Ο 20ός αιώνας θα αλλάξει συχνά πρότυπα μόδας και ομορφιάς, αφήνοντας το στίγμα των δημιουργών βαθιά στις συνειδήσεις των γυναικών, την ίδια ώρα που νέα υλικά και μοτίβα θα αποτυπωθούν πάνω στα ρούχα του κόσμου που έρχεται ολοταχώς.

Και βέβαια λίγοι σχεδιαστές επηρέασαν τη μόδα τόσο βαθιά όσο ο φημισμένος Γάλλος, ο οποίος έφερε πράγματι μια διακριτική επανάσταση στον χώρο της μόδας μετά τα τραγικά χρόνια και τα συντηρητικά ήθη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ήταν στις 12 Φεβρουαρίου 1947 όταν έλαβε χώρα η πρώτη επίδειξη μόδας του στο σμπαραλιασμένο από τον πόλεμο Παρίσι που το όνομα του 42χρονου Ντιόρ θα γινόταν φίρμα αμέσως: η εκδότρια του περιοδικού «Ηarper’s Βazaar», παρούσα στην επίδειξη, αναφωνεί «Τι επανάσταση, αγαπητέ μου! Τα φορέματά σας εγκαινιάζουν ένα Νew Look»! Από εκείνη τη στιγμή, το στιλιστικό μοτίβο του Ντιόρ χαρακτηρίζεται «Νew Look» και βάζει σκοπό να κυριεύσει τον κόσμο, μεταμορφώνοντας τη γυναικεία μόδα.

«Ο Ντιόρ έσωσε την υψηλή ραπτική όπως η Γαλλία σώθηκε στη Μάχη του Μάρνη», δηλώνουν με πηχυαίους τίτλους τα περιοδικά μόδας του κόσμου, την ίδια ώρα που οι γυναίκες της καλής κοινωνίας και του σινεμά συρρέουν στα σαλόνια του από την πρώτη κιόλας εκείνη ημέρα: η Ρίτα Χέιγουορθ παραγγέλνει ένα βραδινό φόρεμα για την πρεμιέρα της ταινίας «Τζίλντα» και η Ολίβια ντε Χάβιλαντ ένα μάλλινο ταγέρ. Η πολύ μεγάλη ζήτηση υποχρεώνει το μικρό ατελιέ να παραμένει ανοιχτό μέρα-νύχτα και οι Παριζιάνες συνωστίζονται στους στενόκαρδους χώρους του. Ένας σχεδιαστής είχε γεννηθεί και είχε έρθει για να μην αφήσει τη μόδα ποτέ πια ίδια!

Ο θρυλικός σχεδιαστής αποτίναξε όλες τις προπολεμικές δεσμεύσεις και τους περιορισμούς επανεισάγοντας τη θηλυκότητα σε νέο πλέον πλαίσιο, που έδινε έμφαση στην πολυτέλεια. Όσο για την επιτυχία του, βασιζόταν τόσο στην καινοτόμα πένα του όσο και την επιχειρηματική του στρατηγική, κάτι που θα τον μετέτρεπε σύντομα στον πιο διάσημο μόδιστρο της οικουμένης.

Τα ρούχα του έντυσαν διασημότητες και μέλη βασιλικών οικογενειών, την ίδια ώρα που ήταν ο πρώτος σχεδιαστής που έδωσε την άδεια τα σχέδιά του να κατασκευάζονται στα πέρατα του κόσμου, κάτι που του επέτρεψε να χτίσει μια αυτοκρατορία από το μηδέν, θέτοντας δεδικασμένο για όλους τους κατοπινούς μόδιστρους…

Πρώτα χρόνια



Ο Κριστιάν Ντιόρ γεννιέται στις 21 Ιανουαρίου 1905 σε παραλιακή κωμόπολη της γαλλικής Νορμανδίας ως το δεύτερο από τα πέντε παιδιά του βιομήχανου πατέρα, ιδιοκτήτη μονάδας παρασκευής φυτοφαρμάκων, και της αριστοκρατικής καταγωγής συζύγου του. Σύντομα η οικογένεια θα μετακομίσει στο Παρίσι, όπου και θα περάσει την παιδική του ηλικία ο Κριστιάν, μέσα στα πλούτη και τη χλιδή που τα χρήματα της άρχουσας τάξης μπορούσαν να εξασφαλίσουν.

Παρά το γεγονός ότι είχε πάθος με τις καλές τέχνες και ήθελε να γίνει αρχιτέκτονας, υποτάχθηκε τελικά στις πατρικές πιέσεις να γίνει διπλωμάτης και να ακολουθήσει πολιτική καριέρα, αρμόζουσα για την τάξη του, κι έτσι το 1925 γράφεται στη φημισμένη Ecole des Sciences Politiques του Παρισιού.

Αποφοιτώντας ωστόσο το 1928, ανοίγει μια αίθουσα τέχνης παίρνοντας πατρικό δάνειο και τηρώντας τον όρο να μην αναγράφεται το «βαρύ» οικογενειακό όνομα των Ντιόρ στη μαρκίζα! Ο Κριστιάν παρουσιάζει στο γαλλικό κοινό μια σειρά καινοτόμων καλλιτεχνών και συνδέεται φιλικά μαζί τους, με τα ονόματα να είναι εδώ δηλωτικά της «μύτης» του ως γκαλερίστα: Πάμπλο Πικάσο, Ζαν Κοκτό, Μαξ Ζακόμπ, Ζορζ Μπρακ και σύσσωμη η γαλλική πρωτοπορία!

Τρία χρόνια αργότερα ωστόσο, το 1931, θα δει την τραγωδία να χτυπά την οικογένεια και τον ίδιο: χάνει τη μητέρα και τον μεγαλύτερο αδερφό του, αναγκάζεται να κλείσει την γκαλερί του, καθώς ο πατέρας του χρεοκόπησε, θύμα κι αυτός της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης της δεκαετίας του 1930: η περιουσία των Ντιόρ εξαφανίστηκε κυριολεκτικά από τη μία μέρα στην άλλη…

Πρώτες δουλειές στον χώρο της μόδας

Μετά το κλείσιμο της αίθουσας τέχνης του Ντιόρ, ο ίδιος είχε πια μεγάλο πρόβλημα να συντηρηθεί, έτσι συνηθισμένος καθώς ήταν στις ανέσεις του πλούτου. Άρχισε λοιπόν να πουλά τα σχέδια μόδας που σκάρωνε στο σημειωματάριό του σε γαλλικούς οίκους, αν και τα χρήματα δεν επαρκούσαν για την επιβίωσή του.

Έπρεπε έτσι να βρει δουλειά και το 1935 αποδέχτηκε τη θέση του εικονογράφου στο γαλλικό περιοδικό «Figaro Illustre». Συνέχισε πάντα να φτιάχνει σχέδια για φορέματα, με το πρωτότυπο των δημιουργιών του να μπαίνουν κάποια στιγμή στο στόχαστρο του γάλλου μόδιστρου Robert Piguet, ο οποίος τον προσέλαβε τελικά ως βοηθό σχεδιαστή.

Τότε ήταν όμως που θα ξεσπούσε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, μόλις τον επόμενο χρόνο, και ο Ντιόρ κατατάχθηκε στον γαλλικό στρατό (είχε ήδη υπηρετήσει τη θητεία του), υπηρετώντας στο μέτωπο ως αξιωματικός. Η συνεισφορά του ωστόσο στην πολεμική προσπάθεια κατά της ναζιστικής Γερμανίας έμελλε να είναι σύντομη, καθώς το 1942 η Γαλλία έπεσε στα χέρια του εχθρού και ο Κριστιάν επέστρεψε έτσι στο σκλαβωμένο Παρίσι ως πολίτης.

Παρά το γεγονός ότι οι περισσότεροι παρισινοί οίκοι μόδας έκλεισαν, με την παρακμασμένη πόλη να χάνει έτσι τα πρωτεία ως το στιλιστικό κέντρο του πλανήτη, ο φημισμένος μόδιστρος Lucien Lelong επιβίωσε της καταστροφής, ντύνοντας πλέον τις συζύγους των ναζί κατακτητών και των γάλλων συνεργατών τους. Εκεί έπιασε δουλειά ο Ντιόρ, σχεδιάζοντας μοντελάκια για τις κυρίες των ναζί, παρά το γεγονός ότι η αδερφή του είχε ήδη ενταχθεί στη γαλλική Αντίσταση (συνελήφθη τελικά και οδηγήθηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, έζησε όμως και απελευθερώθηκε τελικά το 1945).

Ο Ντιόρ υποστήριξε αργότερα ότι το έκανε για να εξασφαλίσει τη δική του επιβίωση και για να στηρίξει τη βιομηχανία της μόδας, χωρίς να τρέφει καμία συμπάθεια προς τους κατακτητές…

Ο Οίκος Μόδας Κριστιάν Ντιόρ

Με την παρότρυνση και την οικονομική ενίσχυση μεγιστάνα υφασμάτων, που πίστεψε στην πένα του Ντιόρ, ο μόδιστρος ίδρυσε τον περίφημο σήμερα οίκο του στις 8 Δεκεμβρίου 1946, αν και ο επίσημος οίκος παραθέτει ως γενέθλια πράξη της φίρμας τη 12η Φεβρουαρίου 1947, όταν ο μόδιστρος παρουσίασε την πρώτη κολεξιόν με την υπογραφή του.

Εκεί έγινε όπως είπαμε ο κακός χαμός και ο Ντιόρ ενθρονίστηκε στην κορυφή κυριολεκτικά της παρακμασμένης γαλλικής μόδας μέσα σε μια νύχτα! Τα σχέδιά του ήταν σαφώς πιο σέξι και αισθησιακά από τα συντηρητικά προπολεμικά μοτίβα, με τον ίδιο να μετατρέπεται έτσι σε μετρ της δημιουργίας σχεδίων και σιλουετών: εφαρμοστές φούστες και ταγιέρ που τόνιζαν τη θηλυκότητα της γυναίκας, δεν την έκρυβαν!

Το «New Look» του σχεδιαστή έγινε παγκόσμια μόδα, με αμερικανίδες σταρ και γαλλίδες της καλής κοινωνίας να συνωστίζονται κυριολεκτικά στο μικρό ατελιέ για μια του δημιουργία. Το στιλ του προκάλεσε διεθνή αίσθηση, καθώς χαρακτηριζόταν από στενή μέση, πληθωρικές φούστες, πολλά αξεσουάρ όπως καπέλα, χοντρά γάντια και παπούτσια με ψηλά τακούνια, τα οποία αγκάλιαζαν πάντα σφιχτά τη γυναικεία σιλουέτα.

Την ίδια ώρα, αναβίωσε τη γαλλική μόδα που ψυχορραγούσε και ήταν υπεύθυνος για ένα σεβαστό ποσοστό των γαλλικών εξαγωγών μόδας! Όλα αυτά δεν έγιναν βέβαια χωρίς κριτική, καθώς πολλοί καταφέρθηκαν εναντίον του: τόσο οι φεμινίστριες για την εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος και την ανάδειξή του σε σεξουαλικό αντικείμενο, όσο και τα συντηρητικά ήθη της εποχής, που δεν ήθελαν τις κυρίες να τρέχουν πίσω από τα μοντελάκια του γάλλου σχεδιαστή την ίδια ώρα που ο λαός πεινούσε και έκανε ουρές στα συσσίτια. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που θεώρησαν ύβρη τη νέα μόδα που λάνσαρε στην πρώτη μεταπολεμική εποχή, καταμεσής των ελλείψεων σε βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης.

Ακόμα και η βρετανική κυβέρνηση έβαλε στο στόχαστρο τις δημιουργίες του Ντιόρ, ανησυχώντας ότι θα δημιουργούσε σοβαρές κοινωνικές απογοητεύσεις γιατί ακόμα και τα αποθέματα σε υφάσματα δεν ήταν αρκετά για να ικανοποιήσουν τη ζήτηση! Όσο για τις ΗΠΑ, εκεί δεν τους φαινόταν και πολύ πατριωτική όλη αυτή η τρέλα, καθώς οι πουριτανοί Αμερικανοί πίστευαν ότι οι Ευρωπαίοι θα έπρεπε να αποταμιεύουν και όχι να σπαταλούν μικρές περιουσίες σε φουστάνια! Κι έτσι στις ειδήσεις έδειχναν νοικοκυρές στην αγορά να πετάνε αυγά εναντίον εκείνων των γυναικών που τολμούσαν να φορέσουν το «Νew Look» του Ντιόρ και να τους σκίζουν τα φορέματα.

Όσο για τον ίδιο τον Ντιόρ, λάμβανε πολλά εξαγριωμένα και απειλητικά γράμματα για τη νέα μόδα που είχε λανσάρει, αν και ο ίδιος δικαιολογούνταν: «Είναι εύκολο να φανείς γελοίος αν προσπαθήσεις να εισαγάγεις φιλοσοφικές σκέψεις σε μια συζήτηση για μεταξωτά και σατέν, αλλά, δεδομένου ότι είμαι ο κύριος υπεύθυνος μιας κοινωνικής τάσης, μάλλον είμαι ο καταλληλότερος για να εξηγήσω την επιτυχία μου. Πιστεύω ότι οφείλεται στο ότι επανέφερα στο προσκήνιο την παραμελημένη τέχνη του να ευχαριστείς».

Πέρα από τις κοινωνικές προεκτάσεις της ανατρεπτικής δουλειάς του, ο Ντιόρ ασχολήθηκε, παράλληλα με τις δημιουργίες υψηλής ραπτικής, και με την παραγωγή ετοίμων ενδυμάτων και αξεσουάρ. Κι έτσι ήδη από το 1947 και τις πρώτες του επιδείξεις μόδας, λάνσαρε στην αγορά το πρώτο του άρωμα (Miss Dior – φόρος τιμής στην αντιστασιακή αδερφή του)…

Τελευταία χρόνια

Τα υπόλοιπα φυσικά είναι Ιστορία, μια προσωπική διαδρομή δηλαδή που ταυτίστηκε με τη μόδα, την υψηλή ραπτική αλλά και τη γενικότερη αισθητική του 20ού αιώνα! Ο Ντιόρ πέρασε τον Ατλαντικό τον Νοέμβριο του 1948 για να ιδρύσει την πρώτη του μπουτίκ με έτοιμα ενδύματα στην περίφημη Πέμπτη Λεωφόρο της Νέας Υόρκης, ενώ από την επόμενη χρονιά εγκαινίασε το καινοτόμο επιχειρηματικό του πλάνο με την αδειοδότηση των σχεδίων του: αξεσουάρ, όπως παπούτσια, γάντια, καπέλα, γούνες, καλσόν, αρώματα, ακόμα και αντρικές γραβάτες, ράβονταν σε τοπικά κέντρα του πλανήτη για λογαριασμό του, κάτι που επέκτεινε τη φίρμα του στα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης, γεννώντας στην πορεία μια επιχειρηματική αυτοκρατορία.

Οι οίκοι υψηλής ραπτικής επέκριναν την κίνησή του αυτή, στην οποία είδαν την ευτέλεια της μόδας, αν και σύντομα σύσσωμος ο κόσμος της μόδας θα κόπιαρε την επιχειρηματική στρατηγική του με τα μικρά ατελιέ που έραβαν σχέδιά του για λογαριασμό του πάντα.

Το 1955, ο 19χρονος Ιβ Σεν Λοράν έγινε βοηθός ράφτη του Ντιόρ και σύντομα δεξί του χέρι. Ο μεγάλος μόδιστρος συναντήθηκε με τη μητέρα του προστατευόμενού του το 1957 για να την πληροφορήσει ότι είχε χρίσει τον άγνωστο σχεδιαστή διάδοχό του στο τιμόνι του οίκου, κάτι που έφερε σε αμηχανία τη γυναίκα μιας και ο Κριστιάν ήταν μόλις 52 ετών.

Σαν να το ήξερε λες αυτός, λίγο μετά τη μοιραία συνάντηση έπαθε άλλο ένα έμφραγμα, το τρίτο στη σειρά, και έφυγε αιφνιδίως από τον κόσμο στις 23 Οκτωβρίου 1957, έχοντας ήδη εμφανιστεί στο εξώφυλλο του περιοδικού «Time». Ο Κριστιάν Ντιόρ άφησε την τελευταία του πνοή σε ιταλικό θέρετρο, όπου απολάμβανε τις διακοπές του.

Ο οίκος του ήταν πια σε καλά χέρια και περισσότεροι από 2.500 άνθρωποι είπαν το ύστατο χαίρε στην κηδεία του στο Παρίσι, με σύσσωμους τους διάσημους πελάτες του παρόντες.

Ο 21χρονος Ιβ Σεν Λοράν έγινε έτσι αρχισχεδιαστής του Οίκου Ντιόρ, κατά τις επιθυμίες του εκλιπόντος μόδιστρου, ο οποίος όταν έφυγε από τον κόσμο είχε ήδη φτιάξει μια αυτοκρατορία μόδας που απέφερε περισσότερα από 20 εκατ. δολάρια ετησίως…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr