Οι βιαιότητες εναντίον υπερασπιστών των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των δημοσιογράφων συνεχίστηκαν κατά το 2010 στη Ρωσία και οι υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις έμειναν κενό γράμμα, ιδιαίτερα όσον αφορά την αστυνομία, η οποία παραμένει διεφθαρμένη και τυραννική, σύμφωνα με έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας.
Η οργάνωση επισημαίνει ότι οι έρευνες για τους άγριους ξυλοδαρμούς το Νοέμβριο του δημοσιογράφου Όλεγκ Κασίν και ενός ακτιβιστή της αντιπολίτευσης σε προάστιο της Μόσχας δεν έχουν ακόμη ολοκληρωθεί. Η Αμνηστία υπογραμμίζει ότι οι υποσχέσεις του προέδρου Ντμίτρι Μεντβέντεφ να «νοικοκυρέψει» το δικαστικό σύστημα και τη διεφθαρμένη αστυνομία δεν είχαν το προσδοκώμενο αποτέλεσμα, παρά την υιοθέτηση μεταρρυθμίσεων.
«Σε όλη τη Ρωσία, υπάρχουν συχνές αναφορές για περιπτώσεις βασανιστηρίων και κακομεταχείρισης από τις δυνάμεις της τάξης συχνά για να αποσπασθούν ομολογίες ή χρήματα», αναφέρεται στην έκθεση.
Η Διεθνής Αμνηστία αναφέρει ως παράδειγμα των πολιτικών πιέσεων που ασκούνται επί του δικαστικού συστήματος την καταδίκη το Δεκέμβριο του πρώην μεγιστάνα του πετρελαίου Μιχαήλ Χοντορκόφσκι, ο οποίος πρόκειται να μείνει στη φυλακή ως το 2017 μετά την καταδίκη του σε δεύτερη δίκη.
Η οργάνωση κατηγορεί επίσης τη Μόσχα ότι στέλνει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις ελευθερίες, καθώς, ενώ οι επίσημες δηλώσεις έχουν αλλάξει και ο ακτιβισμός αυξάνεται, η αστυνομική καταστολή διαδηλωτών και οι επιθέσεις εναντίον δημοσιογράφων συνεχίζονται μέσα σε κλίμα ατιμωρησίας.
Σύμφωνα με την Επιτροπή για την Προστασία των Δημοσιογράφων, που έχει την έδρα της στη Νέα Υόρκη από το 2000 έχουν σημειωθεί 19 ανεξιχνίαστοι φόνοι δημοσιογράφων στη Ρωσία περιλαμβανομένου του φόνου, το 2006, της Άννας Πολιτκόφσκαγια, η οποία επέκρινε το Κρεμλίνο.