Τον Ιούνιο του 1976 η Σ.Α. επέστρεψε, με το σύζυγο της, στο σπίτι τους στη Νίκαια, έχοντας στην αγκαλιά της το νεογέννητο κοριτσάκι της. Εκεί τους περίμενε και ο 3χρονος γιό τους. Δέκα ημέρες αργότερα, όμως, η εικόνα της οικογενειακής ευτυχίας διαλύθηκε όταν το ζευγάρι ειδοποίησε συγγενείς και φίλους ότι το κοριτσάκι τους χάθηκε από αναρρόφηση.

Γράφει η Μαρία Ζαχαροπούλου

Το ίδιο βράδυ που οι δυο γονείς, κλαίγοντας, ισχυρίζονταν ότι  πέθανε το παιδί τους πήγαν σε ιδιωτική κλινική όπου απλώς διαπιστώθηκε ο θάνατος του βρέφους αλλά δεν τους δόθηκε πιστοποιητικό θανάτου αφού, όπως τους είπαν, έπρεπε να το πάνε για νεκροτομή. Το ζευγάρι πήρε από το νοσοκομείο το άψυχο κορμάκι του μωρού αλλά αντί να απευθυνθεί σε ιατροδικαστή πήγε σε μια ερημική τοποθεσία στη Μαγούλα, κοντά σ’ ένα εκκλησάκι, όπου έσκαψε και έθαψε το μωρό, σε έναν αυτοσχέδιο τάφο.

ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ

Ένα χρόνο αργότερα, προσκυνητές ανακάλυψαν τον μικρό τάφο και ειδοποίησαν την αστυνομία. Οι αρχές ξεκίνησαν έρευνες καθώς τα ευρήματα που είχαν στα χέρια τους άφηναν ανοικτό το ενδεχόμενο εγκληματικής ενέργειας. Ωστόσο, τα στοιχεία ήταν ελάχιστα και το μυστικό που έκρυβε το μωρό καλά κρυμμένο.

Η ανατροπή ήρθε τον Μάρτιο του 1979 όταν η 25χρονη Σ.Α. πήγε στην αστυνομία και κατήγγειλε τον οικοδόμο σύζυγο της Β.Α. για την δολοφονία της κόρης τους, τρία χρόνια νωρίτερα. Η γυναίκα είπε πως ο 28χρονος, με τον οποίο ήταν σε διάσταση, έπνιξε το μωρό και στη συνέχεια το έθαψε στη Μαγούλα.

Οι αστυνομικοί άρχισαν να ξετυλίγουν το κουβάρι της υπόθεσης και δεν άργησαν να βάλουν στο κάδρο των ευθυνών και την νεαρή μητέρα. Και αυτό γιατί, ο 28χρονος, αμέσως μετά τη σύλληψη του, ομολόγησε τη φρικτή δολοφονία ισχυρίστηκε, όμως, πως η σύζυγος του έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, η γυναίκα πήγε στην αστυνομία για να τον εκδικηθεί καθώς την ξυλοκόπησε άγρια, λόγω  ζήλιας. Ο 28χρονος την βρήκε στο σπίτι του αδελφού της, ο οποίος την φιλοξενούσε, ενώ εκείνη εργαζόταν σε καμπαρέ…

«Φταίμε και οι δύο, γι’ αυτό πρέπει να πληρώσουμε και οι δύο»

βρεφος

Τον Ιανουάριο του 1980 το ζευγάρι κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Κακουργιοδικείου του Πειραιά. Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας βγήκαν τα μαχαίρια μεταξύ του ζευγαριού, καθώς ο ένας επιχείρησε να ρίξει την ευθύνη στον άλλον. Η νεαρή γυναίκα δήλωσε αθώα και κλαίγοντας «έδειξε» ως δολοφόνο τον σύζυγο της. Μάλιστα, όπως ισχυρίστηκε, υπήρξε και η ίδια θύμα του καθώς την υποχρέωσε να δουλέψει σε καμπαρέ και την μύησε στα ναρκωτικά. Από την πλευρά του, ο 28χρονος παραδέχτηκε πως ο  ίδιος διέπραξε την δολοφονία αλλά μετά από υπόδειξη της συζύγου του.

Φταίμε και οι δύο, γι’ αυτό πρέπει να πληρώσουμε και οι δύο», είπε ο νεαρός κατηγορούμενος απευθυνόμενος στους δικαστές. Από τις αφηγήσεις των δυο κατηγορουμένων συμπληρώθηκε το παζλ της αποτρόπαιας δολοφονίας του βρέφους. Όπως προέκυψε, οι δυο κατηγορούμενοι έπνιξαν το μωρό γιατί αποτελούσε εμπόδιο στη ζωή που είχαν επιλέξει να κάνουν.  Αρχικά, ο  πατέρας επιχείρησε να βάλει τέλος στη ζωή του νεογέννητου παιδιού χρησιμοποιώντας μια πάνα. Ωστόσο, τα κλάματα του μωρού τον εμπόδισαν να ολοκληρώσει το… έργο του με αποτέλεσμα να αναζητήσει νέο τρόπο. Με τη βοήθεια της μητέρας γέμισαν μια λεκάνη με νερό και στη συνέχεια ο 28χρονος βούτηξε μέσα κεφαλάκι του βρέφους. Χρειάστηκαν μόλις λίγα δευτερόλεπτα για να αφήσει το βρέφος την τελευταία του πνοή μέσα στο νερό. Στη  συνέχεια, το ζευγάρι έπλασε την ιστορία της αναρρόφησης για να αποφύγει κάθε τιμωρία.

«Θάνατος έπρεπε, αλλά αφήνω μια τέτοια απόφαση στο Θεό», είπε ο εισαγγελέας της έδρας στην αγόρευση του και συνέχισε: «Εγώ σαν άνθρωπος προτείνω την ποινή των ισοβίων δεσμών και των ισοβίων τύψεων, μήπως ξυπνήσει καμία φορά η συνείδηση τους».

Τελικά, το δικαστήριο  υιοθέτησε την εισαγγελική πρόταση και καταδίκασε το ζευγάρι σε ισόβια κάθειρξη.