Μέσα σε ένα κλίμα γενικότερης αβεβαιότητας κλυδωνίζονται τόσο οι σχέσεις Δύσης-Ρωσίας, με κύριο πεδίο αντιπαράθεσης την Ουκρανία, όσο και η ρωσική οικονομία, από την πτώση της τιμής του πετρελαίου και τις δυτικές κυρώσεις. Και στις δύο περιπτώσεις επιβεβαιώνεται η αδυναμία ορθής διαχείρισης από πλευράς όλων των εμπλεκομένων. Όμως, ο βαθμός επίδρασης στα συμφέροντα του κάθε δρώντα είναι διαφορετικός. 


 
 Γράφει ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης*

Η Ρωσία εξαρτά σχεδόν 50% των εσόδων της και περίπου 25% του ΑΕΠ της από τις εξαγωγές υδρογονανθράκων. Παραμένει μία συγκεντρωτική οικονομία, που ελάχιστα έχει διαφοροποιηθεί με την ανάπτυξη επιπλέον παραγωγικών δυνατοτήτων. Η Μόσχα απέχει από τις τεχνολογίες αιχμής και την καινοτομία, με αποτέλεσμα να έχει σημαντική εξάρτηση από τεχνογνωσία και αντίστοιχα κεφάλαια του εξωτερικού. Ακόμη και στον προνομιακό τομέα, της ενέργειας, η εκμετάλλευση νέων πεδίων, με πιο εξελιγμένες και λιγότερο χρονοβόρες μεθόδους, συναντά δυσκολίες χωρίς τη συνδρομή από το εξωτερικό.

Παράλληλα, η χώρα δεν έχει ακολουθήσει το υπόδειγμα του κινεζικού κρατικού καπιταλισμού, δυσχεραίνοντας την πρόσβαση εταιρειών εκτός Ρωσίας, τον εγχώριο ανταγωνισμό, καθώς και την προσέλκυση σημαντικών επενδύσεων (στη βάση του μεγέθους της). Η λειτουργία των κρατικών εταιρειών ελέγχεται από στελέχη που πρόσκεινται στο καθεστώς (συνήθως άπειρους στο επιχειρείν), ενώ η πλειοψηφία των υπολοίπων που θέλουν να «επιβιώσουν» καλούνται να δώσουν διαπιστευτήρια καλών προθέσεων έναντι του Κρεμλίνου.

Από την άλλη, η σημερινή Ρωσία, εν αντιθέσει με το πρόσφατο παρελθόν, βρίσκεται σε συγκριτικά υγιή δημοσιονομικά κατάσταση, παρουσιάζει συστηματικά πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο, έχει πολλαπλασιάσει τις δυνατότητες των αποθεματικών της (μέχρι πρότινος, άνω των 400 δισ. δολαρίων), το ΑΕΠ της έχει εξαπλασιαστεί μέσα σε 15 χρόνια, ενώ το κατά κεφαλήν εισόδημα έχει επταπλασιαστεί το ίδιο διάστημα. Ο ρωσικός λαός, μαθημένος στις δυσκολίες, στην πλειοψηφία του γνωρίζει να πειθαρχεί και να αντέχει τις δυσάρεστες αποφάσεις των κυβερνώντων.

Παράλληλα, η Ρωσία προωθεί ή συμμετέχει σε πρωτοβουλίες αμφισβήτησης της αμερικανικής πρωτοκαθεδρίας στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα (π.χ. Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα από Brics vs της Παγκόσμιας Τράπεζας), εγκαθιδρύει θεσμούς παγίωσης της οικονομικής της επιρροής στον μετασοβιετικό χώρο (Ευρασιατική Ένωση), εμφανίζεται να υπονομεύει την ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας, με την προσάρτηση/προσχώρηση της Κριμαίας, και τέλος αρχίζει να αποστασιοποιείται από τη Δύση στο κομβικό ζήτημα της ενέργειας.

Μέσα σε ένα περιβάλλον αντιθέσεων, ΗΠΑ και ΕΕ πιέζουν οικονομικά την ευάλωτη Ρωσία, με απροσδιόριστο στόχο προσώρας. Υπάρχουν χώρες (Βαλτικές, Ανατολικές, Βρετανία) που δείχνουν να επιχαίρουν για τις μειωμένες αντοχές της ρωσικής οικονομίας στα πλήγματα των κυρώσεων. Κάποιοι κύκλοι, μάλιστα, πιθανόν να συγχέουν την αποτελεσματικότητα χρήσης ενός εργαλείου με το ευρύτερο διακύβευμα. Κοντολογίς, επιθυμούν την αποδυνάμωση της Μόσχας όχι μόνο ως προσωρινή τιμωρία αλλά ως μόνιμη κατάσταση, προκειμένου να ικανοποιήσουν βλέψεις και συμφέροντα.

Η εδραίωση της επιρροής Πούτιν, μεταξύ άλλων, χάρη και στην αλματώδη οικονομική ανάπτυξη, με την ανυπαρξία θεσμών ελέγχου, την ποινικοποίηση της αντίθετης άποψης και τη χειραγώγηση των ΜΜΕ υπογραμμίζουν τη δυσκολία του εγχειρήματος υπονόμευσης εκ των έσω. Η αίσθηση ότι η αύξηση της τιμής των αγαθών ή οι επικείμενες περικοπές δημιουργούν συνθήκες αμφισβήτησης του Ρώσου προέδρου χωρίς να απέχει από την πραγματικότητα, δεν διασφαλίζει απαραίτητα το «επιθυμητό» αποτέλεσμα.

Το σύστημα Πούτιν γνωρίζει πως να αξιοποιεί το χαρτί της εξωτερικής απειλής, συσπειρώνοντας με εθνικιστικές κορώνες τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας, η οποία, πάντως, υπό συνθήκες παρατεταμένης εσωτερικής αστάθειας μπορεί να επιδείξει μικρότερη ανοχή έναντι ενεργειών της εξωτερικής πολιτικής που έχουν αρνητικό αντίκτυπο στο εσωτερικό. Σε αυτή την περίπτωση, πολλώ δε μάλλον αν οι εξελίξεις στην Ουκρανία καταδείξουν υποχώρηση από πλευράς Ρωσίας, θα αρχίσει να μεταφέρεται η πίεση προς τον ένοικο του Κρεμλίνου.

Από την άλλη, η ρωσική οικονομία έχει χρονικές αντοχές, που διευρύνονται από την ευχέρεια κινήσεων περιορισμού του αντίκτυπου της υφιστάμενης κρίσης από πλευράς Κεντρικής Τράπεζας και συναρμόδιων αρχών, ακόμη και με αμφιλεγόμενο τρόπο, ή χρήσης μέρους του μεγάλου αποθεματικού, ενώ ιδιαίτερα επιβοηθητική κρίνεται και η προθυμοποίηση της Κίνας να συμβάλλει μέσω της νομισματικής ανταλλαγής και της χρήσης του γουάν στις εμπορικές συναλλαγές.

Άρα, η άσκηση οικονομικής πίεσης στη Μόσχα δρέπει μεν καρπούς, ωστόσο, ενδέχεται να μην έχει ολοκληρωτικό αποτέλεσμα προτού οι ζημιές αρχίζουν να «ακουμπούν» πολλές ευρωπαϊκές οικονομίες, εξαναγκάζοντας ορισμένα κράτη-μέλη να πιέσουν προς την αναθεώρηση των κυρώσεων.

Αν η σκοπιμότητα των μέτρων έναντι της Ρωσίας συνίσταται στην ευρύτερη εξασθένιση της σε περισσότερα μέτωπα, τότε κινδυνεύουμε να διολισθήσουμε σε ένα συγκρουσιακό φαύλο κύκλο με εκατέρωθεν καχυποψία, προειδοποιήσεις, αντεγκλήσεις και αντίμετρα, όπου η ουσία θα θυσιαστεί στο βωμό των εντυπώσεων, εφόσον σε ένα τέτοιο καθεστώς θα υπάρξουν μόνο χαμένοι. Συν του ότι με αυτό τον τρόπο αφενός ενισχύονται οι ρεβιζιονιστικές τάσεις της Μόσχας, αφετέρου η τελευταία οδηγείται στην αγκαλιά του Πεκίνου και δη με δυσμενείς για αυτή όρους.

* Ο Δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων

Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr