Η Αμίνα Άλι, η νεαρή μαθήτρια από το Τσίμποκ που σώθηκε, αφού κρατήθηκε όμηρος επί δύο χρόνια από τους ισλαμιστές της Μπόκο Χαράμ στη Νιγηρία, σήμερα ζει υπό περιορισμό σε ένα σπίτι στην πρωτεύουσα Αμπούζα και η μητέρα της φοβάται ότι δεν θα ξαναγίνει ποτέ το κορίτσι που ήταν κάποτε.

Η Αμίνα και το μωρό που απέκτησε κατά τη διάρκεια της ομηρείας της εντοπίστηκαν και διασώθηκαν τον Μάιο κοντά στην Νταμπόα, στη βορειοανατολική Νιγηρία, από στρατιώτες που συνεργάζονται με μια τοπική πολιτοφυλακή.

Αφού συναντήθηκε με τον πρόεδρο Μουχαμαντού Μπουχάρι, με την ελπίδα ότι θα έδινε κάποιες πληροφορίες για την τύχη των περίπου 200 μαθητριών που αγνοούνται ακόμη, οδηγήθηκε σε ένα σπίτι όπου διαμένει στο πλαίσιο της «διαδικασίας αποκατάστασής» της, όπως υποστηρίζει η κυβέρνηση.

Ωστόσο, η μητέρα της, Μπίντα Άλι, που ζει μαζί της τους τελευταίους δύο μήνες, ανησυχεί για το μέλλον και την ευτυχία της.

«Πριν απαχθεί, ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές της», είπε η Μπίντα μιλώντας στο Thomson Reuters Foundation από το Τσίμποκ, όπου επέστρεψε για λίγες ημέρες για να υποβληθεί σε μια θεραπεία.

«Όμως τώρα φοβάται το σχολείο και θέλει να μένει κοντά μου στο σπίτι», είπε, προσθέτοντας ότι η Αμίνα της ζήτησε μια ραπτομηχανή για να ξεκινήσει μια δουλειά, ράβοντας ρούχα.

Η Μπίντα Άλι ανησυχεί επίσης από το γεγονός ότι ασκούνται πιέσεις στην κόρη της να παραμείνει μουσουλμάνα, ενώ ήταν χριστιανή και εξισλαμίστηκε από τους άνδρες της Μπόκο Χαράμ κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας της.

«Η ίδια η Αμίνα δεν θέλει να παραμείνει μουσουλμάνα», είπε, εξηγώντας ότι ένας μουσουλμάνος δάσκαλος την επισκέφθηκε πολλές φορές στο σπίτι και την προέτρεψε να μην ξαναλλάξει θρησκεία.

«Δεν ήθελε να τον δει», είπε η Μπίντα και ο δάσκαλος σταμάτησε τις επισκέψεις αφού η Αμίνα παραπονέθηκε για τις πιέσεις που της ασκούνταν.

Ο Γκάρμπα Σέχου, ένας εκπρόσωπος του Μπουχάρι, τόνισε ότι ο περιορισμός της Αμίνα στο σπίτι δεν έχει καμία σχέση με τη θρησκεία.

Οι άνδρες της Μπόκο Χαράμ απήγαγαν 219 μαθήτριες από το σχολείο τους στο Τσίμποκ τον Απρίλιο του 2014.

Ορισμένα από τα κορίτσια κατάφεραν να δραπετεύσουν όμως οι οικογένειες των αγνοούμενων κατηγόρησαν τον τότε πρόεδρο της Νιγηρίας Γκούντλακ Τζόναθαν, ότι δεν έκανε αρκετά για να σώσει τις κόρες τους.

Η Μπίντα είπε ότι σοκαρίστηκε ακούγοντας τις κακουχίες που έζησε η κόρη της. Η Αμίνα και άλλα κορίτσια λιμοκτονούσαν και είχαν κανέναν τρόπο για να μαγειρέψουν κάτι.

Κατέληξαν να χορτάσουν την πείνα τους τρώγοντας ωμά φασόλια και καλαμπόκι. «Δεν μπορώ ούτε να φανταστώ πώς γίνεται ένας άνθρωπος να τρώει ωμό καλαμπόκι και φασόλια, σαν τις κατσίκες», είπε η μητέρα του κοριτσιού.

Σύμφωνα με την Αμίνα, κάποιες από τις συμμαθήτριές της πέθαναν κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας, άλλες υπέστησαν κατάγματα ή κουφάθηκαν από εκρήξεις.

Η Αμίνα όρκισε τη μητέρα της να μην πει τίποτα από όλα αυτά στις άλλες οικογένειες στο Τσίμποκ. «Αφότου επέστρεψα, οι άλλοι γονείς ήρθαν να με επισκεφθούν. Όμως δεν τους είπα τίποτα, μολονότι γνωρίζω κάποιους από αυτούς που οι κόρες τους πέθαναν», είπε η Μπίντα.

Παρ’ ότι φοβάται για το μέλλον της Αμίνα, η Μπίνα Άλι αισιοδοξεί ότι τελικά θα τα καταφέρει. «Στην αρχή ήταν πολύ φοβισμένη», είπε, εξηγώντας ότι η Αμίνα παραμιλούσε στον ύπνο της τις νύχτες. «Ομως τώρα, κοιμάται βαθιά. Δεν φοβάται πια», κατέληξε.