Το σκανδιναβικό μοντέλο υποδεικνύει ως το καλύτερο σύστημα δημόσιας εκπαίδευσης ο Αντρέας Σλάιτσερ, ειδικός του ΟΟΣΑ για το θέμα και εμπνευστής του διεθνούς τεστ αξιολόγησης PISA.

Όπως τονίζει ο κ. Σλάιτσερ, σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Ζιντόιτσε Τσάιτουνγκ, οι Σκανδιναβοί – και ιδιαίτερα οι Φιλανδοί και οι Νορβηγοί – «έχουν ένα εκπαιδευτικό σύστημα “προσωποποιημένο”, το οποίο επικεντρώνεται στον φοιτητή ατομικά, επιχορηγείται από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις και δίνει μεγάλη σημασία στη δια βίου μάθηση».

Στις διεθνείς αξιολογήσεις του οργανισμού, οι οποίες γίνονται κάθε τρία χρόνια σε μαθητές και μαθήτριες 15 ετών στην κατανόηση κειμένου, τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες, τις πρώτες θέσεις μοιράζονται οι σκανδιναβικές χώρες με χώρες της νοτιανατολικής Ασίας.

Στο τελευταίο τεστ που πραγματοποιήθηκε το 2012, οι Έλληνες μαθητές κατέλαβαν τις θέσεις 22-29 στην κατανόηση κειμένου, και την 30η θέση στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι θεωρούνται από τους πλέον σκληρά «εργαζόμενους», αφού εκτός από το σχολείο αφιερώνουν πολύ χρόνο και στα φροντιστήρια.

Η Ελλάδα εμφανίζει καλύτερα ποσοστά στον κατάλογο με τον πληθυσμό από 18 έως 64 ετών που διαθέτει δίπλωμα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Οι Έλληνες πτυχιούχοι φτάνουν το 25,1% – ποσοστό μεγαλύτερο από το 17,3% των Πορτογάλων ή το 14,9% των Ιταλών, που μοιράζονται τις τελευταίες θέσεις με τους Ρουμάνους και τους Τούρκους, αλλά σαφώς μικρότερο από το 39,3% των Φιλανδών, το 37% των Βρετανών και το 36,8% των Εσθονών.

Οι διαφορές που παρατηρούνται οφείλονται σε μια σειρά από παράγοντες. Όπως σημειώνει ο Αντρέας Σλάιτσερ, ένας από τους λόγους που γίνονται θελκτικά τα πανεπιστήμια σε αυτές τις χώρες είναι ότι προσφέρουν πολύ μεγαλύτερη γκάμα στο αντικείμενο των σπουδών, ενώ αναζητούν συνεχώς τη χρυσή τομή ανάμεσα στην ακαδημαϊκή κατάρτιση και την επαγγελματική πρακτική.

Σύμφωνα με τον ειδικό του ΟΟΣΑ, κάποια εκπαιδευτικά συστήματα, όπως αυτό της Ιταλίας, έχουν μείνει προσκολλημένα στον παραδοσιακό τρόπο σπουδών, γεγονός που εξηγεί γιατί δεν αυξάνεται ο αριθμός των πτυχιούχων.

Ο ίδιος εντοπίζει δομικές αδυναμίες που χρήζουν άμεσης αντιμετώπισης. Το γεγονός ότι τα πανεπιστήμια προετοιμάζουν μόνο σε θεωρητικό επίπεδο τους φοιτητές τους, με αποτέλεσμα αυτοί οι τελευταίοι να βγαίνουν χωρίς εφόδια στην αγορά εργασίας, συνδέεται με τα υψηλά ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων και τις χαμηλές αμοιβές.

Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι το κράτος δεν βοηθά οικονομικά τους φοιτητές, αντίθετα απ’ ό,τι ισχύει στις σκανδιναβικές χώρες ή τη Γερμανία, όπου δίδονται υποτροφίες με βάση το οικογενειακό εισόδημα.

Ο Αντρέας Σλάιτσερ εντοπίζει επίσης ένα πρόβλημα στο διδακτικό προσωπικό, για το οποίο επισημαίνει ότι «αν και πολυάριθμο, δεν είναι εφοδιασμένο με τα προσόντα που απαιτούνται για να ανταποκριθεί στις ανάγκες της σύγχρονης κοινωνίας και οικονομίας».

Ο ειδικός σε θέματα δημόσιας εκπαίδευσης του ΟΟΣΑ σημειώνει ότι η βελτίωση των εκπαιδευτικών συστημάτων είναι απαραίτητη, με δεδομένο ότι «μακροπρόθεσμα δημιουργείται μια συσχέτιση ανάμεσα στην ποιότητα του συστήματος της δημόσιας εκπαίδευσης και την οικονομική δυναμικότητα μιας χώρας».