Ένας από τους γίγαντες της αμερικανικής λογοτεχνίας του 20ού αιώνα, ο συγγραφέας που μας χάρισε τα αριστουργήματα «Αποχαιρετισμός στα όπλα», «Για ποιον χτυπά η καμπάνα» και «Ο γέρος και η θάλασσα», έμεινε σημείο αναφοράς τόσο για τα γραπτά του όσο και τον άστατο βίο του.

Παρασημοφορημένος βετεράνος του Α’ Παγκοσμίου, πολεμικός ανταποκριτής και δημοσιογράφος, ο κάτοχος Πούλιτζερ και Νόμπελ Λογοτεχνίας έζησε μια ζωή γεμάτη, η οποία απαθανατίστηκε εξάλλου στα εμβληματικά του μυθιστορήματα.

Παθιασμένος ταξιδευτής, ταγμένος κυνηγός και ψαράς, ο Χέμινγουεϊ έψαχνε πάντα την επόμενη περιπέτεια και ήταν διατεθειμένος να φτάσει πολύ μακριά για να ικανοποιήσει την ακόρεστη δίψα του για ζωή, αν και το πάθος του για καταχρήσεις έμελλε να μείνει εξίσου ιστορικό, γράφοντας τη δική του χρυσή σελίδα ως πότης.

Κι όταν το 1961 αποφάσισε να βάλει τέλος στη ζωή του, η αυτοκτονία του νομπελίστα συγγραφέα σόκαρε το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό με τον ίδιο τρόπο που το είχαν στιγματίσει τα αυτοβιογραφικά μυθιστορήματά του…

Πρώτα χρόνια

Ο Έρνεστ Μίλερ Χέμινγουεϊ γεννιέται στις 21 Ιουλίου 1899 σε επαρχία του Ιλινόις, μέσα στη συντηρητική οικογένεια του γιατρού πατέρα και της μουσικού μητέρας του. Η φαμίλια περνούσε τα καλοκαίρια της σε θέρετρο του Μίσιγκαν, όπου θα έρθει σε επαφή ο μικρός με τις κατοπινές και παντοτινές αγάπες του, το ψάρεμα, το κυνήγι και την απόλαυση της Φύσης.

Καλή πένα από πιτσιρικάς, ο Έρνεστ γράφει στη σχολική εφημερίδα θέματα αθλητισμού και αποφοιτώντας από το Γυμνάσιο πιάνει αμέσως δουλειά ως ρεπόρτερ σε εφημερίδα του Κάνσας. Η δουλειά του ως δημοσιογράφου επηρέασε σαφώς το λιτό συγγραφικό του στιλ, τη «στεγνή» πρόζα που θα τον έκανε σε λίγες δεκαετίες δημοφιλή στα πέρατα της οικουμένης. Όπως εξάλλου το έλεγε και ο ίδιος: «Η δουλειά στην εφημερίδα δεν πρόκειται να βλάψει κανέναν επίδοξο συγγραφέα και μάλιστα θα τον βοηθήσει, αν παραιτηθεί βέβαια την κατάλληλη στιγμή»…

Πολεμικές περιπέτειες



Το 1918 θα βρει τον Χέμινγουεϊ στο μέτωπο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, υπηρετώντας ως οδηγός ασθενοφόρου για λογαριασμό του Ιταλικού Στρατού. Για τις υπηρεσίες του ο νεαρός στρατιώτης θα παρασημοφορηθεί, ενώ λίγο έλειψε να χάσει τη ζωή του στα χαρακώματα, κάτι που θα τον έφερνε σε στρατιωτικό νοσοκομείο του Μιλάνου.

Εκεί είναι που θα γνωρίσει ο αμερικανός φαντάρος τη νοσοκόμα Agnes von Kurowsky, η οποία θα αποδεχτεί την πρόταση γάμου του, αν και σύντομα θα τον εγκατέλειπε για την καρδιά άλλου άντρα. Μπορεί η καρδιά του να θρυμματίστηκε, το γεγονός ωστόσο λειτούργησε ως έμπνευση για τον Χέμινγουεϊ, ο οποίος άρχισε να σκαρώνει τον «Αποχαιρετισμό στα Όπλα»!

Σε στάδιο ανάρρωσης ακόμα από τα τραύματά του, ο 20χρονος στρατιώτης επιστρέφει στις ΗΠΑ και περνά χρόνο στο εξοχικό της οικογένειας στο Μίσιγκαν, πριν πιάσει δουλειά σε άλλη εφημερίδα του Σικάγο.

Εκεί θα γνωρίσει τη Hadley Richardson, τη μέλλουσα πρώτη κυρία Χέμινγουεϊ, με το ζευγάρι να παντρεύεται και να μετακομίζει σύντομα στο Παρίσι, καθώς ο συγγραφέας εξασφάλισε νέα θέση στην εφημερίδα ως ανταποκριτής στο εξωτερικό…

Η ζωή στην Ευρώπη

Στο Παρίσι ήταν που ο νεαρός συγγραφέας θα γινόταν αναπόσπαστο μέρος των γαλλικών γραμμάτων, τμήμα αυτού που η Γερτρούδη Στάιν αποκάλεσε περίφημα «Χαμένη Γενιά».

Με την ίδια στον ρόλο του μέντορα, ο Χέμινγουεϊ θα γνωριστεί με τους κορυφαίους λογοτέχνες και καλλιτέχνες της γενιάς του, όπως οι Σκοτ Φιτζέραλντ, Έζρα Πάουντ, Τζέιμς Τζόις, Πάμπλο Πικάσο κ.ά., ενώ το 1923 το ζευγάρι θα υποδεχτεί τον γιο τους. Την ίδια εποχή ο Χέμινγουεϊ θα έρθει σε επαφή με το διαβόητο φεστιβάλ του San Fermin στην Παμπλόνα της Ισπανίας και έκτοτε θα γίνει λάτρης του.

Το φεστιβάλ θα λειτουργήσει μάλιστα ως βάση για το πρώτο μυθιστόρημα του συγγραφέα, το «Ο ήλιος ανατέλλει ξανά», το οποίο μνημονεύεται από την κριτική ως το καλύτερο γραπτό του, εξετάζοντας με μαεστρία τις μεταπολεμικές ψευδαισθήσεις της γενιάς του.

Λίγο μετά την έκδοση του βιβλίου βέβαια το ζευγάρι χωρίζει, καθώς ο μπερμπάντης Έρνεστ είχε ήδη εμπλακεί σε παράνομο ειδύλλιο με την κοπέλα που θα γινόταν τελικά η δεύτερη σύζυγός του. Κι έτσι, μόλις βγήκε το διαζύγιο, ο Χέμινγουεϊ παντρεύτηκε τη νέα εκλεκτή της καρδιάς του, την Pauline Pfeiffer, δουλεύοντας ταυτοχρόνως πυρετωδώς το επόμενο βιβλίο του, το «Άντρες χωρίς γυναίκες»…

Λογοτεχνική καταξίωση

Δεν θα έπαιρνε πολύ στην Pauline να μείνει έγκυος, αναγκάζοντας έτσι το ζευγάρι να επιστρέψει στην Αμερική. Κι όταν γεννήθηκε ο γιος τους το 1928, η οικογένεια εγκαταστάθηκε στο Key West της Φλόριντα, με τον συγγραφέα να ολοκληρώνει το μυθιστόρημα του Α’ Παγκοσμίου, τον «Αποχαιρετισμό στα Όπλα», κάτι που θα του εξασφάλιζε μια διαρκή θέση στο λογοτεχνικό στερέωμα.

Όταν δεν έγραφε, περνούσε πια τον χρόνο του κυνηγώντας την περιπέτεια, κάτι που κράτησε για το μεγαλύτερο μέρος του 1930: σαφάρι στην Αφρική, ταυρομαχίες στην Ισπανία, ψάρεμα στη Φλόριντα.

Το 1937 θα τον βρει ως πολεμικό ανταποκριτή στον Ισπανικό Εμφύλιο, συγκεντρώνοντας ταυτοχρόνως υλικό για το επόμενο βιβλίο του, το «Για ποιον χτυπά η καμπάνα», το οποίο θα τον φέρει στους προτεινόμενους για Βραβείο Πούλιτζερ. Ταυτοχρόνως, εκεί θα γνωρίσει την επίσης πολεμική ανταποκρίτρια Martha Gellhorn, τη μελλοντική Νο 3 κυρία Χέμινγουεϊ!

Όπως ήταν επόμενο, ο γάμος του με την Pauline Pfeiffer θα έληγε για να πάρει σύντομα τη θέση της η Gellhorn. Το ζευγάρι αγόρασε μια φάρμα έξω από την Αβάνα της Κούβας, που θα λειτουργούσε πια ως το χειμερινό κατάλυμα του συγγραφέα.

Όταν οι ΗΠΑ ενεπλάκησαν στον Β’ Παγκόσμιο το 1941, ο συγγραφέας κατέφυγε για άλλη μια φορά στο επάγγελμα του πολεμικού ανταποκριτή, παίρνοντας μέρος σε μπόλικα από τα μνημειώδη στιγμιότυπα του πολέμου, όπως στην Απόβαση στη Νορμανδία. Και βέβαια, συνεπής με το μοτίβο της ζωής του, εκεί θα γνωρίσει άλλη μια πολεμική ανταποκρίτρια, τη Mary Welsh, την οποία και θα παντρευτεί αργότερα, μετά το διαζύγιό του από τη Martha Gellhorn.

Το 1951, ο Χέμινγουεϊ θα ολοκληρώσει τον «Γέρο και τη θάλασσα», ένα από τα γνωστότερα λογοτεχνικά έργα του, το οποίο θα αποσπάσει επιτέλους το Βραβείο Πούλιτζερ (1953) που τόσο πολύ του είχαν αρνηθεί…

Προσωπικές μάχες και αυτοκτονία

Οι περιπέτειες του παράτολμου Χέμινγουεϊ δεν έλεγαν να πάρουν τέλος, κάτι που θα τον έφερνε αναρίθμητες ακόμα φορές στην Αφρική αλλά και αλλού στον κόσμο. Ο ίδιος τραυματίστηκε αρκετές φορές, μέχρι και από πολλαπλά αεροπορικά ατυχήματα επιβίωσε!

Το 1954 ήρθε η μεγάλη στιγμή του, όταν βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, αν και στην απονομή του βαρύτιμου βραβείου ο λόγος του άρχισε να προδίδει την κακή κατάσταση της υγείας του: ήταν πια αλκοολικός, καταθλιπτικός και καταπονημένος ως οργανισμός, καθώς τον ταλαιπωρούσαν τα τραύματα από τις περιπέτειές του στην Κούβα.

Τότε ήταν που άρχισε να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία για υπέρταση και παθήσεις του συκωτιού.

Πριν αποσυρθεί οριστικά στο νέο του σπίτι στο Αϊντάχο, πρόλαβε να ολοκληρώσει το τελευταίο του πόνημα, το «Μια κινητή γιορτή», ένα χρονικό της ζωής του στο Παρίσι.

Εκεί συνέχισε να παλεύει με τη συνεχώς επιδεινούμενη σωματική και ψυχική του υγεία, μέχρι τις 2 Ιουλίου 1962 τουλάχιστον, όταν πήρε το αγαπημένο του δίκαννο και αυτοπυροβολήθηκε στο κεφάλι…

Ο Χέμινγουεϊ άφησε κληρονομιά ένα εντυπωσιακό σώμα έργων που συνεχίζουν να επηρεάζουν τους λογοτέχνες του καιρού μας και να μαγεύουν το παγκόσμιο αναγνωστικό κοινό. Και βέβαια το δημιουργικό του ταλέντο και τα αριστουργήματα που χάρισε στην οικουμένη δεν κατάφεραν ποτέ να επισκιαστούν από τον περιπετειώδη βίο του, που έγινε ωστόσο εξίσου θρυλικός…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr