Ο γιος της Άννας στην κουβέντα μαζί του, λέει ότι πέτυχε αρκετά. Ίσως καλύτερα από τις πραγματικές του δυνατότητες. Ενσωματώθηκε στο σύστημα και απέδρασε από αυτό κάποια χρόνια πριν. Ίσως γιατί ο Ψυχάρης είχε αλλάξει την ατζέντα του, και πλέον στις σελίδες της δεν ήταν καταχωρημένο το όνομά του.

Αναγνωρίζει όμως πως με τη στήριξη του Στάυρου Ψυχάρη έφτασε στον ουρανό. Διαφορετικά, τίποτα δεν θα είχε γίνει έτσι όπως έγινε. Από τη ζωγραφική, αυτό που κάνει σήμερα -σχεδόν αποκλειστικά- ο Λάλας, η συνέντευξη περνάει από τους διαδρόμους του ΔΟΛ και καταλήγει στο Φάληρο των Κακών Παιδιών.

Καθώς κάθεται απέναντί μου στο καφέ Michel της Καψάλη, το στέκι του, παραδέχεται πως τα κατάφερε. Αλλά κι ότι έκανε λάθη. Αλλοιώθηκε. Κι όταν το αποφάσισε, απέδρασε με τις δικές του δυνάμεις από την κόλαση. Χρησιμοποιώντας τη μία εμπειρία ως το πέρασμα του στην επόμενη.

– Κρίνοντας από την δημιουργική πορεία σας ως δημοσιογράφος και από την ενασχόλησή σας με το BHΜagazino, η αφοσίωσή σας τα τελευταία χρόνια στη ζωγραφική είναι μία προσπάθεια να αφιερωθείτε σε κάτι που είναι και πάλι δημιουργικό;

«Πάντα μου άρεσε να κάνω νέα πράγματα, αλλά αυτή η διάθεση είναι αρχαία. Η κύρια ασχολία μου για μια περίοδο ήταν τα περιοδικά μετά οι εφημερίδες, το ραδιόφωνο, οι συνεντεύξεις. Εργαλεία είναι όλα αυτά για να πω το ίδιο πράγμα, αυτό που κάθε φορά με πνίγει κι αν δεν το πω θα πνιγώ. Σκοπός μου ήταν όταν πήγα στον ΔΟΛ ήταν να σχεδιάσω ένα ανταγωνιστικό έντυπο στο «Ε» της Ελευθεροτυπίας. Η αλήθεια είναι ότι μου είχε προτείνει ο Φυντανίδης να κάνω το «Ε» πριν λίγο καιρό.

Τότε όμως ετοίμαζα το STATUS για λογαριασμό των εκδόσεων Λυμπέρη και διατηρούσα μια συμφωνία με τον Αντώνη Λυμπέρη, ο οποίος μου είχε δείξει μεγάλη εμπιστοσύνη και του οφείλω πολλά. Οι εκδόσεις Λυμπέρη ήταν η πρώτη μου έξοδος στον εμπορικό χώρο των εκδόσεων. Έως εκείνη τη στιγμή ασχολούμουν με ένα underground παραφιλολογικό-λογοτεχνικό περιοδικό, με την ονομασία «Περιοδικό».  Ένα έντυπο συνεντεύξεων, το οποίο είχε ξεκινήσει ως παραφιλολογικό. Εκείνη την περίοδο και ο όμιλος Κοσκωτά μου είχε προτείνει συνεργασία αλλά είχα πει «όχι». Είχα λοιπόν γνωρίσει τον Ψυχάρη μέσω μίας συνέντευξης που είχαμε κάνει στο STATUS. Έκτοτε είχαμε κάποιες συναντήσεις και μιλούσαμε γενικώς. Ωστόσο δεν είχα καμία αίσθηση από μεγάλα μαγαζιά. Ήμουν ένα παιδί έξω από το κύκλωμα.

Όταν με προσέγγισε ο Ψυχάρης, εγώ είχα μόλις σταματήσει τη συνεργασία μου με τον Λυμπέρη. Μου ζήτησε τότε να διευθύνω το νέο περιοδικό που θα εξέδιδε ο ΔΟΛ.

IMG_6423

“Εάν θέλετε να σας το ετοιμάσω, μπορώ. Αλλά δεν μπορώ να διευθύνω έναν τίτλο σε ένα μαγαζί όπως είναι το ΒΗΜΑ. Αυτοί οι άνθρωποι των οποίων μου ζητάτε να προΐσταμαι είναι μύθοι για μένα και πιστεύω ότι θα ατυχήσει το εγχείρημα”, του απάντησα. Σκεφθείτε ότι τον πρώτο καιρό έφτανα έως την πόρτα του Βήματος και έμπαινα μόνο στο γραφείο του Ψυχάρη. Δεν έμπαινα πιο μέσα. Δεν τολμούσα. Ήταν σαν να έλεγαν σε κάποιον ότι θα μπει στο Βατικανό και θα συναντήσει τον Πάπα.

Το πιο ενδιαφέρον όμως από τη συναναστροφή μου με τον Ψυχάρη, ήταν το γεγονός ότι εκείνος κατάφερε να παντρέψει τη δική μου αντισυμβατική φύση, με αυτό που μέχρι τότε ήταν το ΒΗΜΑ: ίσως το πιο σοβαρό -δημοσιογραφικά- έντυπο στην Ελλάδα. Τελικά το Άλλο Βήμα που ετοιμάζαμε να εκδώσουμε ως περιοδικό, δεν βγήκε ποτέ. Έτσι συναποφασίσαμε να συνεχίσω και να κάνω ένα… Άλλο Βήμα που θα σηματοδοτούσε το πέρασμα του Βηματος στο μέλλον. Ένα ένθετο σε χαρτί εφημερίδας.

Ταυτόχρονα ανέλαβα να κάνω και συνεντεύξεις. Μεγάλες συνεντεύξεις. Δεν ήθελα όμως να μου κόβουν τις συνεντεύξεις για να τις φέρνουν στα μέτρα που είχαν αποφασίσει. Ο Ψυχάρης μου εγγυήθηκε πως δημοσιεύονται όπως θα τις παρέδιδα. Η πρώτη συνέντευξη για να καταλάβετε χρειάστηκε 7 σελίδες εφημερίδας. Ανδρέας Παπανδρέου – Δήμητρα Παπανδρέου μαζί. Ζευγάρι. Η δεύτερη συνέντευξη ήταν του Μητσοτάκη και της Μαρίκας. Η αμέσως επόμενη της Μελίνας με τον Ντασέν και ακολούθησε Τεντ Τέρνερ-Τζέην Φόντα. Από έξι σελίδες η καθεμία. Και τις έβαζαν όπως τις παρέδιδα.

Ο,τι κι αν έκανα στη ζωή μου συνήθιζα να σχεδιάζω μιλώντας, ακούγοντας. Όλοι με θυμούνται να σχεδιάζω. Η ζωγραφική προέκυψε γύρω στο 2000, όταν κάποιοι άνθρωποι είδαν με ενδιαφέρον κάποια από τα σχέδιά μου. Εγώ είχα πολύ δουλειά και ελάχιστο χρόνο για να ασχοληθώ με αυτό.

Είχα πάει στη Γαλλία να δείξω τα σχέδιά μου και με είχαν ενθαρρύνει να αφήσω ό,τι κάνω και να αφοσιωθώ στη ζωγραφική. Επομένως όταν μου δόθηκε η ευκαιρία, άρχισα να δημιουργώ κάποια πράγματα. Όλο αυτό λειτουργούσε στην αρχή εκτονωτικά.

Ο Τάκης ο Μαυρωτάς με εμπιστεύθηκε. Έκανα εκθέσεις, στις οποίες δεν είχαν εμπορικό περιεχόμενο για να μην μπλέκω την μια ιδιότητα μου με την άλλη. Έκανα εκθέσεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο. Όταν τελείωσε η εποχή του ΔΟΛ, παρά το γεγονός ότι εξέδωσα το free press περιοδικό, FAQ, και μπήκα στον επαρχιακό τύπο αγοράζοντας την «Πελοπόννησο», ξεκίνησα ταυτόχρονα να ζωγραφίζω. Ήρθε η στιγμή που αποφάσισα να τα σταματήσω όλα. Και το FAQ και την Πελοπόννησο. Μπήκα σε προβλήματα οικονομικά εξ αιτίας αυτης της απόφασής μου. Έπρεπε να τακτοποιήσω αρκετές εκκρεμότητες».

– Είχατε κατηγορηθεί για πολλά δεινά σε σχέση με οφειλές σε εργαζόμενους και άλλους συνεργάτες σας…

«Πολλά δεινά δεν θα το έλεγα. Ό,τι χρωστούσα καλυπτόταν από κάποιο ενέχυρο, μια υποθήκη προς τις τράπεζες. Γι’ αυτό και τα έχασα όλα. Ποτέ δεν υπήρξα από αυτούς που πήραν δάνεια χωρίς εγγυήσεις. Έχασα τα περιουσιακά μου στοιχεία. Δικαίως εφόσον τα πράγματα δεν πήγαν καλά. Ο,τι μπορούσα το κάλυψα. Έμεινα και εκκρεμότητες που ήταν αδύνατον να καλύψω».

– Διακόψατε κορεσμένος τη σχέση σας με τη δημοσιογραφία;

«Δεν κουράστηκα από την δημοσιογραφία. Έπρεπε όμως να κάνω μια κίνηση ριζική, να αλλάξω ζωή, είχα φτάσει σε ακραία κατάσταση σε σχέση με τα κιλά μου. Ήμουν όμως και ένα καλομαθημένο παιδί».

IMG_6425

– Έφτασε κάποια στιγμή που ο Ψυχάρης απέσυρε την εμπιστοσύνη του προς εσάς;

«Άλλαξαν απλώς τα δεδομένα. Προφανώς από κάποιο σημείο και ύστερα ο Ψυχάρης είχε μία διαφορετική ατζέντα, την οποία αποφάσισε να ακολουθήσει. Κάποια στιγμή θα έφτανε και η δική μου στιγμή να βγω από αυτήν.

Σημασία έχει, ότι τη στιγμή που βρέθηκα εκτός ατζέντας, θεωρήθηκε πως τα πράγματα μπορούσαν να προχωρήσουν καλύτερα χωρίς εμένα. Ποτέ στην ζωή δεν ασχολούμεθα με αποφάσεις που μπορούν να πάρουν οι άλλοι για ‘μένα. Με ενδιαφέρει να αποφασίζω αυτό που εξαρτάται από μένα.

Τα χρόνια πέρασαν και ανέλαβαν άλλοι. Τώρα όμως μπορούμε να επιστρέψουμε πίσω και να δούμε τι ακριβώς έκανε ο καθένας στην μεγάλη περίοδο της άνθησης του κυριακάτικου τύπου. Είναι ωραίος ο χρόνος που περνάει και ξεσκεπάζει την αλήθεια…»

– Πώς αισθάνεστε βλέποντας ΔΟΛ να αλλάζει χέρια και να πηγαίνει στα χέρια ενός άλλου επιχειρηματία;

«Όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, ακόμα και σήμερα συνεχίζω να πιστεύω, ότι θα ήθελα να δω τον ΔΟΛ να γίνεται ΔΟΨ. Ξέρω καλά πόσο έχει παλέψει γι’ αυτό το μαγαζί ο Σταύρος Ψυχάρης. Τα λάθη μπορεί να είναι πολλά, ωστόσο ο ίδιος τα γνωρίζει καλύτερα κοιτάζοντας τον εαυτό του στον καθρέφτη. Είμαι πολύ μικρός για να κρίνω τον διευθυντή μου.

Από την άλλη, ο Βαγγέλης Μαρινάκης, θέλω να πιστεύω ότι έκανε αυτή την κίνηση γιατί έχει ένα όραμα για τον Τύπο. Θέλει όραμα ο Τύπος, δεν είναι μια απλή δουλειά σαν όλες τις άλλες. Ο Τύπος είναι θεσμός και ως θεσμός θέλει προσοχή. Δεν κάνουμε εφημερίδες για να πούμε αυτά που θέλουμε στους «φίλους» μας.

Η εφημερίδα απευθύνεται σε αναγνώστες, κι όχι σε μικροσυμφέροντα. Η εφημερίδα γεννάει ερωτήματα και δίνει ψαγμένες απαντήσεις σε αυτούς που έχουν να πουν και δεν έχουν μέσο, στους αναγνώστες. Πελάτες μας είναι οι αναγνώστες κι όχι τα στενά δωμάτιο της εξουσίας.

Εφημερίδες όπως το ΒΗΜΑ, η Ελευθεροτυπία, το Έθνος, η Καθημερινή ήταν και είναι θεσμοί. Έπαιξαν και πρέπει να συνεχίζουν να παίζουν τον ρόλο του θεμελίου στην δημοκρατία και τον πολιτισμό».

– Αναφέρατε ότι είστε ένα καλομαθημενο παιδί…

«Ναι. Με την έννοια, δεν ξέρω τι θα συνέβαινε εάν δεν υπήρχε κάποιος να με ενθαρρύνει. Δεν ξέρω αν θα ακολουθούσα αυτή την πορεία αν δεν υπήρχαν άνθρωποι να με ενθαρρύνουν για να κάνω αυτό που ονειρεύομαι. Έχω πολύ εξτρεμιστικές ιδέες για να μπορεί κάποιος να τις υποστηρίξει χωρίς κόστος, αναίμακτα».

– Θα πιαστώ από τη λέξη «καλομαθημένο». Μήπως τελικά πλήρωσαν τα μέσα ενημέρωσης τα «καλομαθημένα» παιδιά των εκάστοτε εκδοτικών συγκροτημάτων;

«Δεν ξέρω ποια εννοούν καλομαθημένα παιδιά όλοι αυτοί που λένε κάτι τέτοιο. Δεν μπορώ να σχολιάζω τα έργα ανθρώπων, των οποίων δεν γνωρίζω ούτε την ιδιότητα, ούτε τι ακριβώς έκαναν στη ζωή τους. Δεν θέλω να παρεξηγηθεί η λέξη “καλομαθημένος”. Προσωπικά είμαι πολύ σκληρός εργάτης του ονείρου. Και εργάτης και παίκτης. Δεν είπα τη λέξη «καλομαθημένος», εννοώντας ότι κάποιος έκανε τα στραβά μάτια για μένα. Αντιθέτως εννοώ ότι υπήρξε ένας εμπνευσμένος άνθρωπος, ο οποίος είπε ότι “για να πάει μπροστά αυτό που κάνω, πρέπει να δώσω αέρα σε κάποιους ανθρώπους”. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους, ήμουν εγώ.

Δουλεύαμε όλοι σαν ομάδα. Και υπό αυτή την έννοια είμαστε καλομαθημένοι. Γιατί είναι πολυτέλεια στις μέρες μας να πορεύεσαι στο όνειρο με παρέα κι όχι μόνος.

Εμείς, σαν ομάδα, δεν δουλεύαμε απλά για να ζήσουμε, αλλά γιατί ονειρευόμασταν ζώντας. Δεν σκέφτηκα ποτέ τι λεφτά παίρνω. Ο Πιπέρης δεν σκέφτηκε ποτέ τι λεφτά παίρνει. Η Κιάρα, η Λουίζα, ο Κοσμάς, η Λένα Παπαδημητρίου, η Κάτια Αρφαρά… όλοι θέλαμε να πληρωνόμαστε αλλά να συμμετέχουμε και στο όνειρο.

Για αυτό δίναμε περισσότερα από αυτά που παίρναμε, γιατί ονειρευόμαστε. Και κανείς δεν ήταν υπάλληλος κανενός. Μεγάλο προτέρημα σε μια ομάδα. Σε ποια καλομαθημένα παιδιά αναφέρεστε λοιπόν; Σαν λοιδορία μου ακούγεται αυτό που λέτε… Έχω λοιδορηθεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον. Και αντέχω ακόμα.

Κι όσοι έχουν να πουν κάτι για τις συνεντεύξεις που έκανα και πως τις έκανα, ας κοιτάξουν τα τιμολόγια του ΔΟΛ. Τα πρώτα οκτώ χρόνια δεν πλήρωνε τίποτα η επιχείρηση για τις συνεντεύξεις μου. Πλήρωνα ο ίδιος τα ταξίδια μου, το γούστο μου».

– Επομένως βάλατε χρήματα από την τσέπη σας;

«Βεβαίως. Γιατί γούσταρα να συναντήσω όσους συνάντησα και θα πλήρωνα για να τους συναντήσω. Δεν κάνεις όνειρα χωρίς να αναλαμβάνεις το κόστος. Ταξίδευα στο εξωτερικό από δικό μου μεράκι. Και βεβαίως ευχαριστώ για το γεγονός ότι υπήρχε ένα μεγάλο μαγαζί που φιλοξενούσε τις συνεντεύξεις μου».

– Πώς άλλαξε η ζωή σας φεύγοντας από τον ΔΟΛ;

«Όταν κάποιος βρίσκεται για πολλά χρόνια σε ένα χώρο, δεν μπορεί να βρίσκεται πάντοτε στην κορυφή. Η κορυφή είναι στιγμή. Το πάνω κάτω είναι η ζωή.

Ωστόσο εγώ έφτασα σε αρκετά υψηλό σημείο για γιος της Άννας. Ξεπέρασα τις ικανότητές μου. Ίσως δεν έχω τόσες ικανότητες, ούτε είμαι τόσο ταλαντούχος όσο κάποιοι νομίζουν. Ούτε τόσο εκπαιδευμένος για να μπορέσω να μετουσιώσω το ταλέντο μου σε κάτι άλλο. Είχα όμως ένα άνοιγμα σε άλλους ταλαντούχους που κάνανε το δικό μου μέτριο, πολύ καλό, μέσα στην ομάδα. Για αυτό αυτό που έγινα το οφείλω στις ομάδες κι όχι στα προσόντα μου.

Επομένως, όταν κάποιος δεν έχει όλα αυτά τα προσόντα, πρέπει να γνωρίζει ότι θα πρέπει κάποια στιγμή να πάει κάπου αλλού, να κάνει άλλα πράγματα.

Ο καθένας έως και το θάνατό του έχει θέση σε μερικά πράγματα. Υπάρχει μία θέση για να καθίσει κάπου. Όταν όμως είσαι μέσα στα πράγματα και παλεύεις, παραμυθιάζεσαι, έχεις την αίσθηση ότι μπορείς να καθορίσεις το σύστημα. Όμως το σύστημα πάντα είναι πιο δυνατό από το άτομο. Είχα αρχίσει να ξεφεύγω μέσα στο σύστημα πιστεύοντας ότι μπορώ να το καθορίζω. Λάθος. Όχι αυτό που υποθέτουν κάποιοι, ότι ενδεχομένως είχα γίνει υπερφίαλος. Είχα αρχίσει όμως να νιώθω πλήξη όταν έβλεπα Ότο οι δυνατότητες ήταν χίλιες και έπρεπε για την ισορροπία του συστήματος να κυλήσουμε με ταχύτητα εκατό!».

IMG_6288

– Αλλοιωθήκατε;

«Όποιος ισχυριστεί ότι δεν αλλοιώνεται και δεν αλλοτριώνεται μέσα στο σύστημα λέει ψέματα, αδικεί το σύστημα. Το θέμα είναι να λειτουργήσουν τα αντανακλαστικά και να πει ότι δεν αξίζει να ζει έτσι τη ζωή του, και να παίρνει άλλο δρόμο. Να βάλει στόχο να φέρει τούμπα τα δεδομένα. Ή θα τη γυρίσει την ζωή του ή θα βυθιστεί μέσα στον τρόπο ζωής που προτείνει η βεβαιότητα του συστήματος. Κυνηγός του αβέβαιου είμαι. Βουτάω στο σύστημα για να δω όχι για να τυφλωθώ.

Όπως λέει ο Κουνέλης: “το να περάσει κάποιος από την κόλαση δεν είναι για όλους τους ανθρώπους ίδιο. Ο άνθρωπος του παραδείσου περνάει από την κόλαση, και ζει μια μεγάλη εμπειρία που κάτι την κάνει όταν επιστρέφει στον παράδεισο. Υπάρχουν και οι άνθρωποι της κόλασης, που περνάνε από την κόλαση και μένουν για πάντα μέσα σ’ αυτήν”.

Πολύ εύκολα η εμπειρία γίνεται τάφος, εάν κάποιος δεν το καταλάβει να βγει απ’ αυτήν και να πάει στην επόμενη δημιουργία. Ζούμε μία εμπειρία, για να πάμε σε μία άλλη ενδιαφέρουσα εμπειρία. Δεν ζούμε μια εμπειρία για να πεθάνουμε μέσα σ’ αυτήν. Ζούμε για να κάνουμε κάτι αυτό που ζήσαμε. Το σύστημα, εάν είχε ένα όπλο, θα το έβγαζε πρώτα και κύρια για να πυροβολήσει την περιέργειά μας. Στη συνέχεια το ενδιαφέρον μας και αμέσως μετά την ουσία μας, την ουσία του κάθε ανθρώπου.

Ευτυχώς την κατάλληλη στιγμή υπήρξα κωλόφαρδος. Είδα… Είδα ότι υπάρχει και άλλη πλευρά. Και είπα στον εαυτό μου: «τι κάνεις ρε φίλε; Είσαι 180 κιλά… Είσαι τρελός; Αν συνεχίσεις να ζεις έτσι θα πεθάνεις».

Σήμερα ξέρετε τι σκέφτομαι; Δεκαεφτά χρόνια που επένδυα το χρόνο μου; Όχι ότι δε χάρηκα… Όχι ότι δεν πήρα πράγματα και δεν συνάντησα σπουδαίους ανθρώπους. Ωστόσο σκέφτηκα ότι αυτό που έκανα στις εφημερίδες μέσα σε δέκα χρόνια έγινε στάχτη, ενώ ζωγραφίζοντας μπορεί μετά από 50 χρόνια να πέσει κάποιος πάνω στο εργάκι μου το ζωγραφικό και να αναρωτηθεί ποιος το ζωγράφισε αυτό, τι σκεφτόταν, τι ονειρευόταν…».

– Βέβαια το ίδιο μπορεί να πείτε κάποια στιγμή για την περίοδο στην οποία ζείτε σήμερα… Να γίνει μέρος του συστήματος.

«Το σύστημα βγαίνει πάντα νικητής, σας το είπα. Το σύστημα και τις πιο αγαθές προθέσεις θέλει να τις καταπιεί. Το σύστημα δεν αντέχει τους ονειροπόλους. Αρκεί να ξέρεις κάποια στιγμή να ξεφεύγεις από την ήττα που σου επιφυλάσσει το σύστημα. Όταν το σύστημα θέλει να σας εκμεταλλευτεί, κρίνοντας ότι είστε επικίνδυνος, ταλαντούχος, σας αποπλανεί με υλικά δολώματα.

Εσείς πιστεύετε ότι σας αμείβει το σύστημα για την αξία σας. Στην πραγματικότητα το σύστημα σας βάζει χωρίς να το καταλάβετε σε έναν τρόπο ζωής που μπορεί να γίνει εθισμός για σας. Και όταν θα σας τραβήξει το χαλάκι κάτω από τα πόδια, δεν θα έχετε τη δύναμη να σταθείτε όρθιος. Γιατί έχετε εθιστεί σε έναν τρόπο ζωής που σας αρρωσταίνει αλλά δεν μπορείτε να απαλλαγείτε.

Μπορώ να ζήσω με 1.000 ευρώ λοιπόν. Έζησα με πάρα πολλά λεφτά και μπορώ να ζήσω με πάρα πολύ λίγα. Δεν μασάω. Ζω και σε ένα δωμάτιο των δεκατεσσάρων τετραγωνικών. Ξέρω καλά ότι το λίγο μπορεί να περιέχει το πολύ».

– Υπήρξατε καλύτερος ως υπάλληλος ή ως εργοδότης;

«Δεν υπήρξα ποτέ εργοδότης. Ποτέ δεν πίστευα ότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δουλεύουν για εμένα».

– Ως επιχειρηματίας;

«Είμαι πολύ κακός επιχειρηματίας. Επιχειρηματίας είναι αυτός που φτιάχνει πράγματα με σκοπό το υλικό κέρδος τις περισσότερες φορές. Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Εμένα δεν με συγκινούσε ποτέ κάτι τέτοιο.

Όταν έκανα το FAQ, έστησα ένα ακριβό free press. Δεν το έκανα γιατί ήμουν πιο έξυπνος από τον Τσαγκαρουσιάνο ή τον Γεωργελέ. Ήμουν ένας άνθρωπος που δεν έκανε καλά τον υπολογισμό, αλλά είχα ένα όνειρο, να βγάλω ένα έντυπο τσάμπα που να έχει την αξία του πανάκριβου. Δείτε μόνο τι μισθούς έδινε τότε στο FAQ».

– Υπήρξαν άνθρωποι από τους οποίους πήρατε συνέντευξη και δεν θα θέλατε να συναντήσετε ποτέ ξανά;

«Υπήρξε μία περίπτωση, αρκετά παλιά, στην οποία δεν θα ήθελα να αναφερθώ ξανά. Γιατί τον ίδιο άνθρωπο, τον συναντάω ακόμα και σήμερα. Δεν πιστεύω πια ότι πρέπει να κουβαλάω παρεξηγήσεις. Μεγαλώσαμε για να φορτωνόμαστε παρεξηγήσεις.

Μεγάλωσα και δεν μπορώ να κουβαλάω τέτοια βαρίδια. Έχω άλλο βράχο που ανεβοκατεβάζω καθημερινά… Είναι μεγάλη η αγωνία μου για τη ζωή μου, με απασχολεί η ανυπαρξία που είναι πια έξω από την πόρτα μου».

– Μ’ αυτό παλεύετε;

«Από μικρό παιδί. Κάποια στιγμή το ξεγέλασα, και νόμιζα ότι αυτό δεν ήταν το ζητούμενο. Τώρα όμως, όσο πλησιάζω τον τοίχο, τόσο περισσότερο επιστρέφει ως γεγονός αναπόφευκτο. Υπάρχουν τα φιλαράκια μου που φεύγουν και μου το θυμίζουν.

Εγώ έζησα με ένα όνειρο μέχρι τα τριάντα μου χρόνια. Να συναντήσω τους «άλλους» που κάνουν την ζωή μας δώρο. Ένας ένας από όλους αυτούς φεύγει.. Έφυγε η Λούλα προχθές… η τροφή της έμπνευσής μας. Έφυγε ο Χειμωνάς. Ο Κουνέλης. Ο Τσίρκας, ο Αγγελόπουλος. Φεύγουν οι εμπνευστές μας.

Τελειώνουν αυτά που μας μεγάλωσαν σαν ανθρώπους… Γι’ αυτό είπα να κάνω κάτι όσο είμαι εδώ, για να επεκτείνω το χρόνο. Να γίνει το λεπτό μου, ώρα. Κι ας νομίζουν οι άνθρωποι ότι με τα λεφτά θα λύσουν το πρόβλημα.

Τι θα ήταν καλύτερο δηλαδή αν παίρνετε περισσότερα χρήματα από αυτά που χρειάζεστε και καίγατε το όνειρο; Αποκτήσαμε ένα σπίτι και μετά θέλαμε ένα μεγαλύτερο σπίτι για να στεγάσουμε την πλήξη και τη ματαιοδοξία μας… την ανοησία μας».

– Το λέτε έχοντας υπάρξει και ματαιόδοξος;

«Έχω κάνει όλα τα λάθη. Μην κοιτάτε τους άλλους που τα κρύβουν».

– Τι σας φτιάχνει και τι μπορεί να σας καταστρέψει;

«Τώρα πια θα μπορούσε να με καταστρέψει η διάθεση να αποδείξω ότι κάποτε είχα δίκιο».

IMG_6429

– Δικαιώνεστε;

Δεν διεκδικώ κανένα δίκιο. Δικαιωμένοι είναι όλοι οι άνθρωποι που πάλεψαν και συνεχίζουν να παλεύουν γιά κάτι που αφορά όλους και όχι μόνο τον εαυτό τους. Χωρίς τους άλλους δεν υπάρχουμε.

– Γυρίζετε σε ανθρώπους την πλάτη όταν τους συναντάτε;

«Ποτέ δεν γύριζα την πλάτη. Και δεν τη γυρίζω σε κανέναν. Πάντα επιδίωκα δύο κουβέντες ακόμα και με αυτόν που είχα τσακωθεί ή παρεξηγηθεί.

Ξέρετε τι κόντρα είχα με τον Πέτρο Κωστόπουλο; Μεγάλη! Ρωτήστε τον αν τον συναντήσετε. Όταν έπεσε, ήμουν ο πρώτος που άπλωσε το χέρι να τον σηκώσω. Ποτέ δεν χτύπησα κανέναν που ήταν στο χώμα. Το θεωρώ άνανδρο».

– Στην εποχή που γίνεται μεγάλη κουβέντα για τα fake news, πόσο συχνά καταφέρνατε να ξεγελάσετε με κάποια από τις φάρσες ως «Κακά Παιδιά», μερίδα του Τύπου, παρασύροντάς εκδότες και δημοσιογράφους σε αναδημοσιεύσεις ειδήσεων που δεν ίσχυαν;

«Ακούστε. Η επιτυχία που είχαμε με τα Κακά Παιδιά οφειλόταν κατά κύριο λόγο στο Λάμπη Ταγματάρχη και λιγότερο σ’ εμένα. Αυτός ήταν η ισορροπία στην υπερβολή μου. Επίσης οφείλουμε πολλά στον Γιάννη Αλαφούζο. Ο Αλαφούζος ήταν πάντοτε εξαιρετικά ανοιχτόμυαλος. Μας στήριζε. Συνήθιζε να λέει σε όσους διαμαρτύρονταν, “μην τους εκνευρίζετε γιατί θα το ξαναπαίξουν”.

Θα πρέπει βέβαια να πω μετά από περίπου 20 χρόνια, ότι δεν κάναμε ποτέ απλώς φάρσες στην εκπομπή μας. Κάναμε πολιτικό ρεπορτάζ. Μπαίναμε στο δωμάτιο της εξουσίας. Αποδεικνύαμε ότι οι εκπρόσωποι της εξουσίας είναι τόσο ευθυνόφοβοι, που κατουριούνται από το φόβο τους για ασήμαντα και παράλογα πράγματα.

Μην ξεχνάτε ότι έχουμε πουλήσει Patriot στον υπουργό Εθνικής Αμύνης από το τηλέφωνο. Αρκεί αυτό για να καταλάβετε πόσο σαθρή είναι η εξουσία.

Επίσης, κάναμε τους πάντες να τρέμουν, μην τυχόν δηλητηριάσουν τον Παπανδρέου. Καλούσαμε κάθε πέντε λεπτά στο Πεντελικό, ζητώντας να μας λένε το μενού για να μην τυχόν βάλουν μέσα στο φαγητό δηλητήριο. Ρεπορτάζ ήταν όλα αυτά που αποδείκνυαν τη γελοιότητα της εξουσίας.

Όταν κάναμε τις πλάκες αυτές στον Ανδρέα Παπανδρέου, είχα στη συνέχεια το θάρρος και τη δύναμη να παρουσιαστώ μπροστά του ως δημοσιογράφος του ΒΗΜΑΤΟΣ και να του πάρω συνέντευξη. Όταν έμπαινα στο σπίτι, ερχόταν ο Χυτήρης και έλεγε: «Τι έκανες βρε Θανάση το Σάββατο; Τι θα πει ο πρόεδρος;» Την ίδια στιγμή ερχόταν ο Παπανδρέου γελώντας: «Το άκουσα! Πολύ πλάκα είχε!» Αυτός ήταν ο Αντρέας Παπανδρέου. Άντεχε την σάτιρα της εξουσίας και γέλαγε με την γελοιότητα που κατοικεί στο δωμάτιο της εξουσίας.

– Πριν κλείσουμε τη συνέντευξη, πείτε μου γιατί αποφασίσατε να ζωγραφίζετε αυτοκίνητα; Γιατί ένα SMART πολύχρωμο και όχι ένα SMART απλά λευκό, μαύρο, κόκκινο;

«Γιατί πιστεύω ότι αυτό που λέμε τέχνη, πρέπει να είναι ένα κομμάτι της ζωής μας κι ας προσπαθεί  και αυτό το κομμάτι να το ελέγξει το σύστημα. Γι’ αυτό ζωγραφίζω σε χρηστικά αντικείμενα. Παπούτσια, τραπέζια, τσάντες, δαχτυλίδια, μπουφάν, χαρτοπετσέτες, ποτήρια.

Θέλω, την ώρα που ζει ένας άνθρωπος την ομοιομορφία, να τον χαστουκίζει το διαφορετικό. Ασχέτως εάν το κάνω καλά εγώ ή κάποιος άλλος. Η διαφορετικότητα είναι το ενδιαφέρον της ζωής μας κι ας προσπαθούν να μας κάνουν όμοιους.

Ξέρετε, ένα ζωγραφισμένο SMART είναι ένα έργο τέχνης με ρόδες, ένα έργο τέχνης του δρόμου κι όχι του μουσείου. Είναι μια αφορμή να πάσα εκεί που δεν θα πήγαινες ποτέ. Η τέχνη γεμίζει την ζωή μας ενδιαφέρον. Ταξιδάκι είναι η τέχνη σε μέρη που δεν ξέρουμε αλλά θα θέλαμε να δούμε. Η λύση δεν είναι ποτέ μόνο μία. Και τίποτα δεν είναι μονόδρομος. Πρέπει να τολμάμε να μουτζουρώνουμε τα πράγματα, τα οποία οι άλλοι μας υπέδειξαν ότι πρέπει να είναι όπως εκείνοι θέλουν, καθαρά».