Η Ρωσία ζήτησε σήμερα να υπάρξει εκεχειρία 72 ωρών από την Πέμπτη ανάμεσα στην κυβέρνηση και στην αντιπολίτευση στην Νταράγια και στην Ανατολική Γούτα, δύο περιοχές όπου οι μάχες συνεχίζονται παρά την εκεχειρία που εγκαθιδρύθηκε στις 27 Φεβρουαρίου.

«Προκειμένου να σταθεροποιηθεί η κατάσταση, η Ρωσία καλεί σε εκεχειρία 72 ωρών στην Νταράγια και στην Ανατολική Γούτα» αρχής γενομένης την Πέμπτη, δήλωσε ο διευθυντής του ρωσικού κέντρου συντονισμού στη Συρία Σεργκέι Κουραλένκο, σύμφωνα με ανακοίνωση του υπουργείου Άμυνας που δόθηκε στη δημοσιότητα τη νύχτα της Δευτέρας προς Τρίτη.

Ο Κουραλένκο κάλεσε επίσης εκ νέου τη συριακή αντιπολίτευση να αποσυρθεί από τις περιοχές που ελέγχουν οι τζιχαντιστές του Μετώπου αλ-Νόσρα. Σύμφωνα με τον ίδιο, οι ένοπλες ομάδες που είναι παρούσες στην Ανατολική Γούτα και στα προάστια της Δαμασκού έχουν ανασυνταχθεί και επανεξοπλιστεί και ετοιμάζονται να περάσουν στην αντεπίθεση.

«Αυτά τα συμπεράσματα και αυτές οι εκτιμήσεις επιβεβαιώθηκαν από τα συνεχή πυρά που δέχεται ο συριακός στρατός στην Ανατολική Γούτα και στις συνοικίες της Δαμασκού», είπε.

Όσον αφορά την περιοχή του Χαλεπιού (βόρεια Συρία) το Αλ-Νόσρα έχει συγκεντρώσει μια ομάδα 6.000 μαχητών προκειμένου να εξαπολύσει ευρεία επίθεση με σκοπό να παγιδεύσει τις κυβερνητικές δυνάμεις στην πόλη, δήλωσε ο Κουραλένκο.

Η Νταράγια, που βρίσκεται 10 χλμ. νοτιοδυτικά της Δαμασκού, είναι μία από τις πόλεις που πολιορκούνται επί μακρόν, με το καθεστώς να προσπαθεί από τα τέλη του 2012, χωρίς επιτυχία, να ανακαταλάβει τη στρατηγικής σημασίας περιοχή από τους αντάρτες.

Τη Δευτέρα (χθες) η Ουάσινγκτον κάλεσε τη Μόσχα να ασκήσει πίεση στη συριακή κυβέρνηση ώστε να σταματήσουν οι βομβαρδισμοί εναντίον των ανταρτών και των αμάχων στο Χαλέπι και γύρω από τη Δαμασκό.

Εξάλλου, ο αμερικανός απεσταλμένος για τη Συρία Μάικλ Ράτνεϊ κάλεσε τους αντάρτες να μην παραβιάσουν την προσωρινή εκεχειρία που έχει τεθεί σε εφαρμογή στην επαρχία της Δαμασκού.

Την Κυριακή, περίπου τριάντα οργανώσεις ανταρτών ζήτησαν την άμεση επέμβαση της Ουάσινγκτον και της Μόσχας προκειμένου να σταματήσουν μέσα σε 48 ώρες οι επιθέσεις του κυβερνητικών δυνάμεων εναντίον της Νταράγια και στην ανατολική περιοχή της Δαμασκού, λέγοντας ότι θα ανταποδώσουν με «όλα τα μέσα» αν δεν σταματήσουν οι επιχειρήσεις της κυβέρνησης.

Σε ανακοίνωση που δημοσιοποιήθηκε αργά χθες βράδυ στον λογαριασμό της πρεσβείας των Ηνωμένων Πολιτειών στο Twitter, ο Ράτνεϊ κάλεσε τους αντάρτες να συνεχίσουν να τηρούν την εκεχειρία που επιτεύχθηκε με πρωτοβουλία της Ουάσινγκτον, που υποστηρίζει την αντιπολίτευση, και της Μόσχας, συμμάχου της Δαμασκού.

«Καλούμε τις ένοπλες ανταρτικές ομάδες να συνεχίσουν να στέλνουν αναφορές για τις παραβιάσεις (της εκεχειρίας) στα Ηνωμένα Έθνη και να υποστηρίξουν ξεκάθαρα, όπως πολλοί από εμάς, ότι συνεχίζετε να τηρείτε την εκεχειρία», αναφέρει το κείμενο.

Παραδεχόμενος πως η «εκεχειρία υφίσταται τεράστιες πιέσεις», ο Ράτνεϊ εκτίμησε ωστόσο πως «η εγκατάλειψή της θα ήταν στρατηγικό λάθος».

«Συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες σας και τις έχουμε αναφέρει σήμερα απευθείας στους ρώσους υψηλόβαθμους αξιωματούχους», αναφέρει στην ανακοίνωσή του.

«Όμως δεν νομίζουμε πως η εγκατάλειψη της εκεχειρίας θα εξυπηρετούσε τις ένοπλες ομάδες ή τους χιλιάδες απλούς Σύρους που υφίστανται τις βίαιες επιθέσεις του καθεστώτος (του προέδρου Μπασάρ αλ-Άσαντ) και εκείνων που τον υποστηρίζουν», ανέφερε ο Ράτνεϊ.

«Αν οι ένοπλες ομάδες αποσυρθούν από τη συμφωνία εκεχειρίας, ο Άσαντ και οι υποστηρικτές θα πουν ότι αυτό τους δίνει το πράσινο φως για να επιτεθούν σε όλες τις δυνάμεις της αντιπολίτευσης, χωρίς η διεθνής κοινότητα να μπορεί να διαμαρτυρηθεί», γράφει ακόμη ο αμερικανός απεσταλμένος.

Στο μεταξύ, oι φονικές επιθέσεις που έπληξαν χθες δύο προπύργια των κυβερνητικών δυνάμεων προκάλεσαν τουλάχιστον 154 θανάτους, σύμφωνα με νεότερο απολογισμό που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα το Συριακό Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Ο απολογισμός μπορεί να αυξηθεί καθώς ορισμένοι από τους περίπου 300 τραυματίες βρίσκονται σε κρίσιμη κατάσταση, είπε ο διευθυντής του Παρατηρητηρίου Ράμι Αμπντέλ Ραχμάν.

Χθες βράδυ, το Παρατηρητήριο είχε κάνει λόγο για 148 νεκρούς από σειρά επιθέσεων στην Ταρτούς και στην Τζαμπλέ, την ευθύνη για τις οποίες ανέλαβε η οργάνωση Ισλαμικό Κράτος.

Τα θύματα είναι σχεδόν στην πλειονότητά τους άμαχοι, ανάμεσά τους τουλάχιστον οκτώ παιδιά, τέσσερις γιατροί και νοσηλευτικό προσωπικό, καθώς και φοιτητές πανεπιστημίου, σύμφωνα πάντα με τη μη κυβερνητική οργάνωση.

Οι επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν από καμικάζι ή με τη χρησιμοποίηση παγιδευμένων αυτοκινήτων σε δύο πόλεις που κατοικούνται κυρίως από αλαουίτες, τη μειονότητα στην οποία ανήκει ο αρχηγός του κράτους Μπασάρ αλ Άσαντ.

Το ΙΚ ανέφερε σε ανακοίνωσή του ότι πραγματοποίησε αυτές τις επιθέσεις ως απάντηση στους βομβαρδισμούς που εξαπέλυσαν το καθεστώς και οι ρώσοι σύμμαχοί του στη Συρία και προειδοποίησε για «χειρότερα» αντίποινα.

Η συριακή κυβέρνηση απέδωσε την ευθύνη για τις επιθέσεις στη Σαουδική Αραβία, στην Τουρκία και στο Κατάρ, τους αντιπάλους της στην περιοχή αφότου ξεκίνησε ο πόλεμος το 2011. «Αυτές οι τρομοκρατικές επιθέσεις αντιπροσωπεύουν μια επικίνδυνη κλιμάκωση εκ μέρους των καθεστώτων του μίσους και του εξτρεμισμού του Ριάντ, της Άγκυρας και της Ντόχα και με σκοπό να αποτύχει η συμφωνία εκεχειρίας» στη Συρία, αναφέρει η συριακή κυβέρνηση σε επιστολές που απηύθυνε προς τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Μπαν Κι-μουν και το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ.

Οι επιθέσεις προκάλεσαν διεθνή καταδίκη με τις Ηνωμένες Πολιτείες να κάνουν λόγο για «φρικτές επιθέσεις».