Φτάνεις έξω από τη «διαφορετική» πόρτα. Χτυπάς το κουδούνι. Ένας συριστικός ήχος ακούγεται και η πόρτα υποχωρεί χωρίς κανένα συνθηματικό. Προχωρείς στον μαυρόασπρο διάδρομο σαν πιόνι σε σκακιέρα μιας άλλης εποχής, μακρινής και ταυτόχρονα θελκτικής. Κατεβαίνεις την κυκλική σκάλα και βρίσκεσαι μπροστά από μια άλλη πόρτα. Αυτή δεν έχει κουδούνι. Γυρνάς το πόμολο και… έχεις μπει επιτέλους στο μυστικό μπαρ της πόλης… Γράφει η Νίκη Παπάζογλου Στη μπάρα δεσπόζει ο χαμηλός φωτισμός, με φόντο το black light ταμπλό της ποτοθήκης, πίσω από τους bartenders. Η μουσική, κινείται σε ρυθμούς Jazz, swing, charleston, ανάλογα με τον dj που κάθε φορά καταλαμβάνει τη θέση πίσω από τα decks. Οι πελάτες απολαμβάνουν το ποτό τους κουβεντιάζοντας, εφόσον η ένταση του ήχου το επιτρέπει, και μάλιστα χωρίς να χρειάζεται να «τεντώσεις» τις φωνητικές σου χορδές. Ο Αντώνης Φερράρας, ένας εκ των τριών ιδιοκτητών που μας υποδέχεται μας εξηγεί πως το secret bar της πόλης δεν είναι καινούργιο, τα δύο προηγούμενα χρόνια στεγαζόταν στο Χαλάνδρι, αλλά τον τελευταίο χρόνο μετακόμισε στο κέντρο, που ταιριάζει περισσότερο στη φιλοσοφία του. «Όταν βρέθηκε ο χώρος, κάναμε την μελέτη για την έξοδο κινδύνου και λοιπές συνθήκες ασφαλείας. Τότε συνειδητοποιήσαμε ότι το υπόγειό του ήταν πράγματι ιδανικό για να φτιάξουμε ένα πραγματικό secret bar δικαιώνοντας το όνομα του μαγαζιού». Αν και διεύθυνση του μαγαζιού δεν μπορεί να αποκαλυφθεί, μια βόλτα στο ιστορικό τρίγωνο σίγουρα θα σας οδηγήσει στην πόρτα του. «Ρωτώντας τους περίοικους, η ακόμα και ρωτώντας εμάς μέσα από την σελίδα του μαγαζιού στο facebook σίγουρα αυτός που ψάχνει θα το βρει». Μια από τις ιδιαιτερότητές του άλλωστε είναι αυτή ακριβώς η αναζήτηση του καλά κρυμμένου μυστικού, που πρέπει να ψάξεις για να το βρεις. Και προσοχή να ψάξεις ρωτώντας, όχι χτυπώντας τα κουδούνια όλων των πολυκατοικιών του ιστορικού τριγώνου γιατί τότε είναι σχεδόν σίγουρο πως κανείς δεν θα σε βοηθήσει. «Ίσως ο όρος κρυφό μπαρ είναι το αρχικό κίνητρο για κάποιον που το επισκέπτεται πρώτη φορά. Στη συνέχεια βέβαια μάλλον μένει ικανοποιημένος και από τα υπόλοιπα και γίνεται θαμώνας. Το μπαρ είναι ανοιχτό σε όλους, δεν υπάρχουν κριτήρια εισόδου» αναφέρει ο κ. Φερράρας διευκρινίζοντας πως η μόνη περίπτωση να μην ανοίξει η ξεχωριστή πόρτα για να εισέλθεις στα έγκατά του, είναι το να είναι γεμάτο. «Οι περιπτώσεις που δεν ανοίγουμε είναι μόνο αυτές που το μπαρ ασφυκτιά, έχουν υπάρξει μερικές τέτοιες βραδιές. Η ιδιαιτερότητα του χώρου, το ότι είναι υπόγειο, μας υποχρεώνει να τηρούμε πιστά τους κανόνες ασφαλείας » συμπληρώνει ο ιδιοκτήτης. Το secret μπαρ των Αθηνών, με τα old fashioned καταξιωμένα κοκτέιλ του, με μερικές από τις καλύτερες ετικέτες σε gin, τεκίλα, ουίσκι και κονιάκ, αποτελεί ταυτόχρονα και έναν ιδανικό προορισμό για όσους έχουν εκπαιδεύσει επαρκώς τον ουρανίσκο τους. Η ποιότητα της κάβας του είναι ίσως και μια από τις βασικές διαφορές του από τα ιστορικά μπαρ της δεκαετίας του ‘20 στην Αμερική. Μιας δεκαετίας όπου μια απαγόρευση, αυτή της κατανάλωσης αλκοολούχων ποτών, πυροδότησε μια σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων που έμελε να αλλάξουν για πάντα τον ρου της ιστορίας. Η ποτοαπαγόρευση που γέννησε τα speakeasy Εν έτει 1920 στην Αμερική, η 18η τροποποίηση του Συντάγματος κήρυσσε παράνομη με συνταγματική πρόνοια την παρασκευή, διακίνηση, εισαγωγή, εξαγωγή και πώληση αλκοολούχων ποτών. Για τα επόμενα 13 χρόνια, οι Αμερικανοί πολίτες μπορούσαν να απολαύσουν κάποιος είδος αλκοόλ μόνο κρυμμένοι στα υπόγεια μπαρ που άνοιγαν το ένα μετά το άλλο. Ήδη όμως από το τέλος του προηγούμενου αιώνα, αρχές του επόμενου, αρκετές πολιτείες κυρίως του νότου, είχαν ψηφίσει νόμους που περιόριζαν ή απαγόρευαν τη διάθεση αλκοολούχων ποτών, με πρωτοβουλία θρησκευτικών προτεσταντικών οργανώσεων, κυρίως του Μεθοδιστικού δόγματος. Γρήγορα, σχηματίσθηκαν δύο πανίσχυρες ομάδες πίεσης, η «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League) και η «Ένωση Γυναικών για τη Χριστιανική Εγκράτεια» (Women’s Christian Temperance Union), που επιθυμούσαν έναν κόσμο χωρίς μεθυσμένους άνδρες που «ξεσπούσαν» στις αθώες συζύγους, συνεπώς έναν κόσμο χωρίς αλκοόλ. Μέλη των δύο αυτών οργανώσεων σχημάτισαν το Κόμμα της Απαγόρευσης (Prohibition Party), που πήρε μέρος στις προεδρικές εκλογές του 1872, αλλά συγκέντρωσε μόλις 5.608 ψήφους. Τέσσερα χρόνια μετά το 1879, όπου ο Τζον Σεντ Τζον εκλέχθηκε κυβερνήτης του Κάνσας, κήρυξε παράνομο το αλκοόλ θέτοντας τις βάσεις της απαγόρευσης που θα ακολουθούσε. Όταν το 1884, ο Σεντ Τζον έθεσε υποψηφιότητα για Πρόεδρος της Αμερικής με τη σημαία του Κόμματος της Απαγόρευσης, έλαβε 150.369 ψήφους. Ο σπόρος της Ποτοαπαγόρευσης είχε ριφθεί… Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου η χρήση δημητριακών για παραγωγή αλκοολούχων ποτών αντί τροφίμων θεωρήθηκε μη πατριωτική πράξη. Οι πολυάριθμες ζυθοποιίες, γερμανικής ιδιοκτησίας, επαύξησαν τα αντιγερμανικά αντανακλαστικά των Αμερικανών. Την ίδια στιγμή επιφανείς εκπρόσωποι του επιχειρηματικού κόσμου (Φορντ, Ροκφέλερ) δήλωναν ότι οι εργαζόμενοι θα ήταν πιο παραγωγικοί εάν απείχαν από το αλκοόλ. Μάλιστα, ο Τζον Ροκφέλερ δώρισε 350.000 δολάρια στην «Ένωση κατά των Σαλούν» (Anti-Saloon League). Η κοινή γνώμη άρχισε να αλλάζει διάθεση και ως το 1919 το 75% των πολιτειών είχε ευθυγραμμισθεί με τη 18η τροποποίηση του Συντάγματος. Ένα χρόνο αργότερα, στις 16 Ιανουαρίου 1920, ο νόμος Βόλστιντ (Volstead Act), που τέθηκε σε ισχύ αποτέλεσε και την ληξιαρχική πράξη γέννησης της Ποτοαπαγόρευσης. Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα η μαύρη αγορά άνθισε, αφού το απαγορευμένο αλκοόλ ήταν κατάτι ελκυστικότερο. Το έγκλημα άρχισε να κινείται ανοδικά την ώρα που οι οργανωμένες συμμορίες ευημερούσαν, κερδίζοντας πολιτική επιρροή. Η αστυνόμευση μετατράπκε σε δύσκολη υπόθεση, με αποτέλεσμα να ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια τα παράνομα αποστακτήρια και μπαρ. Τα σημεία πώλησης έφθασαν τα 30.000, σχεδόν διπλάσια σε σχέση με την προ Ποτοαπαγόρευσης εποχή. Εκείνη την περίοδο, η διαφθορά στους κόλπους της αστυνομίας άρχισε να καλπάζει, καθώς οι πειρασμοί για τους χαμηλά αμειβόμενους αστυνομικούς ήταν μεγάλοι. Ο Αλ Καπόνε φαίνεται πως είχε στο μισθολόγιό του τη μισή αστυνομία του Σικάγου. Πολλοί γιατροί θησαύριζαν συνταγογραφώντας ουίσκι για ιατρικούς λόγους, που ήταν νόμιμο και διατίθετο από τα φαρμακεία. Κάπως έτσι, οι παράνομοι διακινητές μετατράπηκαν σε λαϊκούςί ήρωες, καθώς πρασέφεραν δουλειά σε περίοδο μεγάλης ανεργίας, στην εποχή της Μεγάλης Ύφεσης του «Κραχ». Απόρροια όλου αυτού ήταν οι μεγάλες οικονομικές απώλειες από την απουσία φορολόγησης. Το κράτος έχανε κάθε χρόνο 500 εκατομμύρια δολάρια αφού τα μέρη που παρασκεύαζαν και πωλούσαν αλκοόλ ήταν εκτός από κρυφά και παράνομα και πολυάριθμα. Στην Νέα Υόρκη υπολογίζεται πως άνοιξαν πάνω από 30.000 υπόγειοι χώροι που σέρβιραν παράνομα αλκοόλ. Τα μέρη αυτά, στα οποία έπρεπε οι θαμώνες να διατηρούν ήπιους τόνους (Be Quiet and Speak Easy) προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί από τους κατοίκους της περιοχής ή τους περαστικούς, ονομάστηκαν speakeasy. Ήταν μυστικοί, συνήθως υπόγειοι, χώροι που λειτουργούσαν παράλληλα με μία νόμιμη επιχείρηση και στους οποίους μπορούσε κανείς να εισέλθει μόνο εφόσον έλεγε τον σωστό κωδικό, όπως αυτός που χρησιμοποιούν οι ήρωες της ταινίας «Μερικοί το προτιμούν καυτό» στην πρώτη σκηνή της… Μια νεκροφόρα μεταφέρει ένα άσπρο φέρετρο σκεπασμένο με γαρύφαλλα. Ακούγονται σειρήνες περιπολικού, η νεκροφόρα σπιντάρει στα σοκάκια. Από την συμπλοκή που ακολουθεί, η νεκροφόρα και οι επιβάτες της καταφέρνουν να ξεφύγουν.. .Όμως οι σφαίρες των αστυνομικών έχουν ήδη τρυπήσει το φέρετρο. Την ώρα που από τις τρύπες ρέει ουίσκι, ένας μεσότιτλος μας πληροφορεί πως βρισκόμαστε στο Σικάγο του 1929, στην εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Η νεκροφόρα στρίβει σε ένα σκοτεινό στενό, τέσσερις μεταφέρουν το φέρετρο στο εσωτερικό ενός κρυμμένου κτιρίου, ένας πέμπτος κρατάει το καπέλο του στο ύψος του στήθους, σε ένδειξη πένθους. Όταν ο άνθρωπος πίσω από την πόρτα ρωτά την ταυτότητα του επισκέπτη, εκείνος λέει τον κωδικό εισόδου: «Ήρθα στην κηδεία της γιαγιάς»…. Αν και στο speakeasy των Αθηνών καπέλα και συνθηματικά δεν είναι απαραίτητα, ένα είναι σίγουρο…η ζεστή ατμόσφαιρα και το καλό ποτό θα σε αποζημιώσουν για την αναζήτηση του κρυμμένου θησαυρού… Διαβάστε όλα τα θέματα του Weekend στο newsbeast.gr