Η Καμίλ Κλοντέλ ήρθε στον κόσμο για να κάνει τη διαφορά στην τέχνη και τη ζωή: το κορίτσι που στα 12 του συγκινήθηκε από τη γλυπτική, έμελλε να αφήσει τη σφραγίδα της στη σύγχρονη τέχνη τόσο από το δικό της έργο όσο και την επίδραση που άσκησε στον κορυφαίο γλύπτη Ροντέν!

Η πολυτάραχη και θυελλώδης σχέση που διατήρησαν οι δυο τους θα άφηνε τα χνάρια της στο έργο και των δύο καλλιτεχνών, με την ίδια βέβαια στο τέλος να αποσύρεται από τα εγκόσμια και να καταλήγει τελικά σε άσυλο φρενοβλαβών.

Με ζωή σαν κομήτη και έργο με κολοσσιαία επίδραση στον χώρο των πλαστικών τεχνών, η γενναία και αντισυμβατική αυτή γυναίκα πάλεψε μέσα σε έναν ανδροκρατούμενο κόσμο με νύχια και με δόντια, κι όταν η εύθραυστη υγεία της την πρόδωσε, ένα πράγμα θα γινόταν προφανές: η κοινωνία ποτέ δεν δέχτηκε να την ενσωματώσει στις τάξεις της…

Παιδικά χρόνια

Η Camille Claudel Nicola Maria Anastasia Kendall γεννιέται στις 8 Δεκεμβρίου 1864 σε χωριό της Νότιας Γαλλίας (Καμπανία) ως κόρη του υποθηκοφύλακα Louis-Prosper Claudel Vivenne και της κόρης του τοπικού γιατρού Louise Athanaïse. Η Καμίλ είναι το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας (μετά τον θάνατο του μεγαλύτερου αδελφού της) και έχει δύο ακόμα αδέρφια, ένας εκ των οποίων ήταν ο Πολ Κλοντέλ, ο γνωστός ποιητής και διπλωμάτης.

Η οικογένεια μετακινείται συχνά στις πολίχνες της γαλλικής επαρχίας, με την Καμίλ να γνωρίζει ήρεμα παιδικά χρόνια, ανακαλύπτοντας μάλιστα νωρίς την κλίση της στη γλυπτική: σε ηλικία 12 ετών, φιλοτεχνεί μικρά αγάλματα από πηλό, τα οποία θα δει λίγα μόλις χρόνια αργότερα ο γλύπτης Alfred Boucher και θα θαμπωθεί, πείθοντας την οικογένεια ότι η μικρή όφειλε να ακολουθήσει το ταλέντο της…

Γλυπτική

Από την εφηβεία της λοιπόν η Καμίλ αναπτύσσει έντονο πάθος με τη γλυπτική, δείχνοντας έφεση στον πηλό, με τον πατέρα της να υποστηρίζει πλήρως την απόφασή της να μετακινηθεί στο Παρίσι για να φοιτήσει σε ακαδημία καλών τεχνών. Η μητέρα είχε αντίθετη βέβαια γνώμη και οι ομηρικοί καυγάδες δεν λείπουν από το σπιτικό των Κλοντέλ.

Το 1882 λοιπόν η οικογένεια μετακινείται πράγματι στο Παρίσι, με τον πατέρα να μένει ωστόσο πίσω λόγω των επαγγελματικών του υποχρεώσεων. Η Καμίλ φοιτά στη μόνη σχολή τέχνης που δέχεται γυναίκες σπουδάστριες, την Académie Colarossi, ενώ νοικιάζει και ένα ατελιέ με τη φίλη της από τη σχολή, την επίσης γνωστή αγγλίδα γλύπτρια Jessie Lipscomb, με την οποία θα παραμείνουν αχώριστες.

Ο δάσκαλός της στη σχολή, ο άνθρωπος που αναγνώρισε πρώιμα το ταλέντο της, Alfred Boucher εγκατέλειψε το Παρίσι για τη Ρώμη το 1883, αναθέτοντας τον κύκλο των γυναικών σπουδαστριών που είχε δημιουργήσει στον καλό του φίλο και συνάδελφο Ογκίστ Ροντέν. Η Καμίλ και ο Ροντέν γνωρίζονται…

Η περίοδος δίπλα στον Ροντέν

Ο δάσκαλος Ροντέν σύντομα θα μαγνητιζόταν από το ταλέντο και την προσωπικότητα της Καμίλ, με τις πρώτες ερωτικές επιστολές που της στέλνει να αποκαλύπτουν τον σφοδρό έρωτα που ένιωσε για κείνη ο κορυφαίος γλύπτης. Τέτοια ήταν η σαγήνη που του ασκούσε που τον έκανε να παραδεχτεί: «Η δεσποινίς Κλοντέλ έχει γίνει η πιο αξιοσημείωτη μαθήτριά μου, την οποία συμβουλεύομαι για τα πάντα». Όσο για τους ανθρώπους που του ασκούν κριτική, ο Ροντέν απαντά: «Της έδειξα πού να βρίσκει χρυσό, αλλά τελικά ο χρυσός ήταν μέσα της».

Η Κλοντέλ σύντομα θα ασκήσει επίδραση τόσο στον ψυχισμό όσο και το έργο του γλύπτη, με μια σειρά από μνημειώδη έργα του, όπως «Το Φιλί», να τα φιλοτεχνεί με τη βοήθεια της νεαρής μαθήτριάς του! Δεν θα έπαιρνε πολύ στη μαθήτρια να πάρει «προαγωγή» στο εργαστήριο του Ροντέν και να γίνει ισότιμη συνεργάτιδά του, λειτουργώντας ταυτοχρόνως και ως μοντέλο για τα έργα του.

Πέρα από μούσα και ασύγκριτη πηγή έμπνευσης, η Κλοντέλ λειτουργεί για τον γλύπτη και ως μυστική ερωμένη, περιπλέκοντας έτσι την ερωτική ζωή του και την επίσημη σχέση του με τη Rose Beuret. Αναφορές υπάρχουν ακόμα και για ένα ή δύο νόθα τέκνα, αν και το γεγονός δεν επιβεβαιώνεται από πουθενά και ενδεχομένως επρόκειτο απλώς για κακοήθεις φήμες.

Από τη σχέση ωστόσο επηρεάζεται και η Κλοντέλ, η σμίλη της οποίας αρχίζει πια να αποκαλύπτει έργα μεγαλύτερων διαστάσεων, σαφώς επηρεασμένων από την τεχνοτροπία του μεγάλου δασκάλου. Η παθιασμένη εκφραστικότητα και η έμφαση που δίνει στο γυμνό απαθανατίζονται σε μια σειρά από τα κορυφαία της αριστουργήματα, όλα αυτής της περιόδου, όπως το εμβληματικό «Βαλς», στο οποίο αποκαλύπτεται το ταλέντο και η πλαστική της δεινότητα σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.

Ο έρωτας της δίνει δημιουργικά φτερά: «Έχω πολλές νέες ιδέες», εξομολογείται στον αδερφό της Πολ, τις οποίες αποτυπώνει στο χαρτί πριν τα μαγικά της δάχτυλα φέρουν στο φως της δημιουργίας. Η ίδια μένει γνωστή για την αποτύπωση της στιγμής, τον εγκλωβισμό της φευγαλέας εντύπωσης μιας χειρονομίας ή ενός νεύματος.

Κάποια στιγμή βέβαια συνειδητοποίησε ότι ζούσε στη σκιά του κορυφαίου γλύπτη, με τον ανδροκρατούμενο κόσμο της τέχνης να συνεχίζει να την αντιμετωπίζει ως τέτοια: παρά το ταλέντο και τις εμβληματικές της συνθέσεις, στα μάτια των κριτικών παραμένει η μαθήτρια του Ροντέν. Το 1894 αποφασίζει λοιπόν να τον εγκαταλείψει, αν και θα παλινδρομήσει στη σχέση για 4 ακόμα χρόνια, με τον οριστικό χωρισμό να έρχεται το 1898.

Η επόμενη δεκαετία μέλλει να είναι η παραγωγικότερη της καριέρας της, αν και οι πολυπόθητες παραγγελίες από συλλέκτες και ιδρύματα δεν έρχονται ποτέ στον αριθμό που θα δικαιολογούσε το ασύλληπτο ταλέντο της. Η σφοδρή της αντίδραση στον πουριτανισμό της εποχής και η ανάγκη της να απολαύσει το ίδιο καθεστώς ελευθερίας με τους άντρες συναδέλφους της παίζουν αναμφίβολα τον ρόλο τους στο «παραγνωρισμένο» της δουλειάς της. Παρά τις περιπέτειες, η ίδια εκθέτει περιοδικά σε εκθέσεις και σαλόν, λαμβάνοντας επαίνους και διακρίσεις.

Την αποκαλούν «ιδιοφυΐα», αναγνωρίζουν στο έργο της «γλυπτά που αψηφούν τη βαρύτητα» και πολλά ακόμα, με τον κόσμο της τέχνης να είναι πια στα πόδια της. Τα γλυπτά της χαρακτηρίζονται από κίνηση, αφηγηματικότητα και ιδιοσυγκρασιακή εκφραστικότητα, με την ίδια να αφήνει κενό χώρο ανάμεσα στις μορφές, έτσι ώστε ο θεατής να μπορεί να εξετάσει το έργο από κάθε πιθανή γωνία, προσδίδοντάς του μια αίσθηση έλλειψης βαρύτητας.

Ψυχιατρικές περιπέτειες



Στην προσωπική της ζωή ήταν ωστόσο δυστυχισμένη: ο χωρισμός από τον έρωτα της ζωής της της στοίχισε καθοριστικά, ενώ και οι καλλιτεχνικές της περιπέτειες δεν είχαν θετική επίδραση στον εύθραυστο ψυχισμό της: το 1905 αποσύρεται ξαφνικά από τον κόσμο και ζει σε σχετική απομόνωση, ενώ σταματά να εκθέτει και σε γκαλερί.

Η ζωή της μαστίζεται πλέον από έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις, με τις διαταραχές του ψυχισμού της να την οδηγούν τόσο στη συστηματική καταστροφή του έργου της (λίγα επιβίωσαν από την καταστρεπτική της μανία!) όσο και στις κατηγορίες που άρχισε να εκτοξεύει κατά του Ροντέν για υποτιθέμενη κλοπή των ιδεών της.

Το 1908 εκθέτει για τελευταία φορά τη δουλειά της σε ατομική έκθεση, με τον άστατο συναισθηματικό της κόσμο να συνεχίζει να δονείται από περιόδους κατάθλιψης και μανίας. Ο αδελφός της Πολ τη χαρακτηρίζει στο ημερολόγιό του «διαταραγμένη ψυχικά», με την ίδια να ζει πλέον σε συνθήκες πλήρους απομόνωσης, κάνοντας την οικονομική της κατάσταση ιδιαιτέρως κακή.

Εγκλεισμός στο ψυχιατρείο και θάνατος

Ζώντας σε καθεστώς μιζέριας και αποξένωσης, οι ψυχολογικές διαταραχές θα δώσουν προοδευτικά τη θέση τους στην τρέλα. Όντας σχεδόν στα 50 της χρόνια, χάνει τον πατέρα της στις 2 Μαρτίου 1913, με την ίδια να μην μπορεί να διαχειριστεί το γεγονός (δεν πήγε καν στην κηδεία), αναγκάζοντας τους οικείους της να την εγκλείσουν στο ψυχιατρείο λίγες μέρες αργότερα: παράνοια και σχιζοφρένεια ήταν η διάγνωση της ψυχιατρικής της εποχής.

Οι επισκέψεις και η αλληλογραφία της περιορίζονται δραστικά με ψυχιατρική παραγγελία, ενώ ο καλλιτεχνικός Τύπος κατακεραυνώνει την οικογένεια Κλοντέλ για τον οικειοθελή εγκλεισμό της Καμίλ, με τον κόσμο της τέχνης να αναγνωρίζει ξαφνικά ότι έχασε μια διάνοια!

Το 1914, με το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ψυχιατρικό ίδρυμα επιτάχθηκε και η ίδια μεταφέρθηκε σε άσυλο φρενοβλαβών στην Αβινιόν της Προβηγκίας, όπου και θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής της ξεχασμένη απ’ όλους: η μητέρα (που πέθανε το 1929) και η αδερφή της δεν την επισκέφτηκαν ποτέ, ενώ ο πολυαγαπημένος της Πολ κατάφερε να την επισκεφτεί μόλις 12 φορές στις 3 δεκαετίες που θα μετρούσε ο εγκλεισμός της.

Οι εκκλήσεις των ψυχιάτρων στην οικογένεια για επανένταξη της Καμίλ στην κοινωνία καθ’ όλη τη δεκαετία του ’20 θα πέσουν στο κενό και η ίδια δεν θα ξαναβγεί ποτέ από το άσυλο: ξεχασμένη, παραγνωρισμένη και έπειτα από 30 σχεδόν χρόνια εγκλεισμού, η Καμίλ Κλοντέλ θα αφήσει την τελευταία της πνοή στις 19 Οκτωβρίου 1943, σε ηλικία 79 ετών, παραπονούμενη συνεχώς στις επιστολές της στον αδερφό της Πολ και την καλή της φίλη Jessie Lipscomb για τις συνθήκες της κράτησής της και για το γεγονός φυσικά ότι δεν μπορούσε να δουλέψει. Ο Τύπος της εποχής δεν μπορούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν να αφήνει η οικογένειά της τη μεγάλη γλύπτρια έγκλειστη στο άσυλο για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα.

Η μοναδική φωτογραφία της από τις 3 δεκαετίες του εγκλεισμού της τραβήχτηκε από τον σύζυγο της φίλης της Lipscomb, William Elbourne, τον Δεκέμβριο του 1929 και αποτελεί το μόνο ντοκουμέντο των ετών του εγκλεισμού (η ίδια είναι στη φωτογραφία 65 ετών)…

Κληρονομιά

Αυτό που δεν γνώριζε ωστόσο -και δεν έμαθε δυστυχώς ποτέ- η Κλοντέλ ήταν ότι ο έρωτας της ζωής της, Ογκίστ Ροντέν, περιμάζεψε όλα της τα έργα (όσα δεν διέλυσε η μανία της), προστατεύοντας και φυλάσσοντάς τα, την ίδια στιγμή που πλήρωνε και μεγάλο ποσοστό για την κάλυψη της νοσηλείας της. Και ήταν φυσικά από τους λίγους που προσπάθησαν να ανατρέψουν την απόφαση της οικογένειας να την κρατά καθηλωμένη στο άσυλο, χωρίς επιτυχία ωστόσο.

Χάρη στον ίδιο και τον αδερφό της Πολ, 90 γλυπτά και σχέδια της Κλοντέλ σώζονται σήμερα, με τη συντριπτική πλειονότητα να εκτίθενται εδώ και μπόλικες δεκαετίες στον φυσικό τους χώρο, θα ‘λεγε κανείς, το Μουσείο Ροντέν, αποκαλύπτοντας την επίδραση που άσκησε στη μοντέρνα τέχνη.

Και βέβαια στη δεκαετία του ’80 θα λάμβανε χώρα ένα πρωτόγνωρο ενδιαφέρον για τη ζωή και το παραγνωρισμένο έργο της, αποκαθιστώντας την πρωτοπόρο γλύπτρια στη θέση που της αξίζει: το πάνθεο της γλυπτικής…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr