Η ιστορία του γοητευτικού Θόδωρου Βενάρδου, γνωστού ως «ληστή με τις γλαδιόλες», θα μπορούσε να είναι ένα επιτυχημένο χολιγουντιανό σενάριο που θα έσπαγε ταμεία. Ευφυής, λάτρης της πλούσιας ζωής, των ταξιδιών, των ακριβών αυτοκινήτων και της νυχτερινής διασκέδασης.

Της Μαρίας Ζαχαροπούλου

Όμορφος, σαν σταρ του σινεμά, αγαπήθηκε από τις γυναίκες τις οποίες και ο ίδιος λάτρεψε. Το 1973 παντρεύτηκε με μια 17χρονη και χώρισε μέσα σε τρεις μήνες, ενώ σάλο προκάλεσε η αποκάλυψη του έρωτα του με την Μπελίντα, μια τρανσέξουαλ με την οποία διατηρούσε δεσμό για δυο χρόνια και της είχε προτείνει ακόμη και γάμο. Ήταν ερωτευμένος μέχρι το τέλος και μέσα από τη φυλακή, υπέγραφε επιστολές με το ίδιο του το αίμα και τις έστελνε στην αγαπημένη του Άννα την οποία γνώρισε ενώ ήταν κρατούμενος. Οι θαυμάστριες του, όταν έγινε γνωστός ο θάνατος του, έσπευσαν στο νεκροτομείο για να δουν για τελευταία φορά το είδωλο τους.

Ο Θόδωρος Βενάρδος, πρώην μηχανικός του εμπορικού ναυτικού, είχε δύσκολα παιδικά χρόνια με τον πατέρα του να εγκαταλείπει την οικογένεια όταν ήταν 5 ετών και τον πατριό να είναι ιδιαίτερα βίαιος μαζί του. «Ήταν ένα πικραμένο αλλά ευγενικό παιδί», θα πει αργότερα, η μητέρα του. Έζησε μια περιπετειώδη ζωή και στην κηδεία του ένα από τα στεφάνια έφερε την υπογραφή της 17Ν. Αν και πολλοί είπαν πως ο αποστολέας δεν ήταν τα μέλη της Οργάνωσης, για τους δικούς του ο Θόδωρος ήταν ένα άτομο «κοινωνικά ανένταχτο, αντικρατιστής, με μια φυσική άρνηση προς την καθεστηκυία τάξη». Μάλιστα, ο θρυλικός ληστής ισχυριζόταν πως «οι ληστείες του ήταν μια πράξη αντίστασης κατά των συνταγματαρχών».

Οι ληστείες, η τζάγκουαρ και οι γλαδιόλες που… μάλλον ήταν γαρύφαλλα

Ήταν παραμονή της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όταν ο Θόδωρος Βενάρδος έκανε την πρώτη του ληστεία. Μπήκε σε υποκατάστημα τράπεζας στο Παγκράτι, ντυμένος σαν καθολικός παπάς και κάτω από το ράσο του έκρυβε μια κοντόκανη καραμπίνα. Η συγκεκριμένη ληστεία έχει καταγραφεί ως η πρώτη ένοπλη ληστεία σε τράπεζα στην Ελλάδα.

Η λεία του άγγιξε το αστρονομικό ποσό των 2.375.000 δραχμών. Ο νεαρός ληστής έφυγε με μια τζάγκουαρ που είχε παρκάρει έξω από την τράπεζα! Η ληστεία έγινε πρώτη είδηση και οι εφημερίδες έγραφαν: «Ασύλληπτος ο ληστής με την τζάγκουαρ». Για τους αστυνομικούς η σύλληψη του νεαρού ληστή έγινε θέμα τιμής αλλά ο Βενάρδος είχε άλλα σχέδια. Πέντε ημέρες μετά την ληστεία έφυγε από την Ελλάδα με προορισμό το Σεν Μόριτς της Ελβετίας. Έμεινε σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο κάνοντας πλούσια ζωή. Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1973 αναχώρησε για ένα δεκαήμερο ταξίδι στη Ζυρίχη, το Παρίσι, το Λονδίνο, τη Ρώμη, το Μιλάνο και την Μπολόνια και στις 3 Ιανουαρίου του 1974 επέστρεψε στην Αθήνα. Ο Βενάρδος συνέχισε να διασκεδάζει και να ξοδεύει σε νυχτερινά κέντρα, στο καζίνο της Πάρνηθας, σε ιππικούς ομίλους και τον ιππόδρομο και αγόρασε ένα αυτοκίνητο έναντι 250.000 δραχμών. Ο νεαρός δεν άργησε να πέσει στα χέρια της αστυνομίας όταν έφτασαν σε αυτή πληροφορίες για τα υπέρογκα ποσά που σκορπούσε.

Στις 24 Απριλίου 1974 ο Βενάρδος απέδρασε με κινηματογραφικό τρόπο από τις φυλακές Κορυδαλλού όπου κρατείτο. Ο νεαρός εκμεταλλεύτηκε το γεγονός ότι ο φρουρός πήγε να πιάσει την μπάλα των κρατουμένων που έπεσε έξω από το προαύλιο της φυλακής και σκαρφάλωσε τον ψηλό τοίχο. «Ήταν πολύ γυμνασμένος, ανέβηκε σαν γάτα, βρήκε την πόρτα της σκοπιάς ανοιχτή και βγήκε έξω…» θα έλεγε αργότερα, ένας από τους κρατούμενους. Οι εφημερίδες εκείνων των ημερών αφιερώνουν μεγάλα ρεπορτάζ στην απόδραση, γράφοντας πως απέδρασε καταχειροκροτούμενος από 100 κρατούμενους που του φώναζαν «μπράβο Βενάρδο». «Εκπληκτική απόδραση. Πώς ο Βενάρδος ξεγέλασε τους φρουρούς και διέφυγε μέσα από τον Κορυδαλλό», ήταν ένας από τους πρωτοσέλιδους τίτλους. Ο ίδιος αποκάλυψε, αργότερα, ότι χρησιμοποίησε τρία ταξί για να διαφύγει. Όπως αποδείχθηκε, στη συνέχεια, ο νεαρός είχε ήδη αρχίσει να οργανώνει τη δεύτερη ληστεία του. Στις 17 Μαΐου 1974, ο Θόδωρος Βενάρδος μπαίνει και πάλι σε μια τράπεζα κρατώντας αυτή τη φορά ένα μεγάλο μπουκέτο με λουλούδια. Κάτω από τα λουλούδια είχε κρύψει την κοντόκανη καραμπίνα με την οποία απείλησε τους υπαλλήλους και τον διευθυντή της τράπεζας προκειμένου να πάρει 555.000 δραχμές από το ταμείο.

Ο Βενάρδος έφυγε την ώρα που οι υπάλληλοι προσπαθούσαν να τον σταματήσουν, αφήνοντας πίσω τα λουλούδια. Όταν, λίγο αργότερα, ένας αστυνομικός πήρε το μπουκέτο ως αποδεικτικό στοιχείο οι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν τι είναι και εκείνος απάντησε, «γλαδιόλες» αν και μάλλον ήταν γαρύφαλλα. Εκείνη τη στιγμή ο Βερνάρδος βαφτίστηκε «ληστής με τις γλαδιόλες».

Η φήμη του Βενάρδου εξαπλώθηκε αστραπιαία. Οι γυναίκες… έπιναν νερό στο όνομα του και η αστυνομία τον επικήρυξε για 300.000 δραχμές. Οι εφημερίδες έκαναν λόγο για «Ληστεία αλά Σικάγο», αναφέροντας πως κατά 99%, ο Βενάρδος είναι ο ληστής της τράπεζας. Σε έρευνα που έγινε από την αστυνομία στο δωμάτιο του, λέγεται πως βρέθηκαν όλα τα επίμαχα δημοσιεύματα και δίπλα στους τίτλους ο ίδιος είχε σημειώσει με κόκκινο μαρκαδόρο: «100% ληστής ο Βενάρδος». Η χούντα απαγόρευσε την δημοσιοποίηση ειδήσεων για τον Βενάρδο ο οποίος είχε αρχίσει να γίνεται δημοφιλής. Ο μύθος του καθημερινά ενισχυόταν καθώς δεν είχε χρησιμοποιήσει το όπλο του σε βάρος ανθρώπων, ενώ κυκλοφορούσε και η φήμη πως πέταγε χρήματα έξω από τις τράπεζες τα οποία μάζευε ο κόσμος.

Το φιατάκι του ποδοσφαιριστή Σιδέρη, η Αμερική και η τελευταία πτήση

Ο Βενάρδος, προφανώς, είχε σχεδιάσει και την διαφυγή του, καθώς όπως προέκυψε, μια εβδομάδα πριν την δεύτερη ληστεία, είχε κλέψει από την Κυψέλη ένα αυτοκίνητο Φίατ 125 το οποίο ανήκε στον ποδοσφαιριστή Νίκο Σιδέρη. Μέσα στο αυτοκίνητο, εκτός από τις 10.000 δραχμές που υπήρχαν στο ντουλαπάκι, ο ποδοσφαιριστής είχε ξεχάσει και την ταυτότητα του. Το αυτοκίνητο βρέθηκε δυο μήνες αργότερα, έξω από το γήπεδο του Παναθηναϊκού, αλλά η ταυτότητα του Σιδέρη …ταξίδευε μαζί με τον Βενάρδο για την Αμερική με ένα νορβηγικό καράβι. Για λίγες εβδομάδες ο Βενάρδος κυκλοφορούσε στην άλλη άκρη του Ατλαντικού με την ταυτότητα του Σιδέρη αλλά η Υπηρεσία Μεταναστεύσεως των Η.Π.Α τον απέλασε επειδή δεν είχε ταξιδιωτικά έγγραφα και βίζα. Ο Βενάρδος ταξίδεψε για την Αθήνα κάνοντας ένα ολόκληρο σόου μέσα στο αεροπλάνο. «Έλεγες είναι ή εφοπλιστής ή βιομήχανος…», θα έλεγε αργότερα, μια από τις αεροσυνοδούς η οποία ακόμη θυμάται τον νεαρό όμορφο, αριστοκρατικό άνδρα να δωρίζει αρώματα, που είχε αγοράσει στην Νέα Υόρκη, σε όλο το πλήρωμα. «Στο Ελληνικό θα με περιμένουν δημοσιογράφοι και φωτογράφοι. Θα μου κάνουν μεγάλη υποδοχή», εκμυστηρεύτηκε στην γυναίκα που καθόταν δίπλα του στο αεροπλάνο, ο καλοβαλμένος νεαρός. Μόλις αποβιβάστηκε ο Βενάρδος, συνελήφθη από τους αστυνομικούς που τον περίμεναν στο αεροδρόμιο.

Ο Βενάρδος οδηγήθηκε στη φυλακή και προσπάθησε να προσαρμοστεί στη νέα πραγματικότητα. Γυναίκες κάθε ηλικίας του έστελναν καθημερινά ερωτικές επιστολές, φωτογραφίες και λουλούδια και όπως έγραψε στο αυτοβιογραφικό του βιβλίο «Ισοβίτης ή δραπέτης» ο Βαγγέλης Ρωχάμης, φίλος του από τα παλιά, ο Θόδωρος «ήταν ατίθασος και θαρραλέος (…) στο κελί του είχε τις πιο ωραίες φωτογραφίες και τις πιο όμορφες γυναίκες, που είχα δει σε φωτογραφία. Ήταν πάντα κομψά ντυμένος και πάντα μύριζε κάποιο καινούργιο άρωμα. Έτρωγε λίγο και συχνά. Όταν τον είχα κάποτε ρωτήσει γιατί, μου είχε απαντήσει πως έτσι πρέπει να τρώει όλος ο κόσμος για να μην χαλαρώνει το στομάχι του. Πρόσεχε πολύ τον εαυτό του. Ακόμη και το φαγητό που έτρωγε ήταν λίγο και εκλεκτό. Απ’ τα ναρκωτικά ήταν πολύ μακριά. Δεν ήθελε ούτε να ακούει γι’ αυτά. Κι όποιον έβλεπε να κάνει χρήση ναρκωτικών, του έβαζε τις φωνές και του έλεγε να κάνει γυμναστική κι ότι η ζωή είναι ωραία δίχως τα ναρκωτικά κι έξω απ’ τη φυλακή».

Η δίκη με τη γούνα, ο αγώνας κατά της χούντας και τα χρόνια της φυλακής

Η δίκη του Θόδωρου Βενάρδου ορίστηκε για τις 21 Απριλίου 1975, ανήμερα της χουντικής επετείου, αλλά ο ίδιος αρνήθηκε να πάει γιατί, όπως είπε, εκείνη την ημέρα «έπρεπε να δικαστεί η χούντα και όχι αθώοι άνθρωποι και άλλοι που δεν έκαναν κάποιο έγκλημα. Αν το κάνετε θα κάνω ότι μπορώ για να ματαιώσω τη δίκη μου». Στο δικαστήριο εμφανίστηκε, τελικά, φορώντας γούνα, παπιγιόν και γυαλιά ηλίου.

Τον Ιούλιο του 1975 ο εκκεντρικός ληστής, μαζί με την αδελφή του Αννίτα και πέντε συγκατηγορουμένους του, δικάζονται από το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών. Ο Βενάρδος στην απολογία του παραδέχτηκε μόνο τις δυο ληστείες και την κλοπή των αυτοκινήτων και αρνήθηκε ότι εμπλέκεται σε μια σειρά άλλων ληστειών που είχαν διαπραχθεί από το 1968 έως τον Ιανουάριο του 1973, τις οποίες ομολόγησε, όπως είπε, μετά από βασανιστήρια στα οποία υποβλήθηκε από τους αστυνομικούς. Μάλιστα, ισχυρίστηκε πως μεγάλο μέρος από την πρώτη του ληστεία στο Παγκράτι το διέθεσε στον αγώνα κατά της δικτατορίας. «Έδινα χρήματα χωρίς να ζητώ αποδείξεις. Εκεί μέσα όλοι αγωνιζόντουσαν για ένα κοινό σκοπό. Και εγώ πρόσφερα ότι μπορούσα γιατί αγόρασα όπλα, μπαρούτι, χειροβομβίδες και είχα φέρει ασύρματο και ραδιοπομπούς από την οργάνωση στο εξωτερικό με κίνδυνο της ζωής μου…Μόνος μου ήμουν, είχα όμως μαζί μου και τους άλλους τους οποίους εκπαίδευα στα όπλα και τη χρήση των χειροβομβίδων», είχε πει.

Στις 25 Ιουλίου ο Βενάρδος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 20 ετών και 7 μηνών, ενώ το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του «ελαττωμένου καταλογισμού». Μαζί του καταδικάστηκαν και οι συγκατηγορούμενοι του, ενώ στην αδελφή του επιβλήθηκε ποινή φυλάκισης 7 μηνών για αποδοχή προϊόντων εγκλήματος, κατηγορία την οποία η ίδια αρνήθηκε κατηγορηματικά.

Τα πρώτα χρόνια στη φυλακή ήταν πολύ δύσκολα για τον «ληστή με τις γλαδιόλες». Κατήγγειλε καψώνια από φύλακες και συγκρατούμενους του αλλά σύντομα, όπως περιγράφουν άνθρωποι που έζησαν από κοντά εκείνη την περίοδο, ο Βενάρδος έγινε αποδεκτός από την κοινωνία των ελίτ της φυλακής, καθώς ξεχώριζε για την πολυτελή αντίληψη της ζωής. Άλλωστε, συγκρατούμενοι του ήταν, εκείνη την περίοδο, ο Νίκος Κοεμτζής, ο Σπύρος Μπέσκος και ο Βαγγέλης Ρωχάμης.

Ο Βερνάρδος, ωστόσο, δεν άντεξε τον εγκλεισμό και κατέρρευσε ψυχολογικά. Άρχισε να αυτοτραυματίζεται για να μπορεί να βγαίνει από τη φυλακή. Κατάπινε ξυραφάκια, μπαταριές, έκανε πολλές απόπειρες αυτοκτονίας για να νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, όπου μια φορά ένας αστυνομικός τον πυροβόλησε καθώς, όπως είπε, επιχείρησε να αποδράσει. Ο Βενάρδος είχε γίνει η σκιά του εαυτού του. Διάβαζε νομικά βιβλία και έγραφε δεκάδες μηνυτήριες αναφορές στις οποίες έκανε καταγγελίες για άθλιες συνθήκες στις φυλακές. Έραψε το στόμα του με μια βελόνα για να διαμαρτυρηθεί. Άρχισε να κάνει αιτήσεις χάριτος οι οποίες απορρίπτονταν…Μέσα από τη φυλακή ανακοίνωσε ακόμη και την ίδρυση πολιτικού κόμματος. «Μάνα ούτε στο τρελάδικο δεν με πάνε», έγραφε σε γράμματα που έστειλε στη μητέρα του. Τον Ιούλιο του 1984 απορρίπτεται και πάλι η αίτηση χάριτος που είχε κάνει. Απογοητευμένος παρουσιάζει σημάδια κατάθλιψης, ενώ σύμφωνα με μαρτυρίες, είχε γίνει και χρήστης ουσιών. Λίγους μήνες νωρίτερα είχε απειλήσει πως θα αυτοκτονήσει αλλά τότε κανείς δεν τον πίστεψε αφού είχε ήδη κάνει, μέσα σε 12 χρόνια, 15 απόπειρες αυτοκτονίας. Στις 10 του ίδιου μήνα ο θρυλικός ληστής βρίσκεται κρεμασμένος από ένα σεντόνι μέσα στο κελί του. Ήταν μόλις 35 ετών.

Ο Βενάρδος, για μια ακόμη φορά, γίνεται πρωτοσέλιδο με τίτλους όπως «Γλαδιόλες στον νεκρό ληστή», «Νεκρός -Ελεύθερος». Οι ιατροδικαστές εκτίμησαν πως δεν ήθελε να πεθάνει αλλά τελικά δεν πρόλαβαν να τον βοηθήσουν οι φρουροί, ενώ ένας από τους συγκρατημένους του, χρόνια αργότερα, είπε πως «τον αυτοκτόνησαν γιατί είχε ανακαλύψει πως έβαζαν ναρκωτικά μέσα στις φυλακές».

Η κηδεία και η 17 Νοέμβρη

Η κηδεία του Θόδωρου Βερνάρδου έγινε στα Σπάτα. «Έφυγε με χειροκροτήματα και πολλές γλαδιόλες», έγραψαν οι εφημερίδες της εποχής που κάλυψαν την κηδεία του «ληστή με τις γλαδιόλες» με εκτενή ρεπορτάζ. Στην πρώτη σελίδα και το στεφάνι που έφερε την υπογραφή της 17Ν και έγραφε: «Στον αγαπημένο μας Θόδωρο. Τα αήττητα παιδιά της 17 Νοέμβρη». Πολλοί είπαν πως το στεφάνι δεν εστάλη από την 17Ν, ωστόσο οι εφημερίδες της εποχής, έγραφαν πως η Οργάνωση απειλούσε τον τότε υπουργό Δικαιοσύνης Αλέξανδρο Μαγκάκη θεωρώντας τον υπεύθυνο για την αυτοκτονία Βερνάρδου.

Η οικογένεια του Βενάρδου έκανε λόγο για εγκληματική ενέργεια και ζήτησε έρευνα. Άλλωστε, η μητέρα και η αδελφή του στάθηκαν στο πλευρό του μέχρι το τέλος. Ήταν γνωστή η αδυναμία που είχε ο Βενάρδος στην Αννίτα, την καλλονή αδελφή του, που πήγαινε σε σχολή μανεκέν και ήθελε να γίνει τραγουδίστρια. Μάλιστα, ο αστικός μύθος λέει, πως πολλά χρήματα από τη λεία των ληστειών χρησιμοποιήθηκε για να κάνει πραγματικότητα τα όνειρα της η Αννίτας.

Το 1981 ο σκηνοθέτης Γιάννης Φαφούτης γύρισε την ταινία «Τα όπλα μου ρίχνουν λουλούδια» το σενάριο της οποίας ήταν εμπνευσμένο από την ζωή του Βενάρδου. Ήταν η παρθενική κινηματογραφική εμφάνιση του Γιώργου Κιμούλη που κράτησε τον πρωταγωνιστικό ρόλο.