Ο κόλπος του Γκουαντάναμο και το ομώνυμο στρατόπεδο συγκέντρωσης υπόπτων για τρομοκρατία, στην Κούβα, είναι ίσως από τα πιο περιβόητα και πολυθρύλητα μέρη στον πλανήτη. Μία γκρίζα ζώνη μεταξύ του βασανισμού, της απάνθρωπης μεταχείρισης και του εγκλεισμού. Το Γκουαντάναμο είναι από τα μέρη εκείνα στο οποίο ό,τι συμβαίνει εντός των τειχών μένει εντός των τειχών. Από το 2002 που ξεκίνησε η λειτουργία του ως φυλακή για κρατούμενους, κυρίως αραβικής καταγωγής, από την κυβέρνηση του Τζορτζ Μπους Τζούνιορ, ωστόσο, έχουν δει το φως της δημοσιότητας χιλιάδες ιστορίες από τις συνθήκες κράτησης και τις -τουλάχιστον- αμφιλεγόμενες πρακτικές απόσπασης ομολογιών ενοχής. Ένας βασικός πυλώνας του «αντιτρομοκρατικού» κατασκευάσματος στις αμερικανικές εγκαταστάσεις ήταν η ψυχική υγεία των κρατουμένων να παραμένει σε επίπεδα ανεκτά αλλά και οι αρμόδιοι επιστήμονες να προσφέρουν τις γνώσεις τους στην ανακριτική διαδικασία. Εν ολίγοις να κάνουν τα βασανιστήρια πιο αποτελεσματικά. Κάθε πρωί που έμπαινε στις εγκαταστάσεις, η Σέι Ρόουζκρανς, μία ψυχίατρος του πολεμικού Ναυτικού που ηγούταν μιας από τις ψυχιατρικές ομάδες που είχαν στην εποπτεία τους την ψυχολογική φροντίδα των κρατουμένων, έβγαζε από πάνω της οτιδήποτε μπορούσε να την συνδέσει με τη ζωή της απέξω. Οι οδηγίες ήταν σαφείς «οποιοδήποτε στοιχείο της ταυτότητάς σας αναγνωρίσουν οι κρατούμενοι ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί από τους συνεργούς τους εκτός φυλακής». Όλοι οι εργαζόμενοι στον ψυχιατρικό τομέα του Γκουαντάναμο είχαν την εξής αντίληψη για τους κρατούμενους, ότι τους μισούν ντε φάκτο γιατί βοηθούν το στρατό και τη CIA στα βασανιστήρια. Αυτή η αντίληψη ήταν κατά το ήμισυ σωστή καθώς όσοι από τους γιατρούς προσπαθούσαν να βοηθήσουν είχαν εντολές να μην «εμπλακούν συναισθηματικά με το αντικείμενο της έρευνας». Οι κρατούμενοι έβριζαν συνεχώς τις ψυχιατρικές ομάδες και πολλές φορές τους πέταγαν ποτήρια με ούρα ή κόπρανα που είχαν κρατήσει για αυτό το σκοπό. Οι «κάτοικοι» της βάσης στην Κούβα ήταν είτε νεαρά διαταραγμένα άτομα που είχαν πιαστεί ως αιχμάλωτοι πολέμου, τα οποία μετά την πάροδο των χρόνων έγιναν (μετά από τα βασανιστήρια που υπόκεινταν, όχι με κάποιο μεταφυσικό τρόπο) επιθετικοί ενήλικες. Άλλοι είχαν φτάσει από τις ΗΠΑ και αντιμετώπιζαν εγκλεισμούς αορίστου χρόνου και ή κατάστασή τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μόνο με τον όρο «απελπιστική». Οι πρακτικές των μυστικών υπηρεσιών για να αποσπάσουν τις μαρτυρίες έφερναν τους κρατούμενους σε συνθήκη να πάσχουν από παραισθήσεις, άγχος, εφιάλτες και κατάθλιψη.
Στο Γκουαντάναμο εθελοτυφλούσαν άπαντες
Κάποιες φορές από εντολή και κάποιες φορές από επιλογή, οι ομάδες των ψυχιάτρων δεν γνώριζαν το πραγματικό μέγεθος των βασανιστηρίων που λάμβαναν χώρα στις βάσεις. Αρκετές φορές το προσωπικό που ρίχνονταν στο «λάκκο των λεόντων» δεν είχε την απαραίτητη εκπαίδευση για αντιμετωπίσει τέτοιου είδους καταστάσεις. Η Ρόουζκρανς επισημαίνει πως «μιλούσαμε στους κρατούμενους με τους αριθμούς τους. Δεν γνωρίζαμε τα ονόματά τους. Δεν τους βλέπαμε καν. Οι βάρδιές μας δεν έμεναν ίδιες για πάνω από τρεις μήνες. Με αυτό τον τρόπο δεν μπορούσαμε να αναπτύξουμε καμία προσωπική σχέση, που είναι απαραίτητη για να βοηθηθούν οι κρατούμενοι». Και συνεχίζει «δεν τους ρωτάγαμε ποτέ πως πήγε η ανάκριση ή αν τους χτύπησαν. Εάν δεν μπορείς να κλείσεις τελείως μία πληγή δεν την ανοίγεις και άλλο». «Στόχος μου είναι να τους κρατήσω ζωντανούς», ανέφερε η δόκτωρ Ρόουζκρανς. «Η δουλειά μου ήταν να τους βοηθήσω να συνεχίσουν τη ζωή τους» επεσήμανε ο Άντι Ντέιβιντσον, ψυχολόγος του Ναυτικού των ΗΠΑ.
Αμφιλεγόμενη Φροντίδα
Μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους το 2001 η ναυτική βάση του Γκουαντάναμο άρχισε να δέχεται σωρηδόν κρατούμενους οι οποίοι στοιβάζονταν σαν τα σακιά μέσα στα κτήρια με χειροπέδες και κλειστά τα μάτια τους με ειδικά γυαλιά που δεν επέτρεπε ίχνος φωτός να περάσει. Δεν υπήρχε καμία ενημέρωση εκείνη τη περίοδο όσον αφορά του πως θα χειρίζονταν οι γιατροί όσους κατέφθαναν. Κάποια μέλη του προσωπικού ήταν αρνητικά προδιατεθειμένα και ενημέρωναν και τους υπόλοιπους πως «είναι εγκληματίες και ως τέτοιους πρέπει να τους φερόμαστε». Ο δόκτωρ Ντέιβιντσον σημειώνει πως «τους ρωτούσαμε τυπικά πράγματα από μία σχισμή στη πόρτα. Αν έχουν σκέψεις να αυτοκτονήσουν οι να κάνουν κακό στον εαυτό τους. Και μετά τους δίναμε τα φάρμακά τους τα οποία έπρεπε να σιγουρευτούμε πως πήραν». Ενώ όπως συμπληρώνει ο Υποπλοίαρχος Άλμπερτ Σίμκους, όταν έφτασαν εκεί μετά το 2002 γιατροί των μυστικών υπηρεσιών και τους ζητήθηκε να παραδώσουν τα αρχεία που είχαν για τον κάθε κρατούμενο εκείνοι αρνήθηκαν. «Δεν τους το επιτρέψαμε γιατί ξέραμε πως οι πληροφορίες θα χρησιμοποιούνται σε “αναβαθμισμένες” ανακρίσεις και βασανιστήρια», Ο Πολ Μπάρνει και ο Τζον Λέσο, οι οποίοι είχαν μετατεθεί στο Γκουαντανάμο για να παρακολουθούν την ψυχική υγεία των Αμερικανών στρατιωτών εν τέλει τους ζητήθηκε να παρέχουν επιστημονική «χείρα βοηθείας» στα «επιστημονικά» βασανιστήρια. Μερικά από αυτά ήταν η εκτεταμένη απομόνωση, οι 20ωρες ανακρίσεις και οι στρεσογόνες σωματικές τακτικές όπως η έκθεση σε πολύ ψιλές ηχητικές συχνότητες. Και οι δύο κατέθεσαν εκθέσεις όπου ανέφεραν ευκρινώς πως οι πρακτικές που λάμβαναν χώρα πάνω στα σώματα των φυλακισμένων θα είχαν επιπτώσεις για πολλά χρόνια μετά. Οι κόντρες μεταξύ των επιστημόνων δεν ήταν σπάνιο φαινόμενο. Ο δόκτωρ Κοβάλσκι ανέφερε πως ήρθε σε διαμάχη με μία ψυχίατρο το 2004 όταν της είπε πως «είμαστε εδώ για να βοηθάμε τους κρατούμενους» και εκείνη του απάντησε «είμαστε εδώ για προστατεύσουμε την πατρίδας μας». Αυτή η στιχομυθία είναι ενδεικτική των τελείως αντιεπιστημονικών πρακτικών που εφαρμοζόντουσαν στη βάση.
Τα φάρμακα μετά από τους βασανισμούς
Κάποιοι από τους ψυχιάτρους επιβεβαιώνουν τις καταγγελίες του Μοχαμεντού Ουλντ Σλαχί ο οποίος ήταν κρατούμενος στο Γκουαντάναμο για 14 χρόνια. Ο Σλαχί υπέμεινε μία σειρά από τα πιο σκληρά βασανιστήρια όπως την άρνηση ύπνου, τους ξυλοδαρμούς σε ευαίσθητα σημεία του σώματος, την κατάποση μεγάλων ποσοτήτων νερού με τη βία, την έκθεση σε ακραία καιρικά φαινόμενα. Τα ψυχολογικά βασανιστήρια δεν έλειπαν. Τον απειλούσαν και τον τρομοκρατούσαν πως θα μεταφέρουν τη μητέρα του στη βάση και θα την βασάνιζαν και εκείνη, ενώ κακοποιούνταν σεξουαλικά από γυναίκες ανακρίτριες του στρατού και της CIA. Τα ιατρικά αρχεία του Σλαχί ανέφεραν πως είχε βγει για εκείνον, φαρμακευτική αγωγή, η οποία περιλάμβανε αντικαταθλιπτικά χάπια, αντιαγχολυτικά και υπνωτικά. Ο Μοχαμεντού Σλαχί δεν είχε κανένα καταγεγραμμένο πρόβλημα, ψυχικής φύσεως πριν πιαστεί αιχμάλωτος και μεταφερθεί στο Γκουαντάναμο.
Κανένας δεν πεθαίνει
Αυτό ήταν το μότο των ψυχολόγων και των ψυχιάτρων -στην πλειονότητα τους- που εργαζόντουσαν στη ναυτική βάση. Όπως καταγράφει ο Ντέιβιντσον «κάθε μέρα ήταν μία ηθική μάχη. Αρκετές φορές καλούμασταν να απαντήσουμε στους κρατούμενους για χάρες που μας ζητούσαν καθώς και για προσωπικές πληροφορίες για την ζωή τους εκεί τις οποίες δεν μπορούσαμε να διαχειριστούμε. Και δεν θέλαμε να γνωρίζουμε καθώς θα μπορούσαν να γίνουν “όπλο” στα χέρια των ανακριτών». «Μετά τις απαγορεύσεις των βασανιστηρίων από τον πρόεδρο Μπαράκ Ομπάμα, το 2009, απαγορεύτηκε η πρόσβαση των μυστικών υπηρεσιών στα ιατρικά αρχεία των κρατουμένων. Παρόλα αυτά η εμπιστοσύνη προ εμάς δεν επανήλθε», σημείωσε ο δόκτωρ Μπρους Μένελεϊ, υπεύθυνος της ψυχιατρικής ομάδας της βάσης μεταξύ 2007 με 2009. «Οι περισσότεροι είχαν κατάθλιψη. Αλλά και ποιος δεν θα είχε αν τον έκλειναν κάπου, τον βασάνιζαν και δεν ήξερε καν αν θα βγει ποτέ από αυτή τη φυλακή» ανέφερε με νόημα η Ρόουζκρανς. «Το πως θα μπορούσαμε να κρίνουμε αν μία καταγγελία κρατουμένου μπορούσε να κρύβει αυτοκτονικές τάσεις ήταν κάτι που μας απασχολούσε πάντα», τόνισε η Ρόουζκρανς και αναφέρθηκε στην περίπτωση του Μουσάμπ Αλ-Μαντχαουάνι το 2013. Ο Αλ-Μαντχαουάνι συμμετείχε σε μία απεργία πείνας καταγγέλλοντας τις συνθήκες κράτησης στο Γκουαντάναμο. Σε ένα γράμμα του ανέφερε «Δεν έχω κανένα λόγο να πιστεύω πως θα φύγουμε από δω μέσα ζωντανοί. Ο θάνατος μάλλον είναι καλύτερη προοπτική». Σύμφωνα πάντως με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου εθνικής άμυνας των ΗΠΑ, μόλις 6 θάνατοι καταγράφηκαν επίσημα ως αυτοκτονίες. Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζει η η Σέι Ρόουζκρανς τα πράγματα που έζησε, είδε και άκουσε μέσα στο Γκουαντάναμο δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστους τους γιατρούς. Όταν πήρε σύνταξη από την υπηρεσία προσπάθησε, μία μέρα, να στήσει την κόρη της ώστε να την φωτογραφίσει. Το μικρό κορίτσι ήταν ατίθασο και δεν στεκόταν σωστά. Η Ρόουζκρανς αμέσως της φώναξε «είσαι μία μικρή τρομοκράτης»… Δείτε όλα τα θέματα του Weekend