Υπήρχε μια φορά μια Μίλαν σε αναζήτηση της «εξιλέωσης». Στόχος της ήταν να ξεχαστούν οι σκοτεινοί αγωνιστικοί καιροί (σκάνδαλο Totonero 1980, υποβιβασμός-άνοδος και εκ νέου υποβιβασμός-άνοδος), αλλά και να γίνει κατανοητό στον κόσμο ότι η νέα ιδιοκτησία δεν είχε απλώς καλύψει το οικονομικό έλλειμμα του συλλόγου, ο οποίος βρισκόταν σε κίνδυνο χρεωκοπίας, αλλά είχε επιπλέον για την ομάδα τις εξής ξεκάθαρες ιδέες: να κατακτήσει η Μίλαν την κορυφή στην Ιταλία, στην Ευρώπη, αλλά και πρακτικά τα πάντα στο ποδοσφαιρικό πέρασμά της.

Για αυτό το λόγο από τις πρώτες κιόλας αγωνιστικές υποχρεώσεις των μιλανίστι για τη σεζόν που ξεκινούσε (1986-’87)- τόσο στα εντός όσο και στα εκτός έδρας παιχνίδια- ήταν στις εξέδρες παρούσα όλη η καινούργια διοικούσα αρχή: πρόεδρος-ιδιοκτήτης, διευθύνων σύμβουλος, αθλητικός διευθυντής και λοιποί, προκειμένου να καταστεί σαφές και ξεκάθαρο, τόσο στα μάτια των «ροσονέρι» οπαδών όσο και στον Τύπο, το μήνυμα: «είμαστε εδώ και βάζουμε όχι μόνο τα χρήματα, αλλά και τους εαυτούς μας μπροστά».

Το ίδιο, λοιπόν, συνέβη και εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα της 20ής Αυγούστου 1986 με τη Μίλαν να συμμετέχει στο «Τροφέο Γκαμπέρ» και να παίζει τον τελικό της… παρηγοριάς απέναντι στην Τότεναμ. Στις εξέδρες του γηπέδου της Μπαρτσελόνα, του «Καμπ Νόου» βρισκόταν το νέο αφεντικό, ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι, δίπλα στο νούμερο δύο των μιλανίστι, τον Αντριάνο Γκαλιάνι και στον αθλητικό διευθυντή, τον Αριέντο Μπράιντα.

Η πρώτη άτολμη προσέγγιση

Εκείνη την ζεστή ημέρα ο -από τον προηγούμενο Φεβρουάριο- νέος πατρόν των μιλανέζων ανακάλυψε τον πρώτο του ποδοσφαιρικό… έρωτα: Εναν Ολλανδό, ύψους ενός μέτρου και 90 εκατοστών, ο οποίος κινούνταν με την ευελιξία ενός χορευτή και επευφημούνταν, μάλιστα, από τους αντίπαλους οπαδούς, εκείνους των «μπλαουγκράνα» που συνόδευαν με «όλε» κάθε κούρσα του 40 μέτρων μέσα στο γήπεδο. «Αντριάνο, τα λόγια είναι περιττά. Τον παίρνουμε και δεν σηκώνω κουβέντα. Απόψε κιόλας…», απευθύνθηκε ο Μπερκουσκόνι στον Γκαλιάνι και εκείνα του τα λόγια έδωσαν… γέννηση στην εκπληκτική ιστορία αγάπης ανάμεσα στον Ρούουντ Γκούλιτ και την φανέλα της Μίλαν.

Οντως, ο «καβαλιέρε» δεν έχασε χρόνο και έστειλε με σαφή αποστολή τον αθλητικό διευθυντή, τον Αριέντο Μπράιντα στο δωμάτιο του ποδοσφαιρικού του… πόθου, στο ξενοδοχείο «Hotel Princesa Sofia», εκεί που δύο χρόνια πριν είχε λάβει χώρα η… μυθολογικών διαστάσεων διαπραγμάτευση ανάμεσα στη Νάπολι και τον Μαραντόνα. Το πρόβλημα ήταν ότι ο Μπράιντα δεν γνώριζε ούτε μια λέξη στα αγγλικά, ο Γκούλιτ από τη μεριά του δεν γνώριζε ούτε μια λέξη στα ιταλικά και εκείνη η πρώτη άτολμη προσέγγιση στην «μαύρη τουλίπα»… χάθηκε στη μετάφραση.

Η… σφήνα της Γιούβε

Ο Μπερλουσκόνι, όμως, δεν έχει στο λεξιλόγιό του την λέξη «άρνηση» και το… φλερτ συνεχίστηκε όλο το φθινόπωρο. Σίγουρα ο Γκούλιτ δεν ήταν τότε αρχάριος στην ποδοσφαιρική σκηνή, ήταν με την Αϊντχόφεν πρωταθλητής Ολλανδίας για δύο σερί χρονιές και ποδοσφαιριστής της χρονιάς στο ολλανδικό πρωτάθλημα, αλλά η… αγιοποίησή του θα ερχόταν έναν χρόνο αργότερα, το 1987, με την κατάκτηση της Χρυσής μπάλας φορώντας την «κοκκινόμαυρη» φανέλα ήδη σαν δεύτερο… δέρμα του.

Ο Γκούλιτ, όμως, παρουσίαζε για τον επιχειρηματία Μπερλουσκόνι ιδιαίτερο ενδιαφέρον όχι μόνο ως ποδοσφαιριστής, αλλά και ως παρουσία εκτός γηπέδων: μουσική ρέγγε, γυναίκες και έντονο κοινωνικό προφίλ. Αυτά για τον Μπερλουσκόνι κολλούσαν… γάντι σε μια Ιταλία που άλλαζε κοινωνικό και πολιτικό πρόσωπο. Τον Οκτώβριο, λοιπόν, του 1986 αναλαμβάνει την πρωτοβουλία να δημιουργήσει μια… χορωδία αποτελούμενη από τους Ρουμενίγκε, Ρόσι, Πλατινί, Μπόνιεκ και συνολικά από 23 αστέρες της Σέριε Α για την ηχογράφηση ενός Χριστουγεννιάτικου δίσκου με τον τίτλο «Αλληλούια», τα έσοδα από τις πωλήσεις του οποίου θα διατίθεντο για τα παιδιά του Σαλβαδόρ.

Στην ηχογράφηση πήρε μέρος και ο Γκούλιτ, ο μοναδικός από τους συμμετέχοντες που δεν αγωνιζόταν στην Ιταλία. Τυχαίο; Ούτε κατά διάνοια. Η ειδική αυτή… εισβολή ήταν η απόδειξη πως η Μίλαν ήταν έτοιμη να αναπτύξει πραγματικά το… βαρύ πυροβολικό, δηλαδή την τηλεόραση, τα περιοδικά, τις διαφημίσεις, την μουσική. Οι φυσικές χάρες του Γκούλιτ ως σόουμαν έπεισαν ακόμη περισσότερο τον Μπερλουσκόνι ότι ο Ολλανδός έπρεπε να γίνει δικός του. Ο Γκούλιτ ανακρίνεται από την ομάδα του για τα ταξίδια στην Ιταλία και αρνείται τα πάντα: «Ποιο Μιλάνο; Στο Αμστερνταμ ήμουν για προσωπικούς λόγους» αναφέρει στη διοίκηση.

Παράλληλα εκείνο το φθινόπωρο η Γιουβέντους ενημερωμένη από τον Μισέλ Πλατινί ότι η σεζόν 1986-87 θα ήταν η τελευταία του με τη φανέλα της «Κυρίας» κάνει από την πλευρά της τις δικές τις κινήσεις πάνω στη βάση της γνωστής μας ρήσης «των φρονίμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν». Οι Τζάνι Ανιέλι και Φριτς Φίλιπς, τα αφεντικά της Γιούβε και της Αϊντχόφεν (σ.σ. ιδρύθηκε από την εταιρεία Φίλιπς) συνδέονται με παλιά φιλία και οι δύο ομάδες αρχίζουν να συζητούν την πώληση του Γκούλιτ στους τορινέζους στη βάση των 10 δις λιρετών, με μια πιθανή ανταλλαγή με τον Λάουντρουπ ως εναλλακτική.

Τα μυστικά ταξίδια

ΜΠΕΡΛΟΥΣΚΟΝΙ

Ο Μπερλουσκόνι φυσικά δεν είχε πει ακόμη την τελευταία του λέξη. Ενα μήνα μετά, στις 19 Νοεμβρίου πετάει με το ιδιωτικό του τζετ στο Αμστερνταμ για να συναντήσει τον Γκούλιτ, αλλά και τον Φαν Μπάστεν (έληγε το συμβόλαιό του με τον Αγιαξ), σε μια σουίτα του ξενοδοχείου «Hotel Amstel», μετά το παιχνίδι Ολλανδία-Πολωνία 0-0. Παρών φυσικά και ο μάνατζερ Απολόνιους Κονάινενμπουργκ (ο μέντορας του Μίνο Ραϊόλα). Αμφότεροι οι ποδοσφαιριστές εντυπωσιάζονται από τον γαλαντόμο «καβαλιέρε» και το φέρσιμό του απέναντι στις κυρίες τους.

Η συμφωνία κλείνει και ένας ικανοποιημένος Κονάινενμπουργκ μπαίνει στο αυτοκίνητο για να επιστρέψει σπίτι του. Εκείνο, όμως, δεν ξεκινάει και, όπως καταγράφηκε στον Ολλανδικό Τύπο, παρενέβη ο ίδιος ο Μπερλουσκόνι, ο οποίος υπό βροχή, μάλιστα, έσπρωξε το όχημα ώστε εκείνο να πάρει μπρος. Με την Αϊντχόφεν να παραμένει στο… σκοτάδι, όλο το Χειμώνα συνεχίζονται τα ανεπίσημα ταξίδια της οικογένειας Γκούλιτ στον ιταλικό Βορρά. Τον Ιανουάριο ο Ολλανδός επιστρέφει εκ νέου στο Μιλάνο, αυτή τη φορά χιονισμένο, για να υποβληθεί σε ιατρικές εξετάσεις και δεν πέρασε απαρατήρητος.

Δύο εβδομάδες αργότερα ήταν η σειρά της συζύγου του, Ιβόνε να εμφανιστεί στην ιταλική πόλη, συνοδεία του μάνατζερ Κονάινενμπουργκ, προκειμένου να ψάξει σπίτι. Θα βρει ένα 280 τετραγωνικών μέτρων με κήπο, πισίνα και αίθουσα παιχνιδιών. Οι σχέσεις ανάμεσα στην Μίλαν και την Αϊντχόφεν είναι πιο ψυχρές από ποτέ. Στα μάτια των Ολλανδών ο Μπερλουσκόνι είναι ένας τυχοδιώκτης, ο οποίος θέλει να τους αρπάξει το καλύτερο κομμάτι της συλλογής τους χωρίς να μπαίνει στη διαδικασία της διαπραγμάτευσης ως σύλλογος με σύλλογο. Οταν τελικώς βγαίνουν στο φως οι ριψοκίνδυνοι ελιγμοί του «καβαλιέρε» και τα συνεχή ταξίδια του Γκούλιτ στην Ιταλία, γίνονται έξαλλοι. Καταγγέλλουν δε, στην ΟΥΕΦΑ τις ανορθόδοξες μεθόδους του Μπερλουσκόνι.

Ο Γκούλιτ από τη μεριά του, σύμφωνα με συμβουλή των δικών του, απειλεί με ανταπαίτηση για διαιτησία (να επιλυθεί η διαφορά μέσω της διαιτησίας στο Διαιτητικό Δικαστήριο Ποδοσφαίρου). Την ίδια ώρα ο Τζάνι Ανιέλι δηλώνει με τη σειρά του: «Δεν είναι στην ηθική της Γιουβέντους να απευθύνεται σε ποδοσφαιριστές που έχουν συμβόλαιο με άλλη ομάδα».

Συμφωνία-ρεκόρ

γκουλιτ

Το αίσιο φινάλε γράφεται την Ανοιξη. Στις 20 Μαρτίου 1987 ο Μπερλουσκόνι ταξιδεύει στη Ρώμη για να κλείσει την συμφωνία -έναντι αρκετών δισεκατομμυρίων- με τους Πίπο Μπάουντο και Ραφαέλα Καρά. Αμφότεροι «μνημεία» μέχρι την προηγούμενη ημέρα της RAI και τώρα νέα αστέρια της εταιρείας Fininvest, της «τηλεόρασης του μέλλοντος» όπως αποκάλεσε η Ραφαέλα Καρά το νέο εμπορικό εγχείρημα του «καβαλιέρε» -με σκοπό να σπάσει το μονοπώλιο της κρατικής τηλεόρασης στην ψυχαγωγία και τη διασκέδαση- και ενώ οι δημοσιογράφοι την ρωτούσαν για το διετές συμβόλαιο που μόλις είχε υπογράψει έναντι 7 δισεκατομμυρίων λιρετών.

Το επόμενο πρωί ο Μπερλουσκόνι κάλεσε τον Γκαλιάνι και τον δικηγόρο Μπερούτι και με το ιδιωτικό τζετ αναχώρησαν για το Αϊντχόφεν, όπου τους ανέμενε ο πρόεδρος Ρουτς και ο αθλητικός διευθυντής Πλούγκσμα. Οι Ολλανδοί θέλουν χρήματα; Εδώ είμαστε. Δεκατρία δισεκατομμύρια λιρέτες στον σύλλογο για την αγορά του ποδοσφαιριστή, συν ένα ποσό για τα δικαιώματα διαχείρισης της εικόνας του, τα οποία ανήκαν στη Philips και επιπλέον 3,5 δισεκατομμύρια σε διαφημίσεις για τα προϊόντα της Philips στα κανάλια της Fininvest. Το ποσό ήταν ρεκόρ για την ομάδα του Μιλάνου και η συμφωνία ήταν τόσο σπουδαία που η NOS, η δημόσια ολλανδική τηλεόραση, διέκοψε το πρόγραμμά της για να την μεταδώσει. Ο Γκούλιτ λάμβανε στην Αϊντχόφεν 300 εκατομμύρια λιρέτες καθαρά το χρόνο και ο «καβαλιέρε» αποφάσισε να τριπλασιάσει τις αποδοχές του με τριετές συμβόλαιο και οψιόν για άλλα δύο χρόνια.

Η… εκρηκτική παρουσίαση

Με τα χρήματα από την πώληση του Γκούλιτ η Αϊντχόφεν θα κατασκευάσει νέα εξέδρα στο «Φίλιπς Στάντιον» και θα περάσει μια περίοδο εξαιρετικής ευημερίας, τέτοια που θα την οδηγήσει να φέρει στην Ευρώπη ποδοσφαιριστές όπως ο Ρομάριο και ο Ρονάλντο. Οσο για τη Μίλαν των Ολλανδών δεν χρειάζεται να θυμίσουμε τί πέτυχε. Να αναφέρουμε, όμως, ότι από την πρώτη κιόλας στιγμή ο Ρούουντ Γκούλιτ επιβεβαίωσε την πεποίθηση του Σίλβιο Μπερλουσκόνι ότι είναι πραγματικός σόουμαν εντός και -εξίσου σημαντικό-εκτός γηπέδων. Εγινε κάτι παραπάνω από αισθητός στα μίντια από την επίσημη παρουσίασή του ακόμη, στις 15 Απριλίου 1987.

«Με πληροφόρησαν ότι εδώ στην Ιταλία κυκλοφορούν τρεις αθλητικές εφημερίδες και ότι γράφουν σκουπίδια. Είναι αλήθεια;» απευθύνθηκε στους δημοσιογράφους. Τον ρωτάνε τί θα συμβεί αν η Μίλαν δεν προκριθεί στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. «Αυτή είναι μια ηλίθια ερώτηση. Στην Ολλανδία έχουμε μια ρήση: Αν η μητέρα μου είχε… μπιζέλι, θα ήταν ο πατέρας μου» τους απάντησε. Του δείχνουν μια φωτογραφία με τον Τζάνι Ριβέρα να κρατάει τη Χρυσή μπάλα που κατέκτησε το 1969 και του βγαίνει από τα χείλη ένα αυθόρμητο «Ποιος είναι αυτός;».

Λίγες ώρες μετά η Μίλαν θα προσπαθήσει να καταλαγιάσει τον σάλο που προκλήθηκε επισημαίνοντας στους δημοσιογράφους ότι δεν κατάλαβαν καλά και ότι η απόκριση του Ολλανδού ήταν στην πραγματικότητα «πότε συνέβη αυτό;». Αυτή ήταν μόνο μια πρώτη γεύση από το πώς θα ήταν οι σχέσεις του Γκούλιτ με τους Ιταλούς δημοσιογράφους (αλλά και τις Ιταλίδες δημοσιογράφους). Όσο για τον «καβαλιέρε» είναι λογικό να υποθέσουμε ότι έτριβε από τότε τα χέρια του χαμογελώντας και ευχαριστημένος.