Σε ηλικία 84 ετών έφυγε από τη ζωή ο Ronnie Biggs, ένας από τους πιο διάσημους εγκληματίες της Βρετανίας. Αν το όνομα δεν σας λέει πολλά, ένα από τα «επιτεύγματά» του σίγουρα σας λέει, καθώς ήταν μέλος της πολυμελούς συμμορίας της περίφημης «μεγάλης ληστείας του τραίνου» με τη λεία των τριών εκατομμυρίων ευρώ.

Η τελευταία του δημόσια εμφάνιση ήταν τον Μάρτιο στην κηδεία του Bruce Reynolds, «εγκεφάλου» της ληστείας.

Η ληστεία έγινε τον Αύγουστο του 1963, ο Biggs καταδικάστηκε σε 30 χρόνια φυλάκιση αλλά πέρασε στη φυλακή μόνο 15 μήνες. Δραπέτευσε από τη φυλακή το 1965 και έζησε ως φυγάς επί 36 χρόνια, ζώντας κυρίως στη Βραζιλία και την Αυστραλία. Παραδόθηκε μόνος του στις αρχές το 2001 και φυλακίστηκε στη Βρετανία. Αποφυλακίστηκε ωστόσο το 2009 για λόγους υγείας.

Στη βιογραφία του που κυκλοφόρησε το 2011 με τίτλο «Odd Man Out: The Last Straw», ο Biggs έλεγε πως πίστευε πως ο κόσμος τον θεωρούσε έναν «αξιαγάπητο απατεώνα». Αρχικά έλεγε πως δεν είχε μετανιώσει αλλά στη συνέχεια διευκρίνισε πως είχε μετανιώσει για τη ληστεία αλλά όχι που το έσκασε από τη φυλακή και έζησε ως φυγάς.

Η «μεγάλη ληστεία του τραίνου» είχε αφήσει άφωνη ολόκληρη τη Βρετανία και είχε προκαλέσει «πονοκέφαλο» στις αστυνομικές αρχές ενώ ο κόσμος είχε ενθουσιαστεί και ο Τύπος αποκαλούσε τη συμμορία «θαρραλέους ήρωες»!

Ο μηχανοδηγός πάντως, ο Jack Mills, χτυπήθηκε με έναν μεταλλικό λοστό και δεν εργάστηκε ποτέ ξανά.

Μισό αιώνα μετά, το βρετανικό δίκτυο BBC αποπειράται να αποκαλύψει την πραγματικότητα πίσω από τον μύθο που καλύπτει πλέον το διαβόητο «έγκλημα του αιώνα» με την αναμετάδοση, στα τέλη του μήνα, της δραματοποιημένης εκδοχής της ιστορίας που είναι πια λαϊκός μύθος.

Ο Κρίστοφερ Πίκαρντ, πάντως– ο συγγραφέας που βρίσκεται πίσω από την αυτοβιογραφία του Μπιγκς– δήλωσε ότι ο κόσμος θα πρέπει να θυμάται τον θρυλικό ληστή ως «έναν από τους σημαντικούς ανθρώπους των τελευταίων 50 ετών». Ο ίδιος δήλωσε στη εκπομπή Today στο ραδιόφωνο του BBC ότι ο φίλος του ήταν «ευγενής και γενναιόδωρος» με αίσθηση του χιούμορ που διατήρησε μέχρι τέλους.

Ο Μπιγκς, είπε, ήταν το πρώτο προϊόν της «εποχής των μίντια» που «κληρονόμησε φήμη ενώ γυρνούσε ανά τον κόσμο».

Ο Μπιγκς, ο Ρέινολντς, ο Ρόναλντ «Μπάστερ» Έντουαρντς και τα άλλα μέλη της συμμορίας φορούσαν κράνη και μάσκες του σκι όταν διέπραξαν τη ληστεία, κοντά στο Τσέντινγκτον του Μπάκιχαμσαϊρ. Οι ληστές διέφυγαν με 121 ταχυδρομικούς σάκους με 2,3 εκατομμύρια στερλίνες.

Μιλώντας στο Νίκι Κάμπελ στο Radio 1 το 2000, προτού δηλαδή επιστρέψει στη Βρετανία, ο Μπιγκς είπε ότι το μερίδιό του από τη ληστεία ήταν περίπου 174.000 ευρώ σε σημερινά χρήματα.

«Τα ξόδεψα όλα–μέσα σε τρία χρόνια έκαναν φτερά», είχε πει. Έκτοτε, «ζούσα μόνο από το όνομά μου».

Ο ίδιος είχε εκφράσει μεταμέλεια για το γεγονός ότι στη διάρκεια της ληστείας χτύπησαν τον μηχανοδηγό του τρένου, Τζακ Μιλς, στο κεφάλι, προκαλώντας του σοβαρό πρόβλημα υγείας με αποτέλεσμα να μην ξαναεργαστεί και τελικά να πεθάνει το 1970. «Μετανιώνω απόλυτα. Εύχομαι μόνο να μην είχε συμβεί, αλλά δεν μπορώ να γυρίσω πίσω το χρόνο». Όμως έσπευσε να διευκρινίσει ότι δεν είχε μετανιώσει για τη ληστεία και αναφερόμενος σε σχόλια του δικαστή, είπε: «Φοβάμαι ότι είμαι απέραντα άπληστος».

Ο Μπιγκς απέδρασε σκαρφαλώνοντας στον ύψους 10 μέτρων περιμετρικό τοίχο της φυλακής, χρησιμοποιώντας στη συνέχεια μια ανεμόσκαλα, για να επιβιβαστεί τελικά στο φορτηγάκι που τον περίμενε.

Αφού πέρασε από τις Βρυξέλλες και το Παρίσι μαζί με τη σύζυγο και τα παιδιά του, και αφού απέκτησε νέο, πλαστό διαβατήριο και άλλαξε τα χαρακτηριστικά του προσώπου του με πλαστική επέμβαση, κατέληξε στην Αυστραλία. Όταν πληροφορήθηκε ότι η Ιντερπολ βρισκόταν στα ίχνη του κατέφυγε στη Βραζιλία όπου έζησε για αρκετά χρόνια κερδίζοντας τα προς το ζην με διάφορες απάτες– μεταξύ άλλων έδινε πάρτι όπου οι συμμετέχοντες μπορούσαν να τα πιουν μαζί του έναντι αδράς αμοιβής — αλλά και κάνοντας φωνητικά, ακόμα και σε τραγούδια των Sex Pistols.

Η αστυνομία τον ανακάλυψε και πάλι, αλλά οι αρχές της χώρας αρνήθηκαν να τον εκδώσουν καθώς η στριπτιζέζ ερωμένη του ήταν έγκυος στο παιδί του. Το 1981 απήχθη από ομάδα βρετανών πρώην στρατιωτικών που φιλοδοξούσαν να τον οδηγήσουν πίσω στην πατρίδα για να εισπράξουν την επικήρυξη, όταν όμως το σκάφος που τους μετέφερε έπαθε βλάβη στα Μπαρμπέιντος, η κυβέρνηση της χώρας αρνήθηκε με τη σειρά της να τον εκδώσει στη Βρετανία και τον έστειλε πίσω στη Βραζιλία.

Τον Μάιο του 2001, ο Μπιγκς επέστρεψε οικειοθελώς στη Βρετανία, απένταρος και με πολλά προβλήματα υγείας, με αεροσκάφος ναυλωμένο από την εφημερίδα «Sun», που είχε καταβάλει ένα τεράστιο ποσό για να εξασφαλίσει τα δικαιώματα της ιστορίας του, και οδηγήθηκε στη φυλακή.

Το 2002, σχεδόν παράλυτος έπειτα από τέσσερα εγκεφαλικά επεισόδια, παντρεύτηκε τη βραζιλιάνα φίλη του. Το 2009, με πολύ σοβαρά πλέον προβλήματα υγείας, αποφυλακίστηκε έπειτα από απόφαση του βρετανού υπουργού Δικαιοσύνης Τζακ Στρο «για ανθρωπιστικούς λόγους».

Από τότε που επέστρεψε μέχρι τον θάνατό του σήμερα, μοιραζόταν τις ώρες του ανάμεσα στο σπίτι του γιου του στο βόρειο Λονδίνο, σε νοσοκομεία και οίκους ευγηρίας απολαμβάνοντας 24ωρη περίθαλψη χάρις στο βρετανικό σύστημα υγείας και εισπράττοντας μία μικρή σύνταξη.

Διαβάστε την άγνωστη ιστορία της «Μεγάλης Ληστείας του Τρένου».