Υπήρξε μια εποχή στην Ελλάδα που το μπάσκετ ζούσε στη σκιά του ποδοσφαίρου και οι ειδήσεις της πορτοκαλί μπάλας περνούσαν στα μονόστηλα των εφημερίδων.

Την ίδια περίοδο σε μια άλλη γωνιά της Γης, ένα παιδί ελλήνων μεταναστών στον Νέο Κόσμο, κάποιος Νίκος Γεωργαλής, έκανε τα δικά του όνειρα για το μέλλον, καθώς περνούσε το κατώφλι του κολεγίου με τα εύσημα του πρώτου σκόρερ του NCAA!

Οι περιπέτειες του έλληνα παίκτη στο ΝΒΑ και οι πίκρες που γνώρισε έμελλε να μετατραπούν σε ευλογία για μια χώρα ολόκληρη: ο Γεωργαλής-Γκάλης επιστρέφει στην Ελλάδα και κάνει το μπάσκετ λαϊκό θέαμα!

Ένας σχετικά κοντός μπασκετμπολίστας, που μπορούσε όμως να σκοράρει απέναντι σε οποιονδήποτε αντίπαλο και να τα κάνει όλα να φαίνονται τόσο απλά, ανέλαβε το εθνικό καθήκον να κάνει το μπάσκετ δημοφιλές στη χώρα, μια προσπάθεια που θα δικαιωνόταν λίγο αργότερα, όταν θα ενορχήστρωνε το 1987 το χρυσό της εθνικής μας στο Ευρωμπάσκετ βγάζοντας για πρώτη φορά τους Έλληνες στους δρόμους για να πανηγυρίσουν αθλητική επιτυχία στο μπάσκετ!

Ο «αυτοκράτορας» της ελληνικής καλαθοσφαίρισης και αναμφίβολα η σπουδαιότερη μορφή του αθλήματος κατάφερε αυτό που λίγοι αθλητές της κατηγορίας του μπόρεσαν: να αγαπηθεί καθολικά, να δοξαστεί παγκόσμια και να αφήσει γερή κληρονομιά σε έναν λαό ένα άθλημα! Κι αν μας αρέσουν οι βαρύγδουπες εκφράσεις, ο Γκάλης είναι ο αδιαμφισβήτητος αναμορφωτής του ελληνικού μπάσκετ.

Τα στατιστικά εξάλλου της ασύλληπτης αυτής μηχανής σκοραρίσματος είναι δηλωτικά και αποστομωτικά: μέσος όρος 32,8 πόντων ανά παιχνίδι στη διάρκεια της 16χρονης καριέρας του στην Ευρώπη (τόσο σε εθνικό όσο και διεθνές επίπεδο), πρώτος σκόρερ στο Μουντομπάσκετ του 1986 και σε 4 από τα 5 Ευρωμπάσκετ που πήρε μέρος, 8 φορές πρωταθλητής Ελλάδος, δύο φορές τροπαιούχος Ευρώπης (χρυσό το 1987, αργυρό το 1989), 11 φορές κορυφαίος σκόρερ στο ελληνικό πρωτάθλημα και οι διακρίσεις πραγματικά δεν έχουν τέλος για το φαινόμενο του μπάσκετ που δεν είχε δεύτερό του! Ο Γκάλης ολοκλήρωσε τις διεθνείς του υποχρεώσεις με 167 παιχνίδια στις πλάτες του, στα οποία σκόραρε 5.130 πόντους (30,5 πόντοι κατά μέσο όρο)!

Ο άνθρωπος που μάγευε τα πλήθη με την πορτοκαλί μπάλα στα χέρια του δεν χρειάζεται συστάσεις, ας δούμε λοιπόν τους σημαντικότερους σταθμούς της ζωής του…

Πρώτα χρόνια



Ο Νίκος Γεωργαλής γεννιέται στις 23 Ιουλίου 1957 στο Νιου Τζέρσεϊ της Νέας Υόρκης ως γιος ελλήνων μεταναστών, με καταγωγή από τη Ρόδο. Ο τσαγκάρης πατέρας του ήταν ταυτοχρόνως και ερασιτέχνης πυγμάχος, ονειρεύεται λοιπόν για τον γιο του μια καριέρα στην πυγμαχία, την εποχή μάλιστα που ο Μοχάμεντ Άλι γινόταν αστέρι με τις σαρωτικές νίκες του.

Κι έτσι ο Νίκος θα κάνει τα πρώτα του δειλά βήματα στον αθλητισμό ως ερασιτέχνης πυγμάχος, μη φτάνοντας ποτέ να παίξει επαγγελματικά, καθώς γνώριζε μέσα του πως δεν ήταν το άθλημα που του ταίριαζε. Η καρδιά της μητέρας του ράγιζε εξάλλου κάθε φορά που τον έβλεπε να γυρνά από το ρινγκ ματωμένος, κι έτσι όλα τον ώθησαν να ασχοληθεί με κάτι που ήξερε καλά.

Αφού φλέρταρε και με την ιδέα του αμερικανικού ποδοσφαίρου και του χόκεϊ, μάζεψε το μυαλό του και αφιερώθηκε στο μπάσκετ, καθώς «αυτό ένιωθα να ξέρω καλύτερα», θα πει αργότερα. Παρά το σχετικά χαμηλό παράστημά του για καλαθοσφαιριστής (1,83 μ.), ήταν τέτοια τα αθλητικά του χαρίσματα και η προσήλωσή του στον στόχο που σύντομα θα μετατρεπόταν σε φαινόμενο, ο «έλληνας Μάικλ Τζόρνταν», όπως τον χαρακτήρισαν σχετικά πρόσφατα οι New York Times.

Κι έτσι βρέθηκε να ξεδιπλώνει το ταλέντο του στις γειτονιές του Νιου Τζέρσεϊ, σε μια πορεία που θα τον έφερνε στην κορυφή: ολοκληρώνοντας το σχολείο, έγινε δεκτός στο γνωστό μπασκετικό λίκνο του κολεγίου Σίτον Χολ καθώς ήταν στις πρώτες θέσεις των σκόρερ του σχολικού πρωταθλήματος! Στο κολεγιακό μπάσκετ θα αμερικανοποιήσει το ελληνικό του όνομα για να διευκολύνει την προφορά του και ο Νικ Γκάλης είχε μόλις γεννηθεί.

Από το 1975-1979, ο Γκάλης άφησε άφωνο τον πρώτο του ουσιαστικά επαγγελματία προπονητή με τις ικανότητές του, γινόμενος θρύλος στο κολεγιακό μπάσκετ: στην τελευταία του χρονιά στο Σίτον Χολ (1978-79), ο Γκάλης σημείωνε κατά μέσο όρο 27,5 πόντους το παιχνίδι, ενώ στις τρεις τελευταίες του σεζόν ήταν και ο καλύτερος πασέρ με 4,2 ασίστ κατά μέσο όρο…

Το απωθημένο του ΝΒΑ και το «φάντασμα» του Λάρι Μπερντ

Πώς έγινε όμως και δεν έπαιξε ποτέ στο ΝΒΑ ο τρίτος σκόρερ του κολεγιακού πρωταθλήματος των ΗΠΑ, ένας καλαθοσφαιριστής με τόσες δυνατότητες και ταλέντο; Εδώ τον πρώτο λόγο είχαν οι συγκυρίες και το κακό μανατζάρισμα. Εκτός λοιπόν του ότι επιλέχθηκε χαμηλά στα draft του 1979 (μόλις στον τρίτο γύρο και μάλιστα στο Νο 68, αν και ήταν στους κορυφαίους όπως είπαμε σκόρερ του κολεγιακού πρωταθλήματος, πίσω ακριβώς από τον δεύτερο Λάρι Μπερντ), είχε να αντιμετωπίσει και την αδιαφορία του τότε ατζέντη του Μπιλ Μάντεν, ο οποίος εκείνη την περίοδο κανόνιζε τις περιοδείες της Ντόνα Σάμερ!

«Με επέλεξαν οι Boston Celtics, αλλά ήμουν κάτω από τον Λάρι Μπερντ. Διάλεξαν αυτόν. Ο μάνατζέρ μου τότε ήταν ο Μπιλ Μάντεν, ήταν ο καλύτερος στην πιάτσα και γι’ αυτό εξαιρετικά πολυάσχολος. Εκείνη την εποχή είχε αναλάβει τη Ντόνα Σάμερ και προσπαθούσε να κλείσει συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Δεν με πρόσεξε. Πιστεύω πως θα ήταν διαφορετικά τα πράγματα αν είχα μείνει στο ΝΒΑ και δεν θα έπαιζα ποτέ στην Ελλάδα», θα πει αργότερα ο Γκάλης για το γεγονός που του στέρησε την πορεία στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου.

Μετά την περιπέτεια με τους Celtics, οι πόρτες του ΝΒΑ έμοιαζαν πια κλειστές, και τότε η μοίρα έκανε την εμφάνισή της: φίλος του Νικ είναι αυτός που του βάζει την ιδέα να παίξει μπάσκετ στην Ελλάδα, με την ελληνική καλαθοσφαίριση να του χρωστά τεράστια χάρη! «Μέχρι τότε δεν ήξερα ότι παιζόταν το άθλημα αυτό στην Ελλάδα. Το μυαλό μου ήταν στο NBA», θα πει αργότερα ο Γκάλης, ο οποίος μπήκε ωστόσο στο αεροπλάνο με κατεύθυνση την Ελλάδα, μια κίνηση δηλαδή που έμελλε να αλλάξει τον ρου της ιστορίας του ελληνικού -και όχι μόνο- μπάσκετ…

Όσο για τον προπονητή του στο Σίτον Χολ, τον θρυλικό Bill Raftery, είπε αργότερα για το γεγονός που θα άλλαζε τη μοίρα του ελληνικού μπάσκετ: «Μου είχε πει ο Red Auerbach (πρόεδρος και προπονητής των Celtics) ότι ‘‘το παιδί που είχες στο κολέγιο θα μπορούσε να παίξει άνετα στο ΝΒΑ’’, αλλά κάτι τέτοιο δυστυχώς δεν έγινε ποτέ. Αν και πιστεύω ότι είχε όλα τα φόντα να παίξει στο καλύτερο πρωτάθλημα του κόσμου, δεν ξέρω αν η καριέρα του θα είχε αυτόν τον αντίκτυπο. Ίσως και να ήταν καλύτερα που η μοίρα τον έφερε στην Ελλάδα». Για την Ελλάδα, σαφώς και ήταν…

Ο θρίαμβος και η γέννηση του ελληνικού μπάσκετ

Κι έτσι μπορεί να έκλεισε η πόρτα του ΝΒΑ, η προοπτική της Ευρώπης όμως είχε μόλις ανοίξει. Οι ελληνικές ομάδες έκαναν ουρά για να τον αποκτήσουν, με Ολυμπιακό, Παναθηναϊκό και Άρη να επιδίδονται σε μια κούρσα που θα αναδείκνυε μεγάλο νικητή την ομάδα τα Θεσσαλονίκης.

Ο Γκάλης εμφανίζεται στο αεροδρόμιο «Μακεδονία» και δηλώνει μπροστά στον αθλητικό Τύπο ότι «θα βάζω σε κάθε παιχνίδι 40 πόντους»! Η εμφατική δήλωση κρίνεται υπερφίαλη από τους αθλητικογράφους, με τις εφημερίδες να μη γοητεύονται από τη μορφή του «κοντού με την γκαμπαρντίνα», όπως σχολίασε πικρόχολα εφημερίδα της εποχής. Τα υπόλοιπα είναι φυσικά ιστορία, καθώς η δήλωση του Γκάλη θα αποδεικνυόταν σύντομα ρεαλιστικότατη, δίνοντας υπόσταση σε μια καριέρα επικών προδιαγραφών!

Την πρώτη του σεζόν στην Ελλάδα αναδείχθηκε τρίτος σκόρερ του πρωταθλήματος και από την επόμενη θα γινόταν ο κορυφαίος σκόρερ, κατακτώντας την πρωτιά σε 11 συνεχόμενες σεζόν! Την περίοδο μάλιστα 1980-81, σημείωσε μέσο όρο 44 πόντους ανά αγώνα, σε μια εποχή μάλιστα που το μπάσκετ ήταν μόλις κάτι παραπάνω από χόμπι στην Ελλάδα, με λιγοστούς παίκτες και πενιχρές υποδομές.

Ο Γκάλης ήταν αυτός που θα κάνει το άθλημα σαρωτική μόδα και θα φέρει κόσμο στα μπασκετικά παρκέ, την ίδια στιγμή που θα βγάλει την Ελλάδα και στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις: από το 1988-1990, ο Νικ θα οδηγήσει τον Άρη σε τρία Final Four, παρά το γεγονός ότι δεν θα κατακτήσει κανένα.

Το 1987 θα οδηγήσει το ελληνικό μπάσκετ στην κορυφή της Ευρώπης, με τα γεγονότα να παραείναι γνωστά και βιωματικά σε όλους για να περιγραφούν! Όλη η Ελλάδα βγήκε στους δρόμους για να πανηγυρίσει για τον Γκάλη και την παρέα του.

Ο ήρωας όμως αποδεικνύεται πολύ διακριτικός για να νιώσει ξεχωριστός, αποδίδοντας τη νίκη στη συλλογική προσπάθεια. Όλοι όμως γνωρίζουν την αλήθεια, πως χωρίς αυτόν θρίαμβος δεν θα υπήρχε…

Ο Γκάλης αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ (με 37 πόντους μέσο όρο) και MVP φυσικά του τουρνουά. Το καλοκαίρι του 1989 μάλιστα ο Γκάλης θα επαναλάβει τον άθλο στα ευρωπαϊκά σαλόνια, αναδεικνυόμενος και πάλι σε πρώτο σκόρερ του Ευρωμπάσκετ, οδηγώντας αγέρωχα την εθνική μας στην κατάκτηση του ασημένιου μεταλλίου. Η Ελλάδα είχε μπει πια στον μπασκετικό χάρτη της Ευρώπης.

Επόμενος σταθμός στην αθλητική του καριέρα ο Παναθηναϊκός, στον οποίο πήρε μεταγραφή τη σεζόν 1992. Την προηγούμενη χρονιά ψηφίστηκε μέσα στους 50 κορυφαίους καλαθοσφαιριστές της FIBA όλων των εποχών! Η άφιξη του Γκάλη στον «σκοτωμένο» Παναθηναϊκό σηματοδότησε την επιστροφή της ομάδας στις νίκες και τις επιτυχίες τόσο σε τοπικό όσο και ευρωπαϊκό επίπεδο (τρίτος στο Ευρωμπάσκετ του 1994).

Η συγκομιδή των πόντων που σημείωσε στο εν λόγω Final Four (Τελ Αβίβ), το αστρονομικό νούμερο των 231 πόντων δηλαδή, τον φέρνει στην πρώτη θέση των σκόρερ της τελικής φάσης του Ευρωμπάσκετ, άλλο ένα ρεκόρ του ελληνικού μπασκετικού φαινομένου…

Το άδοξο φινάλε

Η καριέρα του σημαντικότερου μπασκετμπολίστα που πάτησε ποτέ το πόδι του σε ελληνικό παρκέ έμελλε να τελειώσει έτσι όπως είχε αρχίσει: απαρατήρητα. Το ημερολόγιο έγραφε 18 Οκτωβρίου 1994 και ο Παναθηναϊκός αγωνιζόταν με την ομάδα των Αμπελόκηπων στο κλειστό του Μετς.

Οι σχέσεις του προπονητή της ομάδας Κώστα Πολίτη και του 37χρονου πια αστέρα, που δεν είναι πλέον στη φόρμα που τον ήξερε ο κόσμος, είναι τεταμένες. Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Γκάλης στον Παναθηναϊκό δεν μπορούν να κρυφτούν και ο παίκτης δείχνει την έκδηλη δυσαρέσκειά του. Ο προπονητής αποφασίζει να τον ρίξει στο ματς όταν η διαφορά έχει ήδη αγγίξει τους 24 πόντους, με τον Γκάλη να θεωρεί το γεγονός ταπεινωτικό: «δεν έχω όρεξη να παίξω», λέει στον Πολίτη και εγκαταλείπει το κλειστό του Μετς.

Ήταν οι τίτλοι τέλους μιας μεγάλης και ένδοξης πορείας, η τελευταία φορά που θα περνούσε την πόρτα γηπέδου ως επαγγελματίας παίκτης. Παρά τις διαβουλεύσεις με τους παράγοντες της ομάδας, το χάσμα μοιάζει αγεφύρωτο, κι έτσι έναν χρόνο αργότερα, στις 29 Σεπτεμβρίου 1995, ο Γκάλης στέλνει επιστολή στις εφημερίδες: «Ποτέ δεν έχω παρακαλέσει άνθρωπο, δεν έχω ζητήσει χάρη από κανέναν. Φεύγω πικραμένος». Ο Κώστας Πολίτης προχωρεί κατόπιν σε μια αμφίβολη δήλωση που δεν τιμάει κανέναν: «Πάλι τα ίδια με ρωτάτε; Ποιος είναι ο Γκάλης; Πρέπει να ξεκινάω έναν 37χρονο στην ομάδα;»…

Κι έτσι ο κορυφαίος έλληνας καλαθοσφαιριστής αποτραβήχτηκε από τον λαμπερό κόσμο των σπορ, με σύσσωμη την πολιτεία και τους φορείς να τον ξεχνούν λες και δεν πέρασε ποτέ από τα παρκέ, λες και δεν ήταν ο άνθρωπος που του χρωστούσαμε την άνοδο του μπάσκετ!

Όταν μάλιστα εμφανίστηκε ως λαμπαδηδρόμος στους Ολυμπιακούς της Αθήνας το 2004 και έτρεξε συμβολικά στο ταρτάν του ΟΑΚΑ για λίγα μέτρα, αυτή ήταν μια από τις ελάχιστες τιμές που του είχαν γίνει από πλευράς πολιτείας. Πικραμένος και ξεχασμένος, θα δηλώσει πικρόχολα λίγο αργότερα: «Ας βλέπουν οι Έλληνες που δεν με τιμούν τους ξένους, μήπως και ντραπούν λιγάκι».

Η δικαιολογημένη πικρία του δεν έχει όμως θέση στη ζωή του, καθώς τον Γκάλη τον έχει τιμήσει και συνεχίζει να τον τιμά με τον τρόπο του ο ελληνικός λαός, έχοντάς τον πάντα στην καρδιά του. Είναι εξάλλου ο άνθρωπος που έφερε τον επαγγελματισμό στον χώρο της καλαθοσφαίρισης, ο άνθρωπος που ταυτίστηκε με την πιο εξωστρεφή εκδοχή του ελληνικού αθλητισμού της δεκαετίας του ’80. Κι αν μοιάζει άδοξο το τέλος του, δεν είναι, καθώς οι θρύλοι δεν τελειώνουν ούτε ξεχνιούνται…

Προσωπική ζωή

Ο Νίκος Γκάλης γνώρισε το 1980 την Τζένη Ρήγα σε εκδήλωση του Άρη. Το ζευγάρι σύντομα θα παντρευτεί με πολιτικό γάμο στις ΗΠΑ (1984) και στη συνέχεια με θρησκευτικό στην Ελλάδα. Η κοινή συζυγική ζωή δεν θα καρποφορήσει όμως και το ζευγάρι θα περάσει έναν χρόνο σε διάσταση, πριν συμβεί το τραγικό τροχαίο δυστύχημα που θα στερούσε τη ζωή στην Τζένη (28 Μαΐου 1988).

Επόμενος σταθμός της ζωής του η Αλέκα Καμηλά, αθλήτρια τότε του ύψους, την οποία γνώρισε ο Γκάλης στο «Καυτανζόγλειο» όπου πήγαινε για να τρέξει. Ο Νικ έμεινε μαζί της για 4 χρόνια, έφτασαν κοντά στο γάμο, αλλά για άλλη μια φορά επήλθε το τέλος.

Κατόπιν τον κέρδισαν τα καταγάλανα μάτια της Ελίνας Ακριτίδου. Η ηθοποιός και αθλήτρια του μπάσκετ στα νιάτα της έζησε μια παθιασμένη σχέση με τον «πολίτη» πλέον Γκάλη, έχοντας ήδη αποχωρήσει από τον επαγγελματικό αθλητισμό. Ούτε αυτή η σχέση όμως έμελλε να στεριώσει.

Τελευταία στάση, η Έλενα Παναγιώτου, η δημοσιογράφος που ανέβηκε τελικά τα σκαλιά της εκκλησίας με τον Γκάλη τον Δεκέμβριο του 2005.

Το ζευγάρι έχει αποκτήσει μια κόρη, τη Στέλλα…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr