Σάλο έχουν προκαλέσει στον κόσμο του πολιτισμού οι δημοσιονομικές προτάσεις του Ντόναλντ Τραμπ, που αποκαλύφθηκαν χθες Πέμπτη, και περιλαμβάνουν κατάργηση της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και τερματισμό των αρωγών προς τους καλλιτεχνικούς κύκλους.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η κυβέρνηση ή το Κογκρέσο επιχειρούν να επιτεθούν σ’ αυτούς τους προϋπολογισμούς για τον πολιτισμό, το βάρος τον οποίων στο σύνολο των δαπανών του αμερικανικού κράτους είναι πολύ περιορισμένο.

Ο Ρίτσαρντ Νίξον, ο Ρόναλντ Ρίγκαν και ο Τζορτζ Μπους έδωσαν όλοι τους μάχη για να μειωθεί το ποσό που χορηγείται στα δημόσια τηλεοπτικά και ραδιοφωνικά δίκτυα, μερικές φορές με επιτυχία.

Το 2016, τα 445 εκατομμύρια δολάρια που είχαν χορηγηθεί στα δημόσια οπτικοακουστικά μέσα μέσω της Corporation for Public Broadcasting (CPB) αντιπροσώπευαν μόλις λίγο περισσότερο από το 0,01% των κρατικών δαπανών.

Όσο για τις καλλιτεχνικές επιδοτήσεις, τα 146 εκατομμύρια δολάρια που έλαβε το Εθνικό Ταμείο για τις Τέχνες (NEA) δεν αποτελούσαν παρά το 0,004% του προϋπολογισμού για το 2015, αναφέρει το Γαλλικό Πρακτορείο και αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.

Πέρα από το βάρος που επιφέρουν στις κρατικές δαπάνες, οι ρεπουμπλικανοί βουλευτές συχνά κατηγορούν τους αποδέκτες τους ότι παίρνουν υπερβολικά το μέρος της αριστεράς.

Καθώς οι απειλές διατυπώνονται τακτικά, πάει καιρός που τα δημόσια οπτικοακουστικά μέσα επιδιώκουν να διαφοροποιήσουν τις πηγές χρηματοδότησής τους.

Η πρόσβασή τους στη διαφήμιση περιορίζεται στους χορηγούς των εκπομπών, όμως κατάφεραν να αναπτύξουν τις δωρεές ιδιωτών και ιδρυμάτων.

Για παράδειγμα, μόνο το 15% του προϋπολογισμού του τοπικού τηλεοπτικού δικτύου της Νέας Υόρκης WNET προέρχεται από τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό, λέει η Τζιν Αμερμίλερ, διευθύντρια μάρκετινγκ του δικτύου.

Όμως στην επαρχία, η ομοσπονδιακή χρηματοδότηση φτάνει να αντιπροσωπεύει έως και το 50% των πόρων ενός τοπικού δημόσιου δικτύου, υπογραμμίζει ο Ρόμπερτ Τόμσον, καθηγητής στο πανεπιστήμιου του Σίρακιουζ.

Μια μελέτη, την οποία παρήγγειλε η ίδια η CPB και η οποία δημοσιεύθηκε το 2012, προειδοποιούσε πως σε περίπτωση πλήρους κατάργησης της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης, 54 δημόσια τηλεοπτικά δίκτυα και 76 τοπικοί ραδιοσταθμοί θα απειλούνταν με κλείσιμο (στις ΗΠΑ δεν υπάρχει πρόγραμμα που να μεταδίδεται σε όλη τη χώρα από τα ερτζιανά).

Εκπαιδευτικές εκπομπές

Σ’ αυτή την περίπτωση ορισμένοι ενήλικες δεν θα είχαν πλέον πρόσβαση στη δημόσια τηλεόραση, τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους, που θα στερούνταν έτσι πολλές εκπαιδευτικές εκπομπές, κυρίως τη διασημότερη όλων, τη «Sesame Street», που θα γιορτάσει σύντομα τα 50 χρόνια της.

Οι πιο φτωχοί πληθυσμοί, που δεν έχουν τα μέσα για να αποκτήσουν καλωδιακή η δορυφορική τηλεόραση, «θα είναι αναμφίβολα αυτοί που θα πληγούν περισσότερο», προειδοποιεί ο Ντόμινικ Καρίστι, καθηγητής στο πανεπιστήμιο Μπολ Στέιτ.

Η κατάργηση της ομοσπονδιακής χρηματοδότησης «στο τέλος θα καταστρέψει τον ρόλο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην εκπαίδευση των πολύ νέων, στη δημόσια ασφάλεια, στον δεσμό των πολιτών με την ιστορία τους και στη διοργάνωση ήρεμων συζητήσεων», προειδοποίησε χθες σε ανακοίνωσή της η πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της CPB Πατρίσια Χάρισον.

Η ίδια ανησυχία επικρατεί στις τέχνες, όπου το ομοσπονδιακό ταμείο διαδραματίζει έναν ρόλο στην κουλτούρα σε τοπικό επίπεδο καθώς, όταν συμμετέχει το NEA, οι κοινότητες συχνά ακολουθούν.

Τα μεγάλα μουσεία, οι φημισμένες ορχήστρες ή τα θέατρα των μεγάλων πόλεων δεν είναι οι πρώτοι ενδιαφερόμενοι, καθώς αυτά υπολογίζουν κατ’ αρχάς στις ιδιωτικές χρηματοδοτήσεις για να κλείνουν τους προϋπολογισμούς τους.

Παραδόξως αυτά που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή είναι τα λιγότερα δαπανηρά σχέδια και προγράμματα, τα οποία αναπτύσσονται από τα μουσεία, τα θέατρα και τις ορχήστρες μικρότερου μεγέθους και συχνά προορίζονται για τους νέους.

Τα δημόσια χρήματα δεν στηρίζουν μόνο τους καλλιτέχνες, αλλά «ενισχύουν τις συλλογικότητες, μεγάλες και μικρές», προειδοποίησε χθες ο Τόμας Κάμπελ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του «Met», του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης.

«Ο πρόεδρος Τραμπ είναι ο πρώτος αμερικανός πρόεδρος που κάνει αυτή την πρόταση», υπενθύμισε ο Ρόμπερτ Λιντς, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του οργανισμού υποστήριξης του πολιτισμού American for the Arts.

«Οι γονείς, οι καθηγητές, οι τοπικοί αιρετοί άρχοντες, οι υπερασπιστές των τεχνών, τα μέλη της κυβέρνησης και ακόμη και οι οικονομολόγοι δεν θα το δεχθούν», προειδοποίησε απευθύνοντας έκκληση για αντίσταση.

Πολλοί υπολογίζουν πλέον στο Κογκρέσο για να κάνει να αποτύχουν αυτά τα ριζοσπαστικά σχέδια.

«Έχουμε ήδη περάσει από εκεί», εξηγεί φιλοσοφημένα η Τζιν Αμερμίλερ αναφορικά με τα δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα. «Και γνωρίζουμε ότι οι κοινοβουλευτικοί, και των δύο παρατάξεων, μας εκτιμούν γι’ αυτό που αξίζουμε».