Έρευνα και μάλιστα με τη μορφή προτεραιότητας αποφάσισαν οι αρχές ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για να διαπιστώσουν κατά πόσο η μεγάλη αμερικανική εταιρία Google παραβιάζει τις αρχές του ελεύθερου ανταγωνισμού στο πεδίο των μηχανών αναζήτησης.

Στο στόχαστρο βρίσκεται ένα φαινομενικά απλό -αλλά τεχνικά πολύπλοκο και επιχειρηματικά κρίσιμο- ερώτημα: Γιατί όταν ένας χρήστης κάνει μια αναζήτηση, εμφανίζονται πρώτες κάποιες πληροφορίες και όχι κάποιες άλλες; Είναι αντικειμενικές οι αναζητήσεις που προσφέρει η Google ή μήπως αποτελούν αντικείμενο χειραγώγησης εκ μέρους της; Υπάρχει περίπτωση οι ανταγωνιστές της να εμφανίζονται πολύ χαμηλά και όσοι διαφημίζονται στη Google να «ανεβαίνουν κάποιες θέσεις» κατά την ιεράρχηση των αποτελεσμάτων;

Η πρωτοβουλία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που θέτει πλέον στο μικροσκόπιο της την μεγαλύτερη μηχανή αναζήτησης του κόσμου, ήρθε εννέα μήνες μετά την υποβολή καταγγελιών από τη βρετανική Foundem (online υπηρεσία σύγκρισης τιμών) και τη γαλλική ejustice.fr (εξειδικευμένη νομική μηχανή αναζήτησης), που θεωρούν ότι o αλγόριθμός της Google, όταν παρουσιάζει τα αποτελέσματα μιας αναζήτησης, υποβαθμίζει τις διαδικτυακές σελίδες τους, επειδή είναι ανταγωνιστικές του αμερικανικού κολοσσού. Παράπονα στην Κομισιόν είχε υποβάλει και η μηχανή αναζήτησης Bing, που ανήκει στη Microsoft, τον μεγάλο ανταγωνιστή της Google.

Σύμφωνα με τα διεθνή πρακτορεία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε ότι θα ερευνήσει κατά πόσο η Google (που ελέγχει πάνω από το 90% της ευρωπαϊκής αγοράς αναζητήσεων) έχει καταχραστεί την κυρίαρχη θέση της στην αγορά online αναζητήσεων, υποβαθμίζοντας σκοπίμως την ιεράρχηση των ανταγωνιστικών υπηρεσιών κατά την εμφάνιση των αποτελεσμάτων της αναζήτησης. Παράλληλα, θα ερευνηθεί αν η Google «ανεβάζει» προνομιακά τις δικές της υπηρεσίες (που περιλαμβάνουν τα βίντεο του YouTube), όταν η μηχανή αναζήτησης παρουσιάζει τα αποτελέσματα.

Πάντως, ο αρμόδιος επίτροπος ανταγωνισμού Χοακίν Αλμούνια διευκρίνισε ότι είναι πρόωρο να ειπωθεί κατά πόσο όντως υπάρχει κάποιο πρόβλημα με τις επιχειρηματικές πρακτικές της Google. «Θέλω να είμαι απολύτως σαφής πως η έρευνα δεν σημαίνει ότι υπάρχει οπωσδήποτε κάποιο πρόβλημα – είναι υπερβολικά νωρίς να πούμε κάτι τέτοιο», δήλωσε στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.

Από την πλευρά της, η αμερικανική εταιρία δήλωσε ότι θα συνεργαστεί με τις ευρωπαϊκές ρυθμιστικές Αρχές. «Υπάρχει πάντα περιθώριο για βελτιώσεις, έτσι θα συνεργαστούμε με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για να διευθετήσουμε τις όποιες ανησυχίες», ανέφερε εκπρόσωπος της Google, η οποία πάντως υπερασπίστηκε την μέθοδο ιεράρχησης των διαδικτυακών τόπων κατά την εμφάνιση των αποτελεσμάτων στις αναζητήσεις. Όπως είπε, η εταιρία σταμάτησε να υπογράφει αποκλειστικά συμβόλαια με εταιρίες-πελάτες εδώ και δύο χρόνια. «Δημιουργήσαμε τη Google για τους χρήστες και όχι για τα sites. Η φύση της ιεράρχησης των αποτελεσμάτων είναι τέτοια που μερικοί διαδικτυακοί τόποι δεν θα είναι ευχαριστημένοι με το πώς ταξινομούνται. Αυτά τα sites παραπονιούνται εδώ και χρόνια, μας έχουν ακόμα μηνύσει, όμως σε όλες τις περιπτώσεις υπήρχαν συγκεκριμένοι λόγοι που οι διαδικτυακοί τόποι τους ιεραρχούνταν χαμηλά από τους αλγόριθμούς μας», πρόσθεσε.

Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοίνωσε επίσης ότι θα διερευνήσει καταγγελίες πως η Google επιβάλλει υποχρεώσεις αποκλειστικότητας σε συνεταίρους της στο πεδίο της διαφήμισης, εμποδίζοντάς τους να βάζουν ορισμένες μορφές ανταγωνιστικών διαφημίσεων στους δικούς τους διαδικτυακούς τόπους. Θα εξετάσει και κατηγορίες ότι η αμερικανική εταιρία επιβάλλει περιορισμούς σε πωλητές λογισμικού και εξοπλισμού υπολογιστών, με στόχο να «θάψει» τον ανταγωνισμό από άλλα «εργαλεία» αναζήτησης.

Τον Ιανουάριο του 2010 και έπειτα από δεκαετή νομική διαδικασία με τις ευρωπαϊκές Αρχές, η Microsoft συμφώνησε να επιτρέψει στους Ευρωπαίους χρήστες των Windows να έχουν μεγαλύτερη ελευθερία στην επιλογή ανταγωνιστικών προγραμμάτων πλοήγησης στο διαδίκτυο (πέρα από τον Internet Explorer), ενώ παράλληλα κλήθηκε να καταβάλει πρόστιμο 1,68 δισ. ευρώ για παραβίαση του ανταγωνισμού. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή μπορεί να επιβάλει πρόστιμο σε μια εταιρία μέχρι το 10% του παγκόσμιου ετήσιου κύκλου εργασιών της.