Το απολίθωμα του αρχαιότερου γνωστού οργανισμού στη Γη με σκελετό φαίνεται πως ανακάλυψε μια ομάδα Αμερικανών και Αυστραλών επιστημόνων. Ονομάζεται Coronacollina acula και εκτιμάται ότι ζούσε πριν από 560 έως 550 εκατ. χρόνια, στη λεγόμενη Εδιακάρια περίοδο, πριν καν συμβεί η «έκρηξη» των ζωικών ειδών στην Κάμβρια περίοδο.

Η Εδιακάρια περίοδος, που έχει πάρει το όνομα των λόφων Εδιακάρα στη Νότια Αυστραλία, εκτείνεται πριν από 630 έως 542 εκατ. χρόνια, ενώ η Κάμβρια περίοδος πριν από 542 έως 488 εκατ. χρόνια. Μέχρι να εμφανιστεί η Κάμβρια περίοδος, οι επιστήμονες πίστευαν ότι όλα τα ζώα που υπήρχαν -και δεν ήταν πολλά- είχαν μόνο μαλακά μέρη και καθόλου σκελετό.

Όμως οι ερευνητές, με επικεφαλής την καθηγήτρια γεωλογίας του πανεπιστημίου της Καλιφόρνια Μέρι Ντρόζερ, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό γεωλογίας «Geology», βρήκαν ένα οργανισμό στην Εδιακάρια που είχε ήδη διαμορφώσει ορισμένα σκληρά μέρη ενός αρχέγονου σκελετού, αποτελώντας έτσι ένα προάγγελο για τα κατοπινά ζώα με τους εξελιγμένους σκελετούς που εμφανίστηκαν μαζικά πια στην Κάμβρια περίοδο.

Στην ουσία, κατά τους ερευνητές, από άποψη σωματικής μορφολογίας, η Coronacollina acula αποτελεί ένα συνδετικό κρίκο, ανάμεσα στις δύο αυτές γεωλογικές περιόδους. Φαίνεται πλέον, πως δεν ήταν τόσο απότομη η εμφάνιση σκληρών μερών στα ζώα του Κάμβριου, αλλά μεσολάβησαν διαδοχικοί κρίκοι στην εξελικτική αλυσίδα, οι οποίοι ως τώρα δεν είχαν βρεθεί σε ικανοποιητικό βαθμό.

Το ύψος του οργανισμού αυτού, που ζούσε στο βυθό της θάλασσας και μοιάζει κάπως με σπόγγο, εκτιμάται ότι ήταν το πολύ πέντε εκατοστά. Είχε σχήμα δαχτυλήθρας από την οποία προεξείχαν τουλάχιστον τέσσερις «βελόνες» μήκους 20 έως 40 εκατοστών. Κατά πάσα πιθανότητα δεν μπορούσε να κινηθεί, ενώ παραμένει άγνωστος ο τρόπος αναπαραγωγής του. Φαίνεται πως χρησιμοποιούσε τα σκληρά μέρη του σκελετού του για καλύτερη στήριξη. Όμως αυτά τα μέρη ήταν εύθραυστα και μετά το θάνατο του ζώου εύκολα διαλύονταν.