Ο σημερινός υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Φρανκ-Βάλτερ Στάινμάιερ εκλέγεται στις 12 Φεβρουαρίου νέος πρόεδρος της Δημοκρατίας, δεδομένου ότι υποστηρίζεται τόσο από το Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU/CSU) όσο και από το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD).

Αυτή είναι όμως η πρώτη και πιο ανώδυνη εκλογή για το 2017. Έπονται τέσσερις εκλογικές αναμετρήσεις: Η πρώτη στο μικρό κρατίδιο του Σάαρλαντ στα γαλλογερμανικά σύνορα, η δεύτερη στο βορειότερο κρατίδιο Σλέσβιχ-Χόλστάιν, στα γερμανοδανέζικα σύνορα, η τρίτη -και σημαντικότερη σε τοπικό επίπεδο- στο πολυπληθέστερο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας, και βέβαια οι εθνικές εκλογές το Σεπτέμβριο.

Πρώτο ψηφίζει στις 26 Μαρτίου το Σάαρλαντ. Το αποτέλεσμα υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχε μεγάλη σημασία. Δεδομένου όμως ότι η νυν χριστιανοδημοκράτης πρωθυπουργός Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ, αν και προηγείται των σοσιαλδημοκρατών (με τους οποίους και συγκυβερνά) με 10 μονάδες στις δημοσκοπήσεις, ενδέχεται να μην παραμείνει πρωθυπουργός, αφού το αποτέλεσμα μπορεί να είναι τέτοιο που θα καθιστά εφικτό έναν κοκκινο-κοκκινο-πράσινο συνασπισμό.

Αν σκεφτεί κανείς ότι το Σάαρλαντ είναι ένα από τα τρία εναπομείναντα κρατίδια τα οποία κυβερνώνται από χριστιανοδημοκράτες, η σημασία του αποκτά έναν συμβολικό χαρακτήρα σε εθνικό επίπεδο για την κ. Μέρκελ και το κόμμα της. Ιδίως εάν προκύψει συνασπισμός σοσιαλδημκρατών-Αριστεράς- Πρασίνων το μήνυμα των ψηφοφόρων θα είναι ηχηρό, αφού θα πρόκειται για την πρώτη κοκκινο-κοκκινο-πράσινη κυβέρνηση σε δυτικό κρατίδιο (σ.σ. σήμερα υπάρχει μόνο στο ανατολικογερμανικό κρατίδιο της Θουριγγίας).

Έναν τέτοιον συνασπισμό η επικεφαλής του ψηφοδελτίου των σοσιαλδημοκρατών Άνκε Ρέλινγκερ δεν τον αποκλείει: «Το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (SPD) έχει περισσότερες εναλλακτικές.

Την απόφαση θα την πάρουν οι ψηφοφόροι», είπε στο δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό δίκτυο ARD. O Μίχαελ Κούνερτ, ο επικεφαλής του δημοσκοπικού Ινστιτούτου dimap, είπε πάντως στον ίδιο τηλεοπτικό σταθμό ότι η Άνεγκρετ Κραμπ-Καρενμπάουερ «μπορεί να καταφέρει να σπάσει την αρνητική σειρά των αποτυχιών του CDU το 2016».

Στις 7 Μαΐου γίνονται εκλογές στο Σλέσβιγκ-Χόλσταϊν, όπου το αποτέλεσμα ίσως να είναι αμφίρροπο, όπως πιστεύει και ο σοσιαλδημοκράτης (SPD) πρωθυπουργός Τόστεν Άλμπιγκ, ο οποίος συγκυβερνά με τους Πράσινους και το τοπικό μειονοτικό κόμμα των Δανών Südschleswigschen Wählerverband (SSW). Kαι ο μεν Τ. Άλμπιγκ θα επιθυμούσε να συνεχίσει να ηγείται του ίδιου συνασπισμού μετά τις 7 Μαΐου, στις δημοσκοπήσεις όμως προηγείται ακόμα σαφώς το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα, ενώ και οι Φιλελεύθεροι (FDP) διεκδικούν διψήφιο ποσοστό και το ακροδεξιό λαϊκιστικό κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) βρίσκεται στο 6%. «Θα είναι ένας δύσκολος αγώνας μεταξύ CDU και SPD, ανεξαρτήτως του ποιος θα έρθει πρώτος», τονίζει ο κ. Άλμπιγκ στο ARD.

Τα πράγματα γίνονται πιο σοβαρά στις 14 Μαΐου με τις εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, το οποίο με 17,9 εκατ. κατοίκους είναι το πολυπληθέστερο κρατίδιο της Γερμανίας. Οι επονομαζόμενες και «μικρές εθνικές εκλογές», οι οποίες διεξάγονται 4 μήνες πριν από τις εθνικές (Σεπτέμβριος) αποτελούν ένα είδος βαρομέτρου γι’ αυτές, αφού συνήθως προοιωνίζονται το αποτέλεσμά τους. Οι δημοσκοπήσεις δεν δίνουν ακόμα σαφή εικόνα, δεδομένου ότι το κυβερνών σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της Χανελόρε Κραφτ, το οποίο συγκυβερνά με τους Πράσινους, ισοψηφεί με το αντιπολιτευόμενο χριστιανοδημοκρατικό υπό την ηγεσία του Άρμεν Λάσετ (λαμβάνουν και τα δύο 32%).

Τόσο ο μεγάλος συνασπισμός μεταξύ των δύο αυτών κομμάτων, όσο και η συνεργασία του ενός εξ αυτών με δύο άλλα μικρότερα, είναι πιθανά ως μετεκλογικά σενάρια. Σίγουρο είναι πάντως ότι αποκλείεται συνεργασία τους με το λαϊκιστικό-ξενοφοβικό ΑfD.

Ήττα του SPD θα ήταν ένας κακός οιωνός γα τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ, ο οποίος ούτε χτες αποκάλυψε αν θα είναι υποψήφιος καγκελάριος κατά τη συνάντησή του με την πρωθυπουργό της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας Χανελόρε Κραφτ. Αντίθετα νίκη του CDU θα έδινε αέρα στα πανιά της καγκελαρίου Ά. Μέρκελ.

Στα μέσα Σεπτεμβρίου γίνονται, τέλος, οι εθνικές εκλογές. Το κόμμα Εναλλακτική για τη Γεραμνία (ΑfD), το οποίο στην τελευταία δημοσκόπηση της dimap για λογαριασμό του ΑRD φτάνει, σε πανεθνικό επίπεδο, στο 15% (+2% σε σχέση με την αντίστοιχη του Δεκεμβρίου 2016), θα εισέλθει πανηγυρικά στην Μπούντεστακ, αλλά αβέβαιο παραμένει αν θα τα καταφέρει και το Φιλελεύθερο Κόμμα (FDP), δεδομένου ότι η ίδια δημοσκόπηση του δίνει μόνον 5%, δηλαδή το οριακό ποσοστό για να μπει στο Κοινοβούλιο. Εάν συμβεί αυτό, τότε θα εκπροσωπούνται για πρώτη φορά 7 κόμματα στην Μπούντεστακ και αυτό θα ανακατέψει πολύ την τράπουλα των μετεκλογικών συνδυασμών για τη συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού.

Το μεγάλο ατού του CDU παραμένει πάντως η ίδια η καγκελάριος Μέρκελ. Το κόμμα της, σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της dimap, θα ελάμβανε 37% , δηλαδή +2% σε σχέση με την αντίστοιχη δημοσκόπηση του Δεκεμβρίου 2016, ενώ το SPD 20%, δηλαδή -2%. Η Αριστερά παραμένει σταθερή στο 9%, οι Πράσινοι θα ελάμβαναν 9%, δηλαδή -2% σε σχέση με τον Δεκέμβριο.

Με βάση τα ποσοστά αυτά, το CDU θα εκαλείτο πρώτο να σχηματίσει κυβέρνηση με άλλα μικρότερα κόμματα, όπως των Πρασίνων και το FDP, εφόσον το δεύτερο μπει στη Βουλή, ή μόνο με τους Πράσινους ή μόνο με το FDP, εφόσον επαρκούν οι έδρες. Εάν αποτύχει, τότε θα κληθεί το SPD, το οποίο είτε θα πρέπει να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με το FDP και τους Πράσινους, είτε μια κοκκινο-κοκκινο-πράσινη κυβέρνηση. Αν αποτύχει, δεν απομένει παρά μόνο μία εναλλακτική, δηλαδή ο μεγάλος συνασπισμός που συγκυβερνά και σήμερα, υπό την καγκελάριο Μέρκελ βέβαια.