Μάιος του 1968. Ο Μάρτιν Μπράουν βρέθηκε νεκρός σε μια εγκαταλελειμμένη οικοδομή στο Σκότσγουντ του Νιούκαστλ. Αρχικά ο θάνατός του θεωρήθηκε ατύχημα. Ο μικρός πιθανότατα είχε ανέβει στον δεύτερο όροφο της οικοδομής παραπάτησε κι έπεσε απ’ το μπαλκόνι. Λίγο αφότου εντοπίστηκε το σώμα του, δύο κορίτσια πλησίασαν την οικοδομή, αγνοώντας τι είχε συμβεί. Ήταν η 11χρονη Μαίρη Μπελ και η 13 φίλη της, Νόρμα. Οι αρχές τους απαγόρευσαν να πλησιάσουν στο σημείο και τα κορίτσια πήγαν τρέχοντας στη θεία του άτυχου αγοριού για να της πουν τα δυσάρεστα. Ο Μάρτιν Μπράουν ήταν μακρινός ξάδερφος της Μαίρης, η οποία γνώριζε καλά την οικογένειά του. Τις επόμενες μέρες, η Μαίρη επισκεπτόταν συνέχεια τη μητέρα του για να της συμπαρασταθεί για τον χαμό του παιδιού της. Κάποια στιγμή της ζήτησε να δει τον μικρό κι όταν η μητέρα απάντησε πως ήταν νεκρός, η Μαίρη είπε: «Το ξέρω ότι είναι νεκρός. Θέλω να τον δω στο φέρετρο». mary2 Λίγες ημέρες αργότερα στον παιδικό σταθμό της περιοχής προκλήθηκαν βανδαλισμοί και βρέθηκαν κάποια απειλητικά σημειώματα. Ένα από αυτά έγραφε: «Μ’ αρέσει να σκοτώνω και είναι πιθανόν να ξαναέρθω». Η αστυνομία δεν συνέδεσε τα δύο περιστατικά θεωρώντας ότι πρόκειται για ένα κακόγουστο αστείο. Ένα μήνα μετά στις 31 Ιουλίου, εντοπίζεται το πτώμα ενός δεύτερου παιδιού, του 3χρονου Μπράιαν Χόου, σε μια ερημική περιοχή του Σκότσγουντ, όπου τα παιδιά της γειτονιάς συνήθιζαν να παίζουν, ανάμεσα σε παλιά αυτοκίνητα και σκουπίδια. mary5 Ο Μπράιαν Χάουι, χάθηκε ενώ έπαιζε μπροστά στην πόρτα του σπιτιού του. Η αδελφή του Πατ, άρχισε να τον αναζητεί παντού όταν συνάντησε την Μαίρη Μπελ και τη φίλη της Νόρμα. «Ψάχνεις για τον Μπράιαν;» ρώτησε η Μαίρη Μπέλ την Πατ. Η Μαίρη και η Νόρμα προθυμοποιήθηκαν να τη βοηθήσουν. Τα τρία κορίτσια άρχισαν να ψάχνουν σε όλη την γειτονιά, παρ’ όλο που δύο από αυτά γνώριζαν πολύ καλά πού ακριβώς βρισκόταν ο Μπράιαν. Ο μικρός είχε στραγγαλιστεί. Στο κορμί του ήταν χαραγμένο ένα «Μ», ενώ τα γεννητικά του όργανα είχαν τραυματιστεί με ένα ψαλίδι. Το ψαλίδι βρέθηκε λίγα μέτρα μακριά απ’ το πτώμα. Ήταν εμφανές ότι επρόκειτο για δολοφονία και αμέσως η αστυνομία άρχισε εντατικές έρευνες. Βασικοί ύποπτοι δεν ήταν οι ενήλικες, αλλά τα παιδιά της περιοχής και κυρίως το «δίδυμο» Μαίρη Μπελ και Νόρμα, οι οποίες είχαν αρχίσει να τραβάνε την προσοχή του κόσμου με την ανάρμοστη συμπεριφορά τους. Μερικές μέρες πριν από τον θάνατο του Μάρτιν Μπράουν, οι δυο τους μπλεχτεί σε καυγά με συνομήλικές τους, ενώ μία μέρα μετά τη διάρρηξη στον παιδικό σταθμό, τις βρήκαν να προσπαθούν να μπουν κρυφά στο κτίριο. Η Μπελ ήταν ένα αρκετά επιθετικό παιδί και αρκετά βίαιο προς πολλά παιδιά της γειτονιάς, ενώ κάποια την είχαν ακούσει να φωνάζει: «Είμαι δολοφόνος». Επειδή όμως το έλεγε στην παιδική χαρά, δεν της έδωσαν σημασία.

Οι αντιφάσεις και η καταδίκη

mary3 Η Μαίρη στραγγάλισε τον 3χρονο Μάρτιν Μπράουν σε μια έρημη οικοδομή και τον πέταξε από το μπαλκόνι. Δεν είχε μείνει κανένα σημάδι γύρω από τον λαιμό του, με αποτέλεσμα η αστυνομία να μην αντιληφθεί ότι επρόκειτο για δολοφονία. Όμως στο δικαστήριο, η 11χρονη την πάτησε όταν αναφέρθηκε ανοιχτά στον στραγγαλισμό του μικρού, ενώ καμία πληροφορία σχετικά με αυτό δεν είχε κυκλοφορήσει μέχρι τότε. Η Νόρμα ισχυρίστηκε πως η Μαίρη σκότωσε τον μικρό και κατόπιν την οδήγησε εκεί για να της δείξει το κατόρθωμά της. Η Μαίρη αρνήθηκε κάθε κατηγορία. Η κηδεία του Μπράιαν Χάουι έγινε στις 7 Αυγούστου. Ο επιθεωρητής Ντόμπσον παρατήρησε πως η Μαίρη στεκόταν μπροστά στο σπίτι των Χάουι την ώρα που έβγαινε το μικρό φέρετρο. Αυτό που είδε τον έκανε να ανατριχιάσει: η Μαίρη γελούσε και έτριβε τα χέρια της. Στην ανάκριση, η 11χρονη αποκάλυψε πως την ημέρα της δολοφονίας του Χόου, είχε δει ένα 8χρονο αγόρι να τον χτυπάει και μετά να τον τραυματίζει με ένα χαλασμένο ψαλίδι. Κανείς πέρα απ’ την αστυνομία, δεν γνώριζε για το ψαλίδι που είχε βρεθεί στον τόπο του εγκλήματος… mary4 Στην επόμενη ανάκριση άρχισε ένα «πινγκ πονγκ» ευθυνών με την Μαίρη να μεταθέτει όλη την ευθύνη στη φίλη της Νόρμα και το αντίστροφο. Η αστυνομία κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι δυο τους είχαν παρασύρει το αγοράκι στον τόπο της δολοφονίας του ενώ όταν μαθεύτηκε πως το «δίδυμο» συνελήφθη, έγιναν γνωστές και άλλες βίαιες ενέργειες της Μαίρης, ότι είχε σπρώξει τον ξάδερφό της από αρκετό ύψος και είχε προσπαθήσει να τον στραγγαλίσει δύο κορίτσια στη γειτονιά της. Στη δίκη που ακολούθησε, ήρθαν στο φως πολλά ενοχοποιητικά στοιχεία: ο γραφικός χαρακτήρας της Νόρμα στο σημείωμα, ίνες από το φόρεμα της Μαίρης και στα δύο θύματα, και πολλές αντιφάσεις. Ο ψυχίατρος διέγνωσε πως επρόκειτο για ψυχοπαθητική προσωπικότητα, με έλλειψη συναισθημάτων προς τους άλλους ανθρώπους, και πρότεινε να της αποδοθεί μειωμένη ευθύνη. Η Νόρμα θεωρήθηκε μειωμένης νοητικής ικανότητας και υποχείριο της Μαίρης κι έτσι οι ένορκοι την έκριναν αθώα και τη Μαίρη ένοχη για τα δύο εγκλήματα. Της επιβλήθηκε ισόβια κάθειρξη στις 17 Δεκεμβρίου. Η Μαίρη οδηγήθηκε σε αναμορφωτήριο, καθώς ήταν αδύνατον, λόγω ηλικίας, να κλειστεί σε φυλακή, ενώ στο ψυχιατρείο θα ήταν επικίνδυνη για τα μικρά παιδιά που νοσηλεύονταν εκεί. «Η δολοφονία δεν είναι τόσο κακή. Θα πεθάνουμε όλοι κάποια στιγμή έτσι κι αλλιώς». Η κυνική αυτή φράση ανήκει στην γλυκιά κατά τα άλλα Mary Bell, από τη Βρετανία.

Η σεξουαλική κακοποίηση της Μαίρη Μπελ

mary6 Η μητέρα της Μαίρη Μπελ, η Μπέτυ, ήταν πόρνη. Έμεινε έγκυος όταν ήταν 17 χρονών και παντρεύτηκε έναν απ’ τους πελάτες της, ο οποίος έβγαζε χρήματα με κάθε είδους κομπίνες. Καθώς μεγάλωνε η Μαίρη, πολλοί σχολίαζαν ότι η μητέρα της ήθελε με κάθε τρόπο να «ξεφορτωθεί» το παιδί της. Την είδαν να της δίνει φάρμακα σαν καραμέλες, τα οποία η μικρή δεν πήρε ποτέ. Πολλές φορές, η Μαίρη είχε μυστηριώδη ατυχήματα, όπου γλιστρούσε χωρίς λόγο στις σκάλες ή χτυπούσε με δύναμη το κεφάλι της. Κυκλοφορούσαν φήμες ότι η Μπέτυ είχε προσπαθήσει να σκοτώσει την ίδια της την κόρη, αλλά δεν αποδείχθηκε. Αργότερα, η Μαίρη Μπελ παραδέχτηκε ότι η μητέρα της την εξέδιδε από την ηλικία των 4 ετών και την ανάγκαζε να συμμετέχει σε σεξουαλικά όργια όπου άντρες την κακοποιούσαν ότι είχε κακοποιηθεί σεξουαλικά από δεκάδες άντρες, ενώ η μητέρα της παρακολουθούσε και ζητούσε μεγάλα χρηματικά ποσά απ’ τους πελάτες. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει την επιθετική συμπεριφορά της Μαίρης στα μικρά θύματά της. Η μητέρα της Μπέτι, την επισκεπτόταν συχνά στο αναμορφωτήριο όμως μετά από κάθε επίσκεψη η Μαίρη φερόταν επιθετικά. Η μητέρα της δεν δίστασε να εκμεταλλευτεί οικονομικά την όλη ιστορία πουλώντας την σε εφημερίδες ταμπλόιντ και πιέζοντας τη Μαίρη να γράφει ποιήματα και γράμματα τα οποία στη συνέχεια προωθούσε η ίδια στον Τύπο. Όσο μεγάλωνε, η Μαίρη προσποιούταν πως ήταν άντρας: ζωγράφιζε στο πρόσωπό της γένια, περπατούσε σαν άντρας και έβαζε ένα ρολό από κάλτσες στην περιοχή των γεννητικών οργάνων της. Ρώτησε μάλιστα έναν γιατρό πώς μπορούσε να κάνει αλλαγή φύλου. Δεν ήθελε να είναι ο εαυτός της. Αποφυλακίστηκε με απόλυτη μυστικότητα το 1980, σε ηλικία 23 ετών. Το 1998, δημοσιογράφοι ανακάλυψαν τη νέα της ταυτότητα και αποκάλυψαν ότι είχε αποκτήσει μία κόρη. Το 1980 λίγους μήνες προτού αφεθεί ελεύθερη υπό όρους, μεταφέρθηκε σε έναν ξενώνα. Εκεί γνώρισε κάποιον που αποφάσισε να της αποδείξει ότι ήταν γυναίκα. Η Μαίρη έμεινε έγκυος. Μόλις έμαθε για την εγκυμοσύνη της, το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να σκοτώσει το παιδί της. Και αυτό έκανε. Μετά την αποφυλάκισή της έπιασε δουλειά ως σερβιτόρα και παρακολουθούσε κάποια μαθήματα. Λίγο καιρό αργότερα γνώρισε κάποιον και έμεινε πάλι έγκυος. Αυτή τη φορά αποφάσισε να κρατήσει το μωρό. Η πολιτεία της επέτρεψε να μεγαλώσει το παιδί της, το οποίο όμως θα τελούσε υπό δικαστική εποπτεία ως το 1992. Η Μαίρη ισχυριζόταν πως ό,τι άρρωστο υπήρχε μέσα της θεραπεύτηκε με τον ερχομό του μωρού της. Η Μπελ κέρδισε το δικαίωμα να διατηρήσει και η ίδια, αλλά και η κόρη της, τη μυστική της ταυτότητα μέχρι το τέλος της ζωής τους. Το 2009, δημοσιεύτηκε πως η Μπελ είχε αποκτήσει το πρώτο της εγγόνι σε ηλικία 51 ετών. Αν και ελάχιστα στοιχεία είναι γνωστά για τη ζωή της μετά τη φυλακή, το 1998 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Cries Unheard», από την Γκίτα Σέρενι στο οποίο η ίδια η Μπελ διηγούνταν τη σεξουαλική κακοποίηση που είχε δεχτεί ως παιδί. Τα δικαιώματα της ιστορίας απέφεραν στη Μαίρη τόσα κέρδη που ο Τόνι Μπλερ επέκρινε τον τρόπο με τον οποίο είχε συμβεί αυτό. Η κόρη της Μπελ έμαθε για την μητέρα της από την κυκλοφορία του βιβλίου. Η αντίδραση του παιδιού ήταν αξιοπρόσεκτη: «Μαμά, γιατί δεν μου το είχες πει; Ήσουν απλώς ένα παιδί τότε». Δείτε όλα τα θέματα του Weekend