Εκ πρώτης όψεως ο Ρόμπερτ Χάνσεν ήταν ένας φιλήσυχος οικογενειάρχης με δύο παιδιά, ιδιοκτήτης ενός φούρνου στην Αλάσκα. Του άρεσε να πετάει με αεροπλάνο -είχε αγοράσει μάλιστα και το δικό του- και λάτρευε το κυνήγι.

Ο Ρόμπερτ όμως πίσω από το προσωπείο του καλού ανθρώπου έκρυβε έναν αδίστακτο δολοφόνο με το ψευδώνυμο «ο φούρναρης σφαγέας». Μεταξύ του 1971 και του 1983 ο Αμερικανός είχε απαγάγει, βιάσει και σκοτώσει τουλάχιστον 17 γυναίκες, ηλικίας από 16-41, στην πλειοψηφία τους πόρνες και χορεύτριες.

Ο τρόπος που της σκότωνε δεν ήταν απλός. Ο Χάνσεν οδηγούσε τα θύματά του στην εξοχή, τις άφηνε γυμνές στη φύση και όταν εκείνες προσπαθούσαν να του ξεφύγουν τις σκότωνε σαν άγρια ζώα, όπως ακριβώς έκανε και όταν εξασκούσε το χόμπι του.

Η δράση του ψυχωτικού δολοφόνου, που καταδικάστηκε σε 461 χρόνια φυλάκισης και τελικά πέθανε το 2014, μεταφέρθηκε το 2013 και στη μεγάλη οθόνη στην ταινία «Υπό το μηδέν» (The frozen ground), υπό το βλέμμα του σκηνοθέτη Σκοτ Γουόκερ, με τον Τζον Κιούζακ στον πρωταγωνιστικό ρόλο και το Νίκολας Κέιτζ στον αστυνόμο που τον καταδιώκει.

Τα πρώτα χρόνια της ζωής του Χάνσεν

alaska1

Ο Χάνσεν γεννήθηκε στην Αϊόβα το 1939 και ήταν γιος ενός δανού μετανάστη που έβγαζε τα προς το ζην ως φούρναρης. Στην εφηβεία του ήταν ένα πολύ ντροπαλό παιδί, γεμάτο ακμή και με τραυλισμό, δύο χαρακτηριστικά που τον στιγμάτισαν και στην ενήλικη ζωή του καθώς συχνά αποκαλούσε τον εαυτό του «ένα μεγάλο σπυρί».

Τα όμορφα κορίτσια στο σχολείο τον απέφευγαν και εκείνος μεγάλωσε μισώντας τα, ψάχνοντας τρόπους να τα εκδικηθεί για τον τρόπο που του συμπεριφέρονταν.

Το 1957 κατετάγη στο στρατό των ΗΠΑ, υπηρέτησε για ένα χρόνο και στη συνέχεια ξεκίνησε να εργάζεται ως εκπαιδευτής σε μία στρατιωτική ακαδημία στην πόλη Ποκαχόντας της Αϊόβας. Τότε ερωτεύτηκε μία κοπέλα την οποία παντρεύτηκε στη νεαρή ηλικία των 21 ετών.

Τα μπες-βγες στη φυλακή δεν άργησαν να έρθουν. Στις 7 Δεκεμβρίου 1960 συνελήφθη γιατί έβαλε φωτιά σε ένα γκαράζ, με αποτέλεσμα να φυλακιστεί για 20 μήνες, ενώ μέσα στη φυλακή δέχτηκε και αίτηση διαζυγίου. Τα επόμενα χρόνια φυλακίστηκε αρκετές φορές για κλοπές, το 1963 παντρεύτηκε τη δεύτερη γυναίκα του και το 1967 μετακόμισε στην πόλη Άνκορεϊτζ της Αλάσκας. Απέκτησαν δύο παιδιά, άνοιξε ένα φούρνο και ήταν ιδιαίτερα συμπαθής στους κατοίκους της πόλης. Είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής για τις ικανότητές του στο κυνήγι, με θηράματά του πρόβατα, λύκους και αρκούδες.

Οι δολοφονίες και η σύλληψη

alaska5

Λίγο μετά την μετακόμιση στην Αλάσκα ο Χάνσεν ξεκίνησε τις δολοφονίες. Στη δεκαετία του ’70 υπήρξε μια «εισβολή» από πόρνες, προαγωγούς, καλλιτέχνες και εμπόρους ναρκωτικών στην Αλάσκα καθώς η δημιουργία ενός αγωγού πετρελαίου πρόσφερε καλούς μισθούς στους εργάτες, χρήματα που μπορούσαν να σκορπίσουν σε διάφορες μορφές διασκέδασης. Πόρνες, χορεύτριες και συνοδοί πολυτελείας μπήκαν στο στόχαστρο του Χάνσεν, καθώς θεωρούσε ότι δύσκολα κάποιος θα τις αναζητούσε.

Κάθε φορά που η οικογένεια του Χάνσεν πήγαινε ταξίδι σε συγγενείς στην Αϊόβα εκείνος όργωνε τα μπαρ της Άνκορεϊτζ, αναζητώντας τα θύματά του. Συχνά πλήρωνε χορεύτριες για να κάνουν σεξ μαζί του. Τις οδηγούσε στο αμάξι του και με την απειλή πιστολιού τις έδενε, τις βίαζε σε μια απομονωμένη καλύβα και τις απελευθέρωνε. Είχε μάλιστα παραδεχτεί 30 βιασμούς.

alaska4

Όμως ο Χάνσεν δεν περιορίστηκε στους βιασμούς. Πολλές πόρνες ή χορεύτριες τις οδηγούσε με το ιδιωτικό του αεροπλάνο σε μια καλύβα μακριά από την πόλη. Εκεί τις ανάγκαζε να γδυθούν και στη συνέχεια τις άφηνε να τρέχουν μέσα στο δάσος, έχοντας την αυταπάτη ότι θα σωθούν. Όμως δεν εγκατέλειπε τις άρρωστες πράξεις του. Τις ακολουθούσε στο δάσος και με μια καραμπίνα στο χέρι τις σκότωνε, με τον ίδιο τρόπο που σκότωνε τα άγρια ζώα όταν κυνηγούσε.

Το 1980 βρέθηκε το πρώτο πτώμα από εργάτες κοντά σε κεντρικό δρόμο της πόλης και λίγο αργότερα ένα δεύτερο, αυτό της χορεύτριας Τζοάνα Μεσίνα. Ακολούθησε το τρίτο πτώμα μιας γυμνής γυναίκας σε ρηχό τάφο και η Αστυνομία άρχισε να υποψιάζεται ότι ένας κατά συρροή δολοφόνος δρούσε στην περιοχή. Αλλά ο Χάνσεν συνέχιζε να δολοφονεί τα θύματα του και μόνο τρία χρόνια αργότερα εντοπίστηκαν τα ίχνη του.

alaska6

Τον Ιούνιο του 1983 έβαλε στο στόχαστρο την ανήλικη στρίπερ Cindy Paulson, που έμελλε να είναι το θύμα που θα βοηθούσε τελικά στη σύλληψή του. Η 17χρονη, με την απειλή όπλου και αφού είχε πληρωθεί από το δολοφόνο για να του κάνει στοματικό έρωτα, οδηγήθηκε στο σπίτι του στην περιοχή Muldoon όπου υπέστη βασανιστήρια. Ο Χάνσεν τη βιάζε και την κράταγε αλυσοδεμένη για πολλές μέρες μέχρι να αποφασίσει να την οδηγήσει με το αεροπλάνο του στη γνωστή καλύβα που είχε οδηγήσει και τα υπόλοιπα θύματά του. Η Cindy, τη στιγμή που ο Χάνσεν ανεφοδίαζε το αεροπλάνο, δραπέτευσε από το αυτοκίνητο, αφήνοντας στο πίσω κάθισμα τα παπούτσια της, ως αποδεικτικό στοιχείο για το τι της είχε συμβεί. Τελικά κατάφερε να βγει στον κεντρικό δρόμο και να κάνει ωτοστόπ στον οδηγό μιας νταλίκας, πήγε στην Αστυνομία και κατέδωσε τον Χάνσεν.

Ο δολοφόνος εντοπίστηκε και οδηγήθηκε στην Αστυνομία όπου ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε την 17χρονη, που τον αναγνώρισε, ενώ δύο φίλοι του ορκίστηκαν ότι ο Ρόμπερτ ήταν μαζί τους όλο το απόγευμα. Ελλείψει στοιχείων αφέθηκε ελεύθερος. Οι αστυνομικοί όμως δεν έπαψαν να πιστεύουν ότι αυτός ήταν ο δολοφόνος που έψαχναν και ήταν αποφασισμένοι να το αποδείξουν.

alaska3

Με το εισαγγελικό ένταλμα στο χέρι μπήκαν στο σπίτι του και βρήκαν λαβράκι. Στη σοφίτα βρέθηκαν όπλα, οι ταυτότητες των γυναικών που είχε σκοτώσει, τα κοσμήματά τους που είχε κρατήσει ως τρόπαιο και ένας χάρτης με 26 τοποθεσίες που είχαν μαρκαριστεί με το γράμμα «Χ», που τελικά αποδείχτηκαν ότι ήταν οι τάφοι των θυμάτων.

alaska7

Ο Χάνσεν συνελήφθη και ομολόγησε ότι μέσα σε δέκα χρόνια είχε σκοτώσει 17 γυναίκες και είχε βιάσει άλλες 30. Κρίθηκε ένοχος μόνο για τέσσερις δολοφονίες και τελικά καταδικάστηκε σε 461 χρόνια φυλάκισης. Τον Αύγουστο του 2014 πέθανε σε ηλικία 75 ετών μέσα στο νοσοκομείο της πόλης Άνκορεϊτζ από μακροχρόνια προβλήματα υγείας.