια των γυναικών στην τρίτη μεγαλύτερη οικονομία της Ασίας –κι ιδιαίτερα στο Νέο Δελχί, το οποίο έχει χαρακτηριστεί η “πρωτεύουσα των βιασμών”.

Ο Γιαντάβ κατηγορείται ότι βίασε μία νεαρή γυναίκα στο Μαϊνπούρι, που βρίσκεται περίπου 200 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Νέου Δελχί. Η 26χρονη υπάλληλος χρηματιστηριακής εταιρείας είχε χρησιμοποιήσει την εφαρμογή για κινητό τηλέφωνο για να καλέσει ταξί στα τέλη Νοεμβρίου και να επιστρέψει στο σπίτι της έπειτα από έξοδο με φίλους, αλλά όπως κατήγγειλε μεταφέρθηκε από τον οδηγό του σε απομονωμένη περιοχή και βιάστηκε.

Την λαϊκή οργή πυροδότησε περαιτέρω η παραδοχή της Uber Ινδίας ότι δεν πραγματοποιεί ελέγχους στα στοιχεία των οδηγών που απασχολεί. Αντίθετα, η εταιρεία επαφίεται στην ινδική κυβέρνηση για να πραγματοποιεί τέτοιους ελέγχους προτού εκδώσει τις σχετικές άδειες.

Οι οδηγοί της Uber Ινδίας δήλωσαν στο Ρόιτερς ότι τους ζητήθηκε μονάχα η άδεια οδήγησης και η άδεια του αυτοκινήτου καθώς και πιστοποιητικό απόδειξης του τόπου διαμονής τους.

Ένας μάλιστα οδηγός είπε ότι ποτέ δεν πέρασε από συνέντευξη με την Uber και ότι η ταξιδιωτική εταιρεία στην οποία εργάζεται συμπλήρωσε για λογαριασμό του όλα τα στοιχεία στην αίτηση.

Όσοι πέρασαν από συνέντευξη είπαν ότι η Uber Ινδίας τους έκανε ερωτήσεις για το αν έχουν ποινικό μητρώο βασιζόμενη στην κυβέρνηση για την εξακρίβωση της πληροφορίας–σε αντίθεση με τον έλεγχο σε τρία στάδια που πραγματοποιείται από την Uber στις ΗΠΑ, όπου τα δικαστικά αρχεία ελέγχονται για την τελευταία επταετία.

Οι αρχές της ινδικής πρωτεύουσας απαγόρευσαν τη λειτουργία της Uber και σύμφωνα με το υπουργείο Μεταφορών η εταιρεία τοποθετήθηκε στη «μαύρη λίστα». Παράλληλα, το Νέο Δελχί ζήτησε από τις τοπικές κυβερνήσεις όλων των κρατιδίων να απαγορεύσουν τη λειτουργία της Uber και όλων των άλλων εταιρειών ταξί που λειτουργούν μέσω Ίντερνετ και δεν έχουν άδεια.

Στη συνέχεια, ανάλογα μέτρα εναντίον της Uber ελήφθησαν από κυβερνήσεις ή δικαστήρια της Ταϊλάνδης, της Ισπανίας και των ΗΠΑ για διάφορα ζητήματα.

Η Ινδία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά για την Uber, μετά τις ΗΠΑ, με κριτήριο τον αριθμό των πόλεων που εξυπηρετεί η εταιρεία, η οποία λειτουργούσε σε 11 ινδικές πόλεις, περιλαμβανομένης της πρωτεύουσας, πριν από την καταγγελία για βιασμό.