Σταυροδρόμι κάθε είδους λαθρεμπορίου και εδώ και καιρό περιθωριοποιημένη η νότια Λιβύη κινδυνεύει να μετατραπεί σε πεδίο ξεκαθαρίσματος λογαριασμών μεταξύ των πολιτικών αντιπάλων του βορρά που προσπαθούν να επεκτείνουν την επιρροή τους, εκτιμούν οι ειδικοί σύμφωνα με δημοσίευμα του AFP, που αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Διχασμένη εξαιτίας των συγκρούσεων για την εξουσία και βυθισμένη σε χρόνια ανασφάλεια μετά την πτώση του καθεστώτος του Μουάμαρ Καντάφι το 2011, η Λιβύη κυβερνάται από δύο αντίπαλες αρχές.
Στην Τρίπολη η κυβέρνηση εθνικής ενότητας (GNA), που υποστηρίζεται από τη διεθνή κοινότητα, είναι αντιμέτωπη με μια παράλληλη κυβέρνηση που έχει εγκατασταθεί στα ανατολικά. Μεγάλο μέρος του ανατολικού τμήματος της χώρας ελέγχεται από τον Εθνικό Λιβυκό Στρατό (ANL) του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ, ο οποίος δεν αναγνωρίζει την κυβέρνηση.
Εδώ και μία εβδομάδα, συγκρούσεις μαίνονται μεταξύ των δυνάμεων του ANL και ομάδων που πρόσκεινται στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας γύρω από την αεροπορική βάση Τάμενχαντ, κοντά στην πόλη Σέμπχα, περισσότερα από 600 χιλιόμετρα νότια της Τρίπολης.
Η αεροπορική αυτή βάση των 15 τετραγωνικών χιλιομέτρων βρίσκεται σε στρατηγικό σημείο και είναι η πιο σημαντική στη νότια Λιβύη. Ελέγχεται από την πολιτοφυλακή «3η Δύναμη» της Μιζουράτας, μια πόλη όπου βρίσκονται οι πιο ισχυρές και οι πιο πολλές ένοπλες οργανώσεις στη Λιβύη.
Η βάση βομβαρδίστηκε από τις αεροπορικές δυνάμεις του ANL, ο οποίος ανακοίνωσε ότι ξεκινά και χερσαίες επιχειρήσεις για την κατάληψή της.
«Ο ANL επιθυμεί μια νίκη στην περιοχή Φεζάν (ιστορικό όνομα της περιοχής) για να ενισχύσει τις θέσεις του, και η GNA κινητοποιείται για να το αποτρέψει», εξηγεί ο Λίβυος αναλυτής Μοχαμάντ Ελζάρ.
Καταγγέλλοντας την επίθεση η κυβέρνηση εθνικής ενότητας διευκρινίζει ότι οι δυνάμεις που βρίσκονται στην Τάμενχαντ «της ανήκουν» και ανακοίνωσε ότι ξεκινά αντεπίθεση για να εκδιώξει τον ANL από τη νότια Λιβύη. Με αυτό τον τρόπο επιβεβαιώνει για πρώτη φορά ότι συγκρούεται άμεσα με τις δυνάμεις του Χάφταρ.
Ο Ματία Τοάλντο, ειδικός του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Διεθνών Σχέσεων, δήλωσε ότι φοβάται πως οι ένοπλες δυνάμεις και οι φυλές του νότου «θα βρεθούν μεταξύ διασταυρούμενων πυρών», προειδοποιώντας για μια κατάσταση που ενδέχεται να «βγει από τον έλεγχο».
Την Τρίτη οι πρεσβευτές των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Κίνας, της Βρετανίας και της Γαλλίας στη Λιβύη εξέφρασαν επίσης την ανησυχία τους, τονίζοντας «τη διαφορά» μεταξύ της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και «των ενεργειών που ενδέχεται να οδηγήσουν σε επιδείνωση της κατάστασης», μια ξεκάθαρη αναφορά στην επιχείρηση του Χάφταρ, ο οποίος διατείνεται ότι στόχος του είναι η μάχη κατά της τρομοκρατίας.
Αναλυτές εκτιμούν ότι ο στρατάρχης δεν διαθέτει τις απαραίτητες δυνάμεις στον νότο για να αντιμετωπίσει τους αντιπάλους του.
Αν και έχει κερδίσει σε δημοτικότητα μεταξύ των διάφορών οργανώσεων στον νότο προσφέροντάς τους οχήματα, «οι δυνάμεις του ANL παραμένουν στρατιωτικά αδύναμες μπροστά στην 3η Δύναμη», τονίζει η Κλαούντια Γκατσίνι του International Crisis Group.
Επιπλέον οι οικονομικές σχέσεις μεταξύ της νότιας Λιβύης και της Μιζουράτας είναι «στενές», με τους Λίβυους στον νότο να φοβούνται «το πάγωμα των εμπορικών σχέσεων με τον βορρά», σύμφωνα με την ίδια.
Περιθωριοποιημένος, ο νότος της Λιβύης, όπου το κράτος είναι σχεδόν ανύπαρκτο, ζει κυρίως από το λαθρεμπόριο προϊόντων, ναρκωτικών, όπλων και τη διακίνηση ανθρώπων.
Συγκρούσεις σημειώνονται τακτικά μεταξύ αντίπαλων φυλών στην περιοχή για τον έλεγχο κάθε είδους λαθρεμπορίου που γίνεται στα σύνορα με το Τσαντ, τον Νίγηρα και το Σουδάν.
Για να περιορίσει την άφιξη προσφύγων και μεταναστών από την υποσαχάρια Αφρική, που περνούν από τη Λιβύη για να φτάσουν στην Ευρώπη, η Ιταλία υπέγραψε στις αρχές Απριλίου «μια ειρηνευτική συμφωνία» με τις φυλές του Φεζάν, η οποία προβλέπει τον έλεγχο από τις φυλές των συνόρων του νότου, μήκους 5.000 χιλιομέτρων, την περιοχή όπου δρουν κυρίως οι διακινητές.
Όμως οι αναλυτές εμφανίζονται επιφυλακτικοί για την επιτυχία της συμφωνίας.
Οι πρόσφυγες αποφέρουν πολλά χρήματα στους διακινητές. «Ο μόνος τρόπος να σταματήσει αυτή η διακίνηση ανθρώπων είναι να δημιουργηθούν εναλλακτικές πηγές εσόδων», τονίζει η Γκατσίνι.