Οι αιτούντες άσυλο θα έχουν πρόσβαση στην αγορά εργασίας του Βελγίου τέσσερις μήνες μετά την άφιξή τους στη χώρα, δηλαδή δύο μήνες νωρίτερα απ’ ό,τι προβλεπόταν μέχρι σήμερα, ανακοίνωσε σήμερα ο βέλγος υπουργός Απασχόλησης Κρις Πίτερς, εκθειάζοντας το πνεύμα «πρωτοβουλίας», «την ενέργεια» και την «επιμονή» των προσφύγων.

Η απόφαση, την οποία έλαβε η δεξιά κυβέρνηση του πρωθυπουργού Σαρλ Μισέλ, επικυρώνει μια συμφωνία στην οποία είχαν καταλήξει προηγουμένως οι εργοδοτικές ενώσεις και τα συνδικάτα.

«Τέσσερις μήνες μετά την άφιξη και την καταγραφή τους στο Βέλγιο, οι αιτούντες άσυλο θα μπορούν κιόλας να εντάσσονται στην αγορά εργασίας, Μέχρι τώρα το διάστημα αυτό ήταν έξι μήνες», υπογραμμίζει σε μια ανακοίνωση ο υπουργός Κρις Πίτερς.

«Οι άνθρωποι που φεύγουν από τον πόλεμο ή τις διώξεις δείχνουν ενέργεια, πρωτοβουλία και επιμονή. Πολλοί ανάμεσά τους έχουν κάνει κάποια εκπαίδευση. Το ταχύτερο που μπορούν να αρχίσουν δουλειά, το καλύτερο για την ενσωμάτωσή τους και με αυτό τον τρόπο θα συμβάλουν επίσης στην κοινωνική ασφάλιση», πρόσθεσε ο υπουργός, επικεφαλής των φλαμανδών Χριστιανοδημοκρατών που συμμετέχουν στον κυβερνητικό συνασπισμό.

«Είτε η σύγκρουση θα λάβει τέλος, και θα μπορέσουν να θέσουν τα ταλέντα τους προς όφελος της δικής τους χώρας, είτε θα μείνουν εδώ για ένα μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, θα αποτελέσουν επίσης επένδυση για την κοινωνία μας», εξήγησε ο Πίτερς.

Η κυβέρνηση είχε καλέσει στα τέλη Αυγούστου τις 589 κοινότητες της χώρας να προτείνουν επιπρόσθετους χώρους υποδοχής των προσφύγων. Όμως μόνο περίπου εκατό από αυτές «έδειξαν ενδιαφέρον», σύμφωνα με τις υπηρεσίες του υφυπουργού Ασύλου και Μετανάστευσης, Τέο Φράνκεν, τις οποίες επικαλείται ο βελγικός τύπος.

Το Βέλγιο μελετά επίσης μέτρα που θα καθιστούν πιο δύσκολη την πρόσβαση ή την παραμονή στη βελγική επικράτεια, αυστηροποιώντας κυρίως τους κανόνες για την οικογενειακή επανένωση, δήλωσαν υπουργοί μετά το τέλος της εβδομαδιαίας συνεδρίασής τους.