Τρία σημαντικά λάθη, αλλά και οι πληροφορίες από την οικογένεια της Ανθής, ότι ήθελε να χωρίσει και να φύγει από το Βελβεντό πρόδωσαν το 40χρονο σύζυγό της.

Ο Τ.Τ. από το Βελβεντό μπορεί να έχυνε δάκρυα ζητώντας να βρεθεί η γυναίκα του, ωστόσο δεν κατάφερε να σχεδιάσει το τέλειο έγκλημα.

Τα λάθη που τον πρόδωσαν είναι:

-Είχε αμυχές στο πρόσωπο και στον ώμο, τις οποίες απέδωσε στο κλάδεμα ροδακινιών στο χωράφι. Το συγκεκριμένο δέντρο έχει μαλακά κλαδιά που δεν δικαιολογούσαν τα συγκεκριμένα τραύματα, ενώ δεν υπήρχαν μαρτυρίες που να επιβεβαίωναν τον ισχυρισμό του. Ήταν τραύματα που είχε προκαλέσει η άτυχη Ανθή Λινάρδου στην προσπάθειά της να αμυνθεί στις δολοφονικές προθέσεις του. Έχουν ληφθεί δείγματα από τα νύχια της για την ενδεχόμενη ταυτοποίηση με DNA του δράστη.

-Φρεζάρισε το χωράφι πριν τα Χριστούγεννα. Το έκανε ξανά τη Δευτέρα, σχεδόν δύο μέρες μετά την δήλωση εξαφάνιση της Ανθής, επειδή είχε χόρτα όπως είπε στους αστυνομικούς, ωστόσο δεν μπορούσε να είχε αυτή την εποχή, ενώ το έκανε μόνο σε δύο από τα 10 στρέμματα της συνολικής επιφάνειας του χωραφιού.

-Το θύμα είχε αφήσει κινητά τηλέφωνα, νάρθηκα από το σπασμένο πόδι της, γυαλιά μυωπίας, ρούχα, δεν είχε πάρει χρήματα ούτε τις πατερίτσες που ήταν αναγκαίες για να περπατήσει. Ο δράστης δεν… θυμόταν τι ρούχα και παπούτσια φορούσε όταν… πήγε για ποτό, όπως υποστήριζε.

Τα παραπάνω αποτέλεσαν, σύμφωνα με τους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ.,  τα τρωτά σημεία στο σενάριο απενεχοποίησης που είχε φτιάξει στο μυαλό του ο 40χρονος Αναστάσιος Τσιουχάρας, στα οποία υπέπεσε σε επαναλαμβανόμενες αντιφάσεις. Ακόμη και μετά από 20 ώρες ανάκρισής του επέμενε στη δική του εκδοχή. Το τέλος της «ηθοποιίας» του ήρθε όταν μεταφέρθηκε στο χωράφι του και στο σημείο όπου είχε θάψει τη σορό της 37χρονης γυναίκας. Οι αστυνομικοί έβγαλαν μπροστά του, μέσα από το χώμα το άψυχο κορμί της γυναίκας του, όπως γράφει ο Ελεύθερος Τύπος. Τότε κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να γλιτώσει.

Νωρίτερα αστυνομικοί, πυροσβέστες και εθελοντές, χρησιμοποιώντας σιδηρόβεργες, τρυπούσαν το επίμαχο κομμάτι του χωραφιού, έως και μισό μέτρο βάθος για να εντοπίσουν τα σημεία όπου το χώμα ήταν μαλακό και φρεσκοσκαμμένο. Έφθασαν εκεί όπου τελικά εντόπισαν τη σορό της γυναίκας σε βάθος περίπου ενός μέτρου.

Ο ιατροδικαστής είχε διαπιστώσει ότι αιτία θανάτου της 37χρονης Ανθής Λινάρδου ήταν ο πνιγμός. Ωστόσο εντοπίστηκαν κακώσεις και εκχυμώσεις στον πρόσωπο και το κεφάλι, δείγμα ότι ο δράστης την χτύπησε βάναυσα για να την ακινητοποιήσει όταν εκείνη αμύνθηκε και στη συνέχεια την έπνιξε.

Η 37χρονη όταν είχαν έρθει στον Πειραιά προκειμένου να περάσουν τις γιορτές, είχε πει στον σύζυγό της την πρόθεσή της να χωρίσουν, να φύγει από την Κοζάνη και να πάρει την επιμέλεια των τριών της παιδιών. Αυτή την πρόθεσή της την εξέφρασε πιο επιτακτικά το βράδυ του μοιραίου Σαββάτου.

«Μόλις σταμάτησε να αναπνέει, πήγα στο διπλανό δωμάτιο για να δω αν είχαν ξυπνήσει τα παιδιά. Κοιμόντουσαν, ενώ και οι γονείς μου που ήταν στο κάτω διαμέρισμα δεν είχαν ακούσει τις φωνές της. Έπειτα σκέφτηκα πως θα εξαφανίσω το πτώμα» ήταν οι πρώτες φράσεις του δολοφόνου της 37χρονης Ανθής Λινάρδου, όταν πλέον οι αστυνομικοί είχαν καταφέρει να τεκμηριώσουν τα στοιχεία της ενοχής του.

Πολύ ήρεμος και με σταθερό λόγο όπως αναφέρουν οι αστυνομικοί συνέχισε να περιγράφει: «Όταν σιγουρεύτηκα ότι κανείς δεν είχε ξυπνήσει, την τύλιξα με μία κουβέρτα. Την πήρα στην πλάτη και την μετέφερα στο υπόγειο γκαράζ όπου ήταν το φορτηγάκι. Θυμήθηκα ότι μέσα είχα ένα φτυάρι, όπως και ότι τις προηγούμενες ημέρες είχα βγάλει έναν μεγάλο βράχο από το χωράφι και είχε παραμείνει η τρύπα στο έδαφος. Την έβαλα στο αυτοκίνητο και πήγα στο χωράφι, χωρίς να περάσω από το κέντρο του χωρίου γιατί φοβόμουν μη με δει κανείς. Την έβαλα στο λάκο και την έθαψα πρόχειρα με το φτυάρι. Μετά από μερικές ώρες τα ξημερώματα της Κυριακής πήγα πάλι στο χωράφι και πέρασα με φρέζα το συγκεκριμένο κομμάτι για να μην καταλάβει κανένας τίποτα».

Σε μία άτυπη αναπαράσταση των φρικτών στιγμών της άγριας δολοφονίας ο 40χρονος Αναστάσιος Τσιουχάρας, περιέγραψε με κινήσεις τον τρόπο του εγκλήματος έως ότου εκείνη σταματήσει να αναπνέει, ενώ η μοναδική στιγμή που φαίνεται να δήλωσε ότι μετάνιωσε για την πράξη του ήταν στην τελευταία ερώτηση του αστυνομικού, όταν του διάβασε την απολογία του προκειμένου να συμπεριληφθεί στην δικογραφία της υπόθεσης.