Όταν το 1971 ο Φασμπίντερ έγραφε το «Ελευθερία στη Βρέμη» σίγουρα δεν γνώριζε πως και η ελληνική δικογραφία έχει φιλοξενήσει κατά διαστήματα παρόμοιες περιπτώσεις ειδεχθών εγκλημάτων δράστες των οποίων υπήρξαν γυναίκες υπεράνω πάσης υποψίας. Το μυθιστόρημα πραγματεύεται την αληθινή ιστορία μια θεοσεβούς συζύγου και μητέρας η οποία αφού δηλητηρίασε 15 άτομα του οικείου περιβάλλοντός της, καταδικάστηκε σε θάνατο και αποκεφαλιστηκε.

Γράφει η Νίκη Παπάζογλου

Η ιστορία της Βρέμης βέβαια παρουσιάζει πολλά κοινά με τις ιστορίες ελληνικών πόλεων οι οποίες γέννησαν ή φιλοξένησαν τις ελληνίδες Φραγκογιαννούδες που σαν σε μυθιστόρημα δηλητηρίασαν τα θύματά τους. Ποιες είναι όμως οι ελληνικές περιπτώσεις όπου οι φόνισσες με το δηλητήριο εξόντωσαν μέλη του οικείου περιβάλλοντός τους και ποια τα κίνητρα που συμπλήρωσαν τις δικογραφίες τους;

Μαρία Σαμπανιώτη : Η Φαρμακούλα

Η πιο σύγχρονη των υποθέσεων που πήρε παροιμιώδεις διαστάσεις απασχολώντας για καιρό την κοινή γνώμη και τα μέσα ενημέρωσης είναι αυτή της Μαρίας Σαμπανιώτη ή αλλιώς Φαρμακούλας, όπου τον Ιανουάριο του 1992 δηλητηρίασε 7 άτομα, 3 εκ των οποίων απεβίωσαν. Όπλο του εγκλήματος αποτέλεσαν τα τηγανόψωμα που πρόσφερε η ίδια στα θύματά της με ζύμη εμποτισμένη με παραθείο.

Ήταν Σάββατο , 18 Ιανουαρίου 1992, όταν αργά το απόγευμα μεταφέρονται εσπευσμένα στο νοσοκομείο «Μεταξά» του Πειραιά και στο Γενικό Κρατικό Νίκαιας, 7 άτομα σε κρίσιμη κατάσταση λόγω τροφικής δηλητηρίασης. Τα θύματα ήταν τα μέλη δύο οικογενειών, της οικογένειας Μουστόπουλου και της οικογένειας Κληματσά. Ο 60χρονος Θόδωρος Μουστόπουλος, η 57χρονη συζύγος του Ελένη, ο 33χρονος γιος του Κώστας, καθώς επίσης και η 46χρονη Ειρήνη Κληματσά και ο 24χρονος γιος της Αντώνης μαζί με δύο γείτονες τους, τον Γιάννη και τον Σουλτάν Μουρατπάγιεφ.

Όλοι είχαν δοκιμάσει από τα τηγανόψωμα ή από το ψωμί που είχε παρασκευάσει και προσφέρει στις οικογένειες, η 56χρονη Μαρία Σαμπανιώτη, η οποία διέμενε με την οικογένεια της , τον άντρα της και τις δύο τις κόρες, μερικά τετράγωνα πιο κάτω.

Μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε από το Τοξικολογικό Εργαστήριο του Πανεπιστημίου Αθηνών σε υπολείμματα της ζύμης που χρησιμοποιήθηκε για το ψωμί και για τα τηγανόψωμα διαπιστώθηκε πως υπήρχαν παράμετροι φωσφορικών εστέρων που χρησιμοποιούνται στο παραθείο, το οποίο ανιχνεύτηκε ανιχνεύτηκε επίσης και στον οργανισμό των θυμάτων. Το γεγονός πως οι έλεγχοι στο αλεύρι που είχε σταλεί από τον πατέρα της Σαμπανιώτη δεν έδειξαν την ύπαρξη χημικών ουσιών, βεβαίωσε τις αρχές πως το παραθείο είχε προστεθεί κατά την παρασκευή της ζύμης κατά πάσα πιθανότητα από την ίδια.

Μετά την γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων, η Μαρία Σαμπανιώτη οδηγείται στο Αστυνομικό Τμήμα Περιστερίου. Τόσο κατά την προανακριτική εξέταση, όσο και μπροστά στους δημοσιογράφους η Σαμπανιώτη αρνείται οποιαδήποτε σχέση με την υπόθεση, δηλώνοντας χαρακτηριστικά πως δεν γνώριζε πως βρέθηκε το δηλητήριο στη ζύμη που η ίδια παρασκεύασε για τις φιλικές οικογένειες.

«Εγώ ζύμωσα κανονικά, όπως κάνω κάθε φορά. Δεν είμαι νέα νοικοκυρά. Ξέρω να κάνω σωστά τη δουλειά μου. Δεν μπορώ να μπερδέψω το αλάτι με το δηλητήριο. Πήγα να κάνω ένα καλό και πώς μπλέχτηκα θεέ μου έτσι;» ήταν οι δηλώσεις της σύμφωνα με δημοσιεύματα της εποχής. Στην απολογία της υποστήριξε άλλωστε πως η ζύμη είχε παρασκευαστεί για την οικογένειά της και κάποιος έριξε το δηλητήριο όταν εκείνη έφυγε για λίγο από το σπίτι για να πάει για ψώνια.

«Το παιδί μου από νωρίς μου είχε πει να βγούμε για ψώνια αλλά εγώ το είχα ξεχάσει. Έτσι άρχισα να φτιάχνω τη ζύμη και μάλιστα κάποια στιγμή πετάχτηκα στο σούπερ μάρκετ για να πάρω κάποιο υλικό, αφήνοντας πίσω μου ανοιχτή την πόρτα. Αμέσως μόλις γύρισα, έπιασα πάλι τη ζύμη και τότε εμφανίστηκε η κόρη μου και μου θύμισε ότι θα έπρεπε να βγούμε στα μαγαζιά. Για να μη χαλάσει το ζυμάρι, το πήγα εγώ η ίδια στην οικογενειακή μας φίλη Ελένη Μουστοπούλου και της είπα: Ελένη, πάρε εσύ αυτό το κομμάτι κι εγώ θα πάρω από τον φούρνο μαγιά για να φτιάξω άλλο ζυμάρι για μένα, το βράδυ. Εκείνη με ευχαρίστησε κι έφυγα. Το υπόλοιπο τμήμα του ζυμαριού το πήγα στην Ειρήνη Κληματσά για να φτιάξει κι εκείνη ψωμί».

Μάλιστα ως υπαίτια κατονόμασε την γειτόνισσά της Αγάπη Κορασίδου και για την κόρη της Ελισάβετ, η οποία όμως διαπιστώθηκε πως τη μέρα εκείνη βρισκόταν στην Κόρινθο.

Κατά την διερεύνηση της υπόθεσης , οι πληροφορίες που συγκέντρωσαν οι αστυνομικές αρχές απέδειξαν πως η Σαμπανιώτη όχι μόνο ήταν η κύρια ύποπτος αλλά είχε και κίνητρο αντεκδίκησης : οι οικογένειες είχαν αρνηθεί να παντρέψουν τους γιούς τους με τις κόρες της.

«Ήρθαμε από τη Ρωσία πριν από δέκα μήνες και εγκατασταθήκαμε στο Περιστέρι.Η Μαρία ερχόταν σχεδόν κάθε μέρα στο σπίτι κι από την αρχή μου είχε πει πως ήθελε τον γιο μου, τον Κώστα, για γαμπρό της. Μου έφερε και νήμα για να φτιάξω μπλούζα στην κόρη της. Της είπα ότι ήταν πολύ νωρίς για γάμους. Εμείς δεν είχαμε ούτε έναν χρόνο στην Ελλάδα. Εκείνη την ημέρα, λοιπόν, είχε έρθει για να δει πώς πάει η μπλούζα και για να μ’ ευχαριστήσει μου έφερε τη ζύμη για να φτιάξω τηγανόψωμα για τα παιδιά. Ο γιος μου είχε καλεσμένους δύο φίλους του από τη Ρωσία, τους Σουλτάν και Γιάννη. Κατά τις 4 αρχίσαμε να τρώμε και κατά τις 5 πέσαμε όλοι κάτω σαν κοτόπουλα» δήλωνε η 57χρονη Μουστοπούλου, κατά την επίσκεψη των δημοσιογράφων στην παθολογική κλινική του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου που βρισκόταν. Παρόμοιο ήταν το περιεχόμενο των καταθέσεων ‘ολων των θυμάτων και κατά την διάρκεια της δίκης.

«Ήθελε να μας δηλητηριάσει γιατί δεν θέλαμε την κόρη της για νύφη. Όλο δώρα μας έκανε. Μου έκανε εντύπωση ότι το χρώμα του ψωμιού ήταν μπλε και ότι φούσκωσε πάρα πολύ» δήλωνε η Μουστοπούλου.

Λίγη ώρα μετά από εκείνη τη συνάντησή της με τους δημοσιογράφους, ο σύζυγός της Μουστοπούλου, Θόδωρος, άφηνε την τελευταία του πνοή στην εντατική μονάδα του Γενικού Κρατικού. Στις 6 Μαΐου, τη μάχη με το θάνατο έχασε, επίσης, η Ειρήνη Κληματσά και έναν μήνα αργότερα -στις 7 Ιουνίου- ο 24χρονος γιος της Αντώνης. Και οι δύο ήταν ομογενείς από το Καζακστάν και είχαν έρθει οικογενειακώς στην Ελλάδα, λίγο καιρό πριν. Τα θύματα της δηλητηριασμένης ζύμης είχαν φτάσει, πλέον, τα τρία.

Μετά το πέρας της απολογίας η Σαμπανιώτη κρίθηκε προφυλακιστέα ως ιδιαίτερα επικίνδυνη και διετάχθη η προφυλάκισή της στις Φυλακές Κορυδαλλού.  Η πρωτοβάθμια δίκη για την υπόθεση ξεκίνησε στις 7 Απριλίου 1993 ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αθηνών.

Στη διάρκεια της απολογία της, η δράστις επέμεινε στην αθωότητά της και υποστήριξε πως δεν έχει καμία σχέση με τη δηλητηρίαση των επτά και τον θάνατο των τριών γειτόνων της. «Ο θεός είναι από πάνω κι αν λέω ψέματα να με κάψει! Λυπάμαι για τις τρεις ψυχούλες που έφυγαν. Δεν τους το έκανα εγώ αυτό το κακό! Και με τις δύο οικογένειες είχα πάρα πολύ καλές σχέσεις».

Παρά τους ισχυρισμούς της, στις 3 Μαΐου, το δικαστήριο κρίνει την Σαμπανιώτη ένοχη, χωρίς να της αναγνωρίσει κανένα ελαφρυντικό και την καταδικάζει σε τρεις φορές σε ισόβια και επιπλέον 25 χρόνια κάθειρξη, η μεγαλύτερη ποινή που είχε επιδικαστεί σε γυναίκα τις τελευταίες δεκαετίες. Στο άκουσμα της ποινής η Σαμπανιώτη λυποθυμά και μεταφέρεται στην κλινική των Φυλακών Κορυδαλλού.

Σε συνέντευξή που δίνει μέσα από τις φυλακές βεβαιώνει πως οι συγκρατούμενές της αγαπούν τα φαγητά που τους μαγειρεύει ενώ ταυτόχρονα περιγράφει τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης και την δυστυχία που βιώνει όντας σύμφωνα με τα λεγόμενά της αθώα.

«μόνον ο Θεός ξέρει πως βγάζω αυτή τη φυλακή. Τι να κάνω όμως; Ελπίζω ότι αυτή τη φορά θα δικαιωθώ. Μέσα στο κελί μου έχω οκτώ ολόκληρα χρόνια γεμάτα δάκρυα κάθε μέρα. Δεν έχω ησυχάσει εδώ μέσα ούτε μία ώρα. Κάνω υπομονή όμως. Πιστεύω ότι ο Θεός είναι μεγάλος».

Μετά την τελεσίδικη απόφαση, η Σαμπανιώτη επέστρεφει στις γυναικείες φυλακές του Ελαιώνα Θήβας όπου το μεγαλύτερο διάστημα εργάζεται για λογαριασμό της Κοινωνικής Οργάνωσης Υποστήριξης Νέων και Αποφυλακισμένων «Άρσις». Τον Ιανουάριο του 2011, το αρμόδιο Δικαστικό Συμβούλιο Θήβας κάνοντας δεκτή την αίτησή της για υφ’ όρων απόλυση, λόγω της καλής συμπεριφοράς της στη φυλακή, των πολλών μεροκάματων που είχε κάνει, αλλά και της ευεργετικής διάταξης σύμφωνα με την οποία μετά το 65ο έτος της ηλικίας του κρατουμένου, κάθε ημέρα κράτησης υπολογίζεται διπλή, την αποφυλακίζει.

Αν και η πολύκροτη υπόθεση Σαμπανιώτη ήταν η πιο πρόσφατη δεν ήταν η μοναδική. Ποινικές υποθέσεις με δράστες γυναίκες που διέπραξαν έναν ή περισσότερους φόνους χρησιμοποιώντας δηλητήριο είχαν κάνει σποραδικά την εμφάνισή τους ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, με πιο χαρακτηριστικές αυτές της Αλεξάνδρας Μέρδη και της Αικατερίνης Δημητρέα.

Αλεξάνδρα Μέρδη : Η μέγαιρα πεθερά

Στις 4 Δεκεμβρίου 1960, στο χωριό Άγιος Ανδρέας Μεσολογγίου, συλλαμβάνεται η 62χρονη Αλεξάνδρα Μέρδη με την κατηγορία ότι στις 18 Οκτωβρίου του ίδιου έτους είχε δηλητηριάσει, ρίχνοντας παραθείο στο φαγητό του, τον γαμπρό της Χρήστο Περβέντζα, 28 ετών, ο οποίος πέθανε λίγη ώρα αργότερα στο χωράφι του.

Ο Περβέντζας είχε παντρευτεί την κόρη της Μέρδη, Μαρία, και ζούσαν μαζί με το ζεύγος Μέρδη στο σπίτι τους. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες των κατοίκων της περιοχής, τρεις μήνες προ του εγκλήματος άρχισαν οι προστριβές μεταξύ του Περβέντζα και της πεθεράς του.

Κατά την απολογία της στους αστυνομικούς και στον εισαγγελέα Μεσολογγίου, η Μέρδη ομολογεί την πράξη ισχυριζόμενη πως διέπραξε το έγκλημα επειδή ο «σώγαμπρος», όπως αποκαλούσε το θύμα, «τους είχεν αποξενώσει τόσον αυτήν όσον και τον σύζυγόν της» (εφ. Μακεδονία, 6 Δεκεμβρίου 1960). Βέβαια πολλοί ήταν εκείνοι που υποδεικνύοντας το απώτερο κίνητρο του εγκλήματος έκαναν λόγο για κληρονομικά συμφέροντα.

Η δίκη για την υπόθεση πραγματοποιήθηκε στο Κακουργιοδικείο Αμαλιάδας, το οποίο έκρινε την Μέρδη ένοχη χωρίς ελαφρυντικά και την καταδίκασε σε θάνατο ενώ αθώωνε την κόρη της Μαρία, που κατηγορούνταν για συναυτουργία. Εντούτοις η απόφαση αυτή κηρύχθηκε ως πεπλανημένη, με αποτέλεσμα η δίκη να επαναληφθεί μερικούς μήνες μετά στο Κακουργιοδικείο της Πάτρας. Το δικαστήριο καταδικάζει εκ νέου την Μέρδη σε θάνατο ενώ η κόρη της αυτή τη φορά καταδίκαζεται σε κάθειρξη 15 ετών, πενταετή στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων και χρηματική ποινή 5.000 δρχ.

Η ετκέλεση της Μέρδη πραγματοποιήθηκε στις 5.40’ το πρωί της 4ης Σεπτεμβρίου 1962, στον συνήθη τότε χώρο εκτελέσεων, στην περιοχή του Αγίου Ιωάννη Θεολόγου στον Υμηττό.

Αικατερίνη Δημητρέα: η ελληνίδα serial killer



Η «εμβληματικότερη» βέβαια υπόθεση δολοφονιών στην Ελλάδα με τη χρήση δηλητηρίου είναι αυτή της Αικατερίνης Δημητρέα, κατοίκου Νεοχωρίου Λεύκτρου (Στούπα) της μεσσηνιακής Μάνης, η οποία σε διάστημα 3,5 μηνών το 1962 δηλητηρίασε συνολικά τέσσερα άτομα και αποπειράθηκε να δηλητηριάσει άλλα δύο. Η υπόθεση της μάλιστα την κατατάσσει στα ελληνικά εγκληματολογικά χρονικά στην κατηγορία των κατά συρροή δολοφόνων.

Η 42χρονη Δημητρέα, ζούσε σε ένα φτωχικό σπίτι του χωριού με την κόρη της Στέλλα, 10 ετών. Διαζευγμένη και πάσχοντας από ημιπληγία στο αριστερό χέρι και πόδι, είχε ως μοναδικό εισόδημα ένα επίδομα 200 δρχ. που λάμβανε από την Κρατική Πρόνοια.

Στις 27 Μαΐου 1962, η Δημητρέα προσέφερε ένα πιάτο μακαρόνια στην 80χρονη μητέρα της Στεφούλα Λουκαρέα που την επισκέφθηκε στο σπίτι της. Η Δημητρέα είχε ρίξει στο φαγητό παραθείο, με αποτέλεσμα λίγη ώρα αργότερα η Λουκαρέα να καταρρεύσει στο πάτωμα με τρομερούς πόνους, σπασμούς και αφρούς στο στόμα. Ο γιατρός Σακελαρίδης που κλήθηκε εσπευσμένα στο σπίτι πιστοποίησε τον θάνατο της γυναίκας από εμβολή καρδιάς, γεγονός που θεωρήθηκε φυσιολογικό αφού το θύμα αντιμετώπιζε καρδιολογικά προβλήματα.

Δύο μήνες αργότερα, στις 19 Ιουλίου, η Δημητρέα δηλητηριάζει ξανά. Θύμα αυτή τη φορά η εξαδέλφη της, Ποτούλα Τσιλιγονέα, 40 ετών. η οποία ήπιε κατά την επίσκεψή της στο σπίτι της Δημητρέα καφέ με παραθείο.  Αν και το θύμα ξεψύχησε λόγω του δηλητηρίου, κατά την διάρκεια των σπασμών που προηγήθηκαν φαίνεται πως υπέστη κάταγμα κρανίου μετά από πτώση στο πάτωμα, πράγμα που οδήγησε τους ιατροδικαστές να αποδώσουν σε αυτό τα αίτια του θανάτου της.

Δεν πέρασαν παρά μόνο λίγες μέρες όταν η Δημητρέα προσφέρει ξανά καφέ με παραθείο στον 45χρονο αδελφό της, Κωνσταντίνο Λουκαρέα. Ο Λουκαρέας φεύγοντας από το σπίτι νιώθει έντονους πόνους στο στομάχι και πέφτει λιπόθυμος στον δρόμο. Οι συγχωριανοί, που τον βρήσκουν τυχαία, τον μεταφέρουν στο νοσοκομείο της Καλαμάτας, όπου υποβάλεται αμέσως σε πλύση στομάχου. Στις εξετάσεις που του έγιναν διαγνώστηκε ότι ο Λουκαρέας έπασχε από τη χολή του. Μετά από δέκα μέρες νοσηλείας, ο Λουκαρέας επιστρέφει στο χωριό και επισκέπτεται εκ νέου την αδελφή του. Τα δηλητηριασμένα αυγά που του προσφέρει αυτή τη φορά περιέχουν μεγαλύτερη ποσότητα παραθείου, με αποτέλεσμα το θύμα να ξεψυχήσει μέσα σε λίγα λεπτά στο πάτωμα του σπιτιού. Ο ιατροδικαστής αποφαίνεται πως ο θάνατος επήλθε από καρδιακή προσβολή, εξαιτίας μιας οξείας κρίσης χολής.

Επόμενο θύμα, που θα αποβεί μοιραίο στην αποκάλυψη του ενόχου, είναι ο ανιψιός της Δημητρέα ο 5χρονος Ηλίας Πίτσουλας. Ένα μήνα μετά του προσφέρει ένα λουκούμι εμποτισμένο κι αυτό με παραθείο. Λίγα λεπτά αφότου τρώει  το γλύκισμα, το μικρό αγόρι λιποθυμά και αρχίζει να βγάζει αφρούς από το στόμα. Κατά τη διάρκεια της μεταφοράς του στο νοσοκομείο αφήνει την τελευταία του πνοή.

Αν και οι τρεις προηγούμενοι θάνατοι είχαν θεωρηθεί φυσιολογικοί, αφού τα θύματα έπασχαν κι από άλλες σοβαρές ασθένειες, ο αιφνίδιος θάνατος του μικρού Ηλία δεν μπορούσε να δικαιολογηθεί.

Οι υποψίες των κατοίκων και των τοπικών αρχών επιβεβαιώνονται μετά την εξέταση του τελευταίου θύματος από τον ιατροδικαστή ο οποίος ενημερώνει πως το 5χρονο αγόρι υπέστη δηλητηρίαση. Το πτώμα μεταφέρεται στο νοσοκομείο Καλαμάτας, για λεπτομερής νεκροτομή, ενώ δείγμα στέλνεται στο Τοξικολογικό Εργαστήριο Αθηνών. Κατά την εξέταση ανιχνεύεται σημαντική ποσότητα παραθείου.

Οι υποψίες στρέφονται στην Δημητρέα, η οποία λίγο πριν δώσει το λουκουμι στο παιδί εθεάθει να διαπληκτίζεται με την μητέρα του. Έτσι, στις 10 Σεπτεμβρίου η δράστις ομολόγει τα εγκλήματά της ενώπιον των αξιωματικών της χωροφυλακής, λέγοντας μόνο πως «έπρεπε να πεθάνουν γιατί με κακομεταχειρίζονταν» αν και «δεν ήθελα να κάνω κακό σε κανέναν εκτός από τον αδελφό μου». Μετά την ομολογία υποδεικνύει το σημείο όπου έχει κρύψει τη φιάλη με το παραθείο – σε ένα εκκλησάκι, 500 μ. από το χωριό -, αλλά και ένα ακόμα μπουκάλι με υδράργυρο, τον οποίο σκόπευε αρχικώς να χρησιμοποιήσει.

Κατά την ανάκριση διαπιστώωεται πως μερικούς μήνες πριν είχε αποπειραθεί να δολοφονήσει με δηλητηριασμένο κοτόπουλο τη γυναίκα του άλλου της αδελφού, και την ημέρα που δηλητηρίασε τον μικρό Ηλία, την επίσης 4χρονη Ανθούλα Θωμέα, με δηλητηριασμένο ρόδι. Τα δύο υποψήφια θύματα γλύτωσαν επειδή, αν και εντελώς ανυποψίαστα, την τελευταία στιγμή αρνήθηκαν να καταναλώσουν τις τροφές που τους είχε προσφέρει. Η απόπειρα εναντίον της μικρής Ανθούλας όπως συμπλήρωσε η δράστις, έγινε για να εκδικηθεί τον πατέρα της που όντας φίλος με τον αδελφό της Κων. Λουκαρέα του «έβαζε λόγια να την διώξει από το σπίτι».

«Έριξα παραθείο στα μακαρόνια της μάνας μου για να γίνουν πιο… νόστιμα. […] Στα αυγά του αδελφού μου έβαλα δηλητήριο για να δει πόσο… καλή μαγείρισσα είμαι! […] Η μητέρα μου με βασάνιζε και ήθελε να με βγάλει από το σπίτι, το ίδιο και ο αδελφός μου. Όσο για την Τσιλιγονέα, έβαζε λόγια να με διώξουν, να με αφήσουν να πεθάνω της πείνας και εγώ και η κόρη μου. […] Γιατί ο γιατρός που τους εξέτασε, δεν βρήκε τίποτα;» ήταν μερικές από τις δηλώσεις της στην εφημερίδα «Ακρόπολις» στις 13 Σεπτεμβρίου 1962.

Στην ανάκριση η Δημητρέα ομολόγησε αυτοβούλως ότι στα «σαράντα» του αδελφού της Κωνσταντίνου, σκόπευε να παρασκευάσει κόλλυβα και να βάλει σε αυτά «τόσο παραθείο ώστε να δηλητηριάσω όλο το χωριό». Παρόλους τους ισχυρισμούς της για κακομεταχείριση, πιθανότερο κίνητρο θεωρήθηκε η οικογενειακή περιουσία την οποία ήλπιζε να κληρονομήσει η Δημητρέα ενώ η ομολογία της σύμφωνα με τον εισαγγελέα θεωρήθηκε πως έγινε με σκοπό να εκληφθεί ως παράφρων. Για το λόγο αυτό, διατάχθηκε να παραπεμφθεί στο Δημόσιο Ψυχιατρείο της Αθήνας ώστε να διασαφηνιστεί ποιο βαθμό ευθύνης έφερε για τον καταλογισμό των πράξεών της. Η ιατρική γνωμάτευση ανάγνωση της οποίας πραγματοποιήθηκε κατά την εκδίκαση της υπόθεσης ανέφερε :

« η νοημοσύνη της Αικ. Δημητρέα ελεγχθείσα κλινικώς και εργαστηριακώς δια ψυχολογικών δοκιμασιών ευρέθη ότι κείται στο μεταίχμιον του κατωτάτου ορίου του μέσου όρου της ανθρωπίνης διανοήσεως και της διανοητικής καθυστερήσεως, η ως άνω δεν εμφανίζει ενεργά στοιχεία ψυχώσεως, αι σωματικαί παθήσεις της και εν γένει αι άθλιαι συνθήκαι υφ’ ας έζη κατά τα τελευταία έτη, ασφαλώς επέδρασαν εν συνδυασμώ και προς την συναισθηματική της ανωριμότητα εις την διαμόρφωσιν του ανωμάλου χαρακτήρος και πιθανώς ερμηνεύουν, εις τινά βαθμόν, τας αντικειμενικάς αντιδράσεις της».

Η δίκη για την υπόθεση που πραγματοποιήθηκε στις 7-8 Μαΐου 1963, στο Κακουργιοδικείο Ναυπλίου έκρινε πως η κατηγορούμενη είχε σώας τας φρένας και εκτέλεσε τα εγκλήματα από πρόθεση. Έτσι στις ς 8 Μαΐου 1963 το δικαστήριο την καταδίκασε τετράκις στην ποινή του θανάτου και σε 15ετή κάθειρξη.

Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα, στις 5.30 το πρωί της 10ης Απριλίου 1965 η Δημητρέα εκτελέστηκε στου Γουδή, περνώντας στην εγκληματολογική ιστορία ως η «δηλητηριάστρια της Μάνης»…

Διαβάστε όλα τα θέματα της ενότητας Weekend του newsbeast.gr