Η Ρωσία κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με επιπρόσθετα κόστη λόγω των ενεργειών της στην ανατολική Ουκρανία, διαμηνύει η κυβέρνηση των ΗΠΑ, ενώ ο πρόεδρος της Κομισιόν Μπαρόζο προειδοποίησε τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν ότι η αποσταθεροποίηση της Ουκρανίας «θα στοιχίσει ακριβά» στη Μόσχα.

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ ανακοίνωσε σήμερα ότι οι διαψεύσεις της Ρωσίας όσον αφορά την ανάμιξή της στην Ουκρανία και την κλιμάκωση της κρίσης, στην οποία προχωρά, δεν είναι αξιόπιστες, γεγονός που όπως ανέφερε εκθέτει τη Μόσχα στον κίνδυνο να αντιμετωπίσει επιπρόσθετα οικονομικά κόστη.

«Αυτές οι διαψεύσεις δεν έχουν καμιά αξιοπιστία», ανέφερε ο εκπρόσωπος του Λευκού Οίκου Τζος Έρνεστ κατά τη διάρκεια της τακτικής ενημέρωσης των δημοσιογράφων.

«Πράγματι, αυτό εκθέτει τη Ρωσία στον κίνδυνο να αντιμετωπίσει επιπρόσθετα οικονομικά κόστη τα οποία μπορεί να επιβληθούν από τις ΗΠΑ, σε συντονισμό με τους συμμάχους μας», προσέθεσε ο Έρνεστ.

Παράλληλα, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο προειδοποίησε σήμερα, σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν, ότι οποιαδήποτε νέα «αποσταθεροποίηση» της Ουκρανίας θα «στοιχίσει ακριβά» στη χώρα του.

Σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έκανε λόγο για μια «πολύ ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων» μεταξύ των δύο ηγετών. Ο πρόεδρος της Επιτροπής εξέφρασε στον Πούτιν τη «βαθιά ανησυχία τους» για τις πληροφορίες ότι ρωσικά στρατεύματα εμπλέκονται σε μάχες στην Ουκρανία και τόνισε ότι «καταδικάζει σθεναρά» τις επιχειρήσεις «ρωσικών στρατιωτικών μονάδων στο ουκρανικό έδαφος».

Ο Μπαρόζο κάλεσε επίσης τον Πούτιν να «αντιστρέψει την πορεία» των πραγμάτων επισημαίνοντας του ότι «είναι δύσκολο να συνεχίζουμε να συνηγορούμε υπέρ μιας συνεργασίας όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την παρούσα κλιμάκωση».

«Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει ήδη αναφέρει με σαφήνεια ότι κάθε νέα αποσταθεροποίηση στην Ουκρανία και την περιοχή θα έχει αυξημένο κόστος», προειδοποίησε.

Ο πρόεδρος της Κομισιόν υπογράμμισε εξάλλου ότι η κατάσταση που διαμορφώνεται «είναι εντελώς αντίθετη με τις προσπάθειες που καταβάλει η ΕΕ ώστε να βρεθούν διπλωματικές λύσεις» στην κρίση, κυρίως όσον αφορά την εφαρμογή της συμφωνίας σύνδεσης μεταξύ Βρυξελλών και Ουκρανίας και τη συνέχιση της συνεργασίας της Ρωσίας με την Ουκρανία στον ενεργειακό τομέα.