Η Γερμανία οδεύει ολοταχώς προς εκλογές και τα κόμματα που θα διεκδικήσουν την ψήφο των πολιτών οργανώνουν τις τακτικές τους και ερευνούν τις τυχόν συμμαχίες. Ένα ερώτημα που θέτουν λίγο πολύ όλοι οι αναλυτές και ειδικά τα κόμματα είναι το «Συμμετοχή στον κυβερνητικό συνασπισμό ή αντιπολίτευση στην κυβέρνηση;»

Γεγονός είναι πως τα γερμανικά κόμματα μπορούν να διακριθούν σε τρεις κατηγορίες: τα μεγάλα κόμματα των Χριστιανοδημοκρατών (CDU) και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD), τα μικρότερα που θα καθορίσουν αν θα μπορέσει να σχηματιστεί κυβέρνηση πλειοψηφίας και τους αντιρρησίες συνείδησης.

Δημοσίευμα του AFP, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, παραθέτει τα έξι μεγαλύτερα κόμματα της Γερμανίας και το τι αναμένουν από τις εκλογές:

Οι μεγάλες δυνάμεις: Στόχος η καγκελαρία

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο σε όλες τις κυβερνήσεις της δυτικής Γερμανίας και στη συνέχεια της ενωμένης Γερμανίας συμμετείχε ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα: το CDU και οι Βαυαροί σύμμαχοί τους οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) ή το SPD. Τα δύο αυτά κόμματα έχουν συμμετάσχει μαζί και σε τρεις «μεγάλους συνασπισμούς», δύο εκ των οποίων υπό την καγκελάριο Άγγελα Μέρκελ, το 2005 και 2013.

Οι συντηρητικοί της Μέρκελ εμφανίζονται να είναι μπροστά στις δημοσκοπήσεις και φαίνεται πως θα διατηρήσουν την καγκελαρία με μια πολιτική γραμμή τοποθετημένη περισσότερο στο κέντρο, όμως θα χρειαστούν έναν ή δύο εταίρους για τον σχηματισμό κυβέρνησης πλειοψηφίας. Το SPD θα μπορούσε λοιπόν να αποφασίσει μετά τις 24 Σεπτεμβρίου είτε να συμμετάσχει εκ νέου σε έναν μεγάλο συνασπισμό ή να βρεθεί στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Ο Τίμο Λοχότσκι, πολιτικός αναλυτής στο German Marshall Fund, εκτιμά ότι ίσως «να κάνει καλό (στους Σοσιαλδημοκράτες) να περάσουν λίγο καιρό στην αντιπολίτευση». Διότι το πιο παλιό κόμμα της Γερμανίας περνά μια στρατηγική κρίση, αλλά και μια κρίση ταυτότητας: επειδή συμμετείχε στον κυβερνητικό συνασπισμό, οι πολίτες δεν ακούν το SPD όταν επικρίνει τη Μέρκελ. Από την άλλη οι Σοσιαλδημοκράτες έχασαν ένα μέρος της λαϊκής βάσης τους, προχωρώντας το 2003 και το 2005 στη μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας και των κοινωνικών επιδομάτων.

Φιλελεύθεροι και Πράσινοι: Στόχος η συμμετοχή στην κυβέρνηση

Εδώ και καιρό οι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) θεωρούνται το κόμμα που μπορεί να φτιάχνει και να ρίχνει κυβερνητικούς συνασπισμούς. Ωστόσο το 2013 υπέστησαν μεγάλη ήττα συγκεντρώνοντας μόλις το 4,3%, γεγονός που τους εμπόδισε να εισέλθουν στη Μπούντεσταγκ. Η επιστροφή τους στο ομοσπονδιακό κοινοβούλιο θα αποτελέσει νίκη για τη νέα ηγεσία του κόμματος και θα τους καταστήσει ικανούς να συμμετάσχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.

Οι Πράσινοι, που συμμετείχαν από το 1998 ως το 2005 στον κυβερνητικό συνασπισμό με το SPD, πρέπει να ξεκαθαρίσουν τη θέση τους: επιθυμούν να συμμετάσχουν σε κυβερνητικό συνασπισμό με το CDU και το FDP, σε μια άνευ προηγουμένου συμμαχία σε ομοσπονδιακό επίπεδο ή θα μείνουν στην αντιπολίτευση;

Με το σταδιακό κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών της Γερμανίας, που αποφασίστηκε το 2011, και την υιοθέτηση του γάμου μεταξύ προσώπων του ίδιου φύλου φέτος, οι Πράσινοι έχουν χάσει δύο από τα βασικά ζητήματα με τα οποία απευθύνονταν στους Γερμανούς και τώρα πρέπει να επαναδιατυπώσουν τις θέσεις τους και να βρουν νέα ταυτότητα.

AfD και Die Linke: Παραμένουν στην αντιπολίτευση

Το ακροδεξιό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) δημιουργήθηκε το 2013 υιοθετώντας έναν λαϊκιστικό και αντιμεταναστευτικό χαρακτήρα. Στις δημοσκοπήσεις φαίνεται να συγκεντρώνει το 8% της πρόθεσης ψήφου και να εισέρχεται στη Μπούντεσταγκ, ωστόσο το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο από το 15-16% που συγκέντρωνε το 2015, όταν ήταν στο απόγειό της η προσφυγική κρίση.

Από την πλευρά του το αριστερό Die Linke, που σχηματίστηκε το 2007 από πρώην κομμουνιστές της Ανατολικής Γερμανίας και απογοητευμένους του SPD, συμμετέχει σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε αρκετά περιφερειακά κοινοβούλια, μεταξύ των οποίων και του Βερολίνου. Ωστόσο η συμμετοχή του σε μια κυβέρνηση υπό το SPD σε ομοσπονδιακό επίπεδο δεν φαίνεται προς το παρόν πιθανή.