Η γυναίκα που αποφάσισε να συνοδεύσει τον ετοιμοθάνατο ασθενή στα τελευταία του στάδια, βοηθώντας τον να αποδεχτεί το οριστικό του τέλος, έμελλε να καθελκύσει στον ψυχολογικό στίβο ένα μοντέλο για τη διαχείριση των αρνητικών συναισθημάτων του πένθους, αλλάζοντας δραστικά το τρόπο που έβλεπε τόσο η επιστημονική κοινότητα όσο και η κοινωνία τον θάνατο.

Ο άνθρωπος που πεθαίνει πενθεί για τη ζωή του, προσπαθώντας να κρατηθεί με νύχια και με δόντια απ’ ό,τι μπορεί να βρει, αγωνιώντας και αγκομαχώντας. Η Κιούμπλερ-Ρος έβαλε σκοπό να το αλλάξει αυτό, ανακουφίζοντας την υπαρξιακή αγωνία και φέρνοντας τον ασθενή σε κατάσταση αποδοχής.

Το μνημειώδες βιβλίο της του 1969 «On Death and Dying» θα δονούσε συθέμελα τα οικοδομήματα της ψυχιατρικής και της ψυχολογίας, ρίχνοντας το βάρος σε έναν τομέα που φαινόταν να έχει αγνοηθεί καθοριστικά: την πορεία μέχρι τον θάνατο.

Το περίφημο μοντέλο της των 5 σταδίων από τα οποία διέρχεται ο ψυχισμός του ετοιμοθάνατου (άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή) θα γινόταν έκτοτε σταθερή αναφορά των επαγγελματιών της Υγείας στην προσπάθειά τους να να προσεγγίσουν το πένθος, τη θλίψη, την απώλεια, την τραγωδία και την τραυματική εμπειρία.

Ο θάνατος δεν θα ήταν ποτέ πια ο ίδιος…

Πρώτα χρόνια

Η Ελίζαμπεθ Κιούμπλερ γεννιέται στις 8 Ιουλίου 1926 στη Ζυρίχη της Ελβετίας ως τρίδυμη. Λίγο έλειψε να χαθεί στη γέννα, καθώς το μωρό ζύγιζε μόλις 1 κιλό, οι προσπάθειες των γιατρών ωστόσο θα την κρατούσαν στη ζωή.

Η Ελίζαμπεθ ανακάλυψε την κλίση της στην ιατρική από μικρή ηλικία, συνάντησε ωστόσο τη σθεναρή αντίσταση του πατέρα της στην απόφασή της να γίνει γιατρός. Σε ηλικία 16 ετών, ο πατέρας τής δίνει τελεσίγραφο: ή θα εργαζόταν ως γραμματέας στην οικογενειακή επιχείρηση ή θα γινόταν μαία.

Αψηφώντας τις οικογενειακές επιταγές, η έφηβη Ελίζαμπεθ εγκαταλείπει το σπίτι της και περιπλανιέται, κάνοντας μια σειρά από δουλειές του ποδαριού για να επιβιώσει. Είναι βέβαια και τα ζοφερά χρόνια του Β’ Παγκοσμίου, με την ίδια να προσφέρει εθελοντικά τις υπηρεσίες της σε νοσοκομεία και προσφυγικούς καταυλισμούς. Μετά τον πόλεμο, βρίσκεται και πάλι εθελοντικά σε κοινότητες που μαστίστηκαν από τις εχθροπραξίες, βοηθώντας όπως μπορούσε τους πληγέντες.

Σε επίσκεψή της μάλιστα στο πολωνικό στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μαϊντάνεκ, επηρεάζεται από την εικόνα των εκατοντάδων πεταλούδων που είχαν σκαλίσει οι όμηροι στους τοίχους. Τα στερνά αυτά έργα τέχνης των μελλοθάνατων εγγράφονται στη μνήμη της και επηρεάζουν τη σκέψη της για τη ζωή και τον θάνατο.

Σπουδές ιατρικής

Το 1951, αποφασισμένη να ακολουθήσει την κλίση της, επιστρέφει στη Ζυρίχη και γράφεται στην Ιατρική Σχολή του πανεπιστημίου της πόλης. Στα φοιτητικά έδρανα γνωρίζει τον Αμερικανό Εμάνιουελ Ρόμπερτ Ρος, επίσης σπουδαστή ιατρικής, με τον οποίο ερωτεύονται παράφορα.

Το ειδύλλιο καταλήγει σε γάμο το 1958, τον επόμενο χρόνο της αποφοίτησής τους, με το ζευγάρι να αποφασίζει τελικά να εγκατασταθεί στην Αμερική. Φτάνοντας στη Νέα Υόρκη, γίνονται αμφότεροι δεκτοί στο κοινοτικό νοσοκομείο του Γκλεν Κόουβ. Η Ελίζαμπεθ αποφασίζει κατόπιν να πάρει ειδικότητα στην ψυχιατρική και γίνεται τελικά ψυχίατρος στο πολιτειακό νοσοκομείο του Μανχάταν.

Συμβολή στην ψυχολογία

Το 1962, η Κιούμπλερ-Ρος και ο άντρας της μετακομίζουν στο Ντένβερ για να διδάξει η Ελίζαμπεθ στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Κολοράντο. Η ψυχολογική στήριξη των ετοιμοθάνατων ασθενών την έχει απασχολήσει ήδη από νεαρή ηλικία, με την ίδια να ενοχλείται όταν διαπιστώνει ότι στο πρόγραμμα σπουδών της ιατρικής σχολής απουσιάζει εκκωφαντικά οποιοδήποτε μάθημα ή έστω αναφορά στον θάνατο.

Αντικαθιστώντας μάλιστα συνάδελφο καθηγητή, η Κιούμπλερ-Ρος φέρνει στην τάξη ένα 16χρονο κορίτσι που πέθαινε από λευχαιμία, ζητώντας από τους φοιτητές να τη ρωτήσουν ό,τι θέλουν. Οι σπουδαστές περιορίστηκαν φυσικά σε ερωτήσεις για τη σωματική της κατάσταση και την εξέλιξη της νόσου, παραλείποντας εντελώς τον παράγοντα «άνθρωπος». Ταραγμένη η κοπέλα, ξεσπά σε κλάματα και αρχίζει να μιλά για τα θέματα που την απασχολούσαν, όπως το γεγονός ότι δεν θα έφτανε ποτέ στην ενηλικίωση ή θα έχανε τον σχολικό χορό της αποφοίτησης κ.λπ. Η Κιούμπλερ-Ρος συνειδητοποίησε ότι η απουσία στην ιατρική εκπαίδευση ακαδημαϊκών θεμάτων που άπτονται του θανάτου ήταν εγκληματική.

Μετακομίζοντας στο Σικάγο το 1965 για τα νέα διδακτικά της καθήκοντα στο πανεπιστήμιο της πολιτείας, σχηματίζει ένα μικρό γκρουπ από φοιτητές θεολογίας για να συζητηθούν εκτενέστερα τα θέματα που αφορούν στον θάνατο. Σύντομα ο μικρός κύκλος σπουδαστών θα μετατραπεί σε σειρά σεμιναρίων με εκατοντάδες συμμετοχές, στα οποία παρουσιάζονται ζωντανές συνεντεύξεις με ετοιμοθάνατους και πάσχοντες από ανίατες ασθένειες.

Ο εκτεταμένος κύκλος συνεντεύξεων και η ερευνητική της δουλειά θα κατέληγαν στο περίφημο πλέον δοκίμιό της «On Death and Dying» του 1969, στο οποίο και περιγράφει το μοντέλο της για τη θλίψη, που αναγνωρίζει 5 στάδια από τα οποία περνάει ο άνθρωπος για να αποδεχτεί τελικά τον θάνατο (ή την απώλεια): άρνηση, θυμός, διαπραγμάτευση, κατάθλιψη, αποδοχή. Η καθέλκυση στον επιστημονικό στίβο των 5 αυτών φάσεων θα έφερνε τα πάνω-κάτω στην ψυχολογία, με σφοδρότατες κριτικές και δριμείες ενστάσεις, αν και αργότερα η θεωρία της Κιούμπλερ-Ρος θα γινόταν ευρύτερα αποδεκτή και θα ανανέωνε καθοριστικά μια σειρά από κλάδους.

Το περιοδικό Life φιλοξενεί άρθρο για το μοντέλο της Κιούμπλερ-Ρος τον Νοέμβριο του 1969,
κάνοντάς τη ιδιαίτερα γνωστή και εκτός επιστημονικού κόσμου. Η υποδοχή της θεωρίας της και οι συζητήσεις που ξεσήκωνε επηρέασαν σαφώς την απόφαση της ψυχιάτρου να επικεντρώσει έκτοτε την καριέρα της στη στήριξη των ανθρώπων που έπασχαν από ανίατες ασθένειες αλλά και τις οικογένειές τους.

Από την άλλη βέβαια, ο ξεσηκωμός του επιστημονικού κατεστημένου ενάντια στη θεωρητική της εργασία θα άφηνε το στίγμα του στην καριέρα της. Αηδιασμένη από την υποδοχή και τις αντιδράσεις, εγκαταλείπει την ακαδημαϊκή καριέρα και δεν επιστρέφει ποτέ πια στην πανεπιστημιακή έδρα: ιδιωτεύει σε αυτό που η ίδια αποκαλεί «το μεγαλύτερο μυστήριο της επιστήμης», τον θάνατο…

Γραπτά και κοινωνικό έργο



Στη διάρκεια της καριέρας της, η Κιούμπλερ-Ρος έγραψε περισσότερα από 20 δοκίμια για τον θάνατο και τον τρόπο διαπραγμάτευσής του, φωτίζοντας μια πτυχή της ιατρικής και ψυχολογικής πειθαρχίας που παρέμενε εν πολλοίς στο περιθώριο. Η ίδια ταξίδεψε ακούραστα στα πέρατα του κόσμου, μεταφέροντας το μήνυμα της ανακουφιστικής φροντίδας σε ασθενείς τελικού σταδίου, μέσω σεμιναρίων και workshop.

Με τα χρήματα που αποκόμισε από τα βιβλία και τα σεμινάριά της, χρηματοδότησε την ανέγερση του Shanti Nilaya, του εκπαιδευτικού κέντρου που ίδρυσε στην Καλιφόρνια το 1977. Την ίδια εποχή, ιδρύει το περίφημο Elisabeth Kübler-Ross Center, το οποίο στα μέσα της δεκαετίας του ’80 θα μετεγκατασταθεί στο κτήμα της στη Βιρτζίνια.

Η σημαντικότερη συμβολή της είναι βέβαια η ανάπτυξη ενός νέου μοντέλου περίθαλψης ασθενών, του hospice: πρόκειται για ξενώνες φροντίδας ασθενών τελικού σταδίου, με το βάρος να ρίχνεται στην ψυχολογική στήριξη και την προσπάθεια αποδοχής εκ μέρους του ετοιμοθάνατου του οριστικού του τέλους.

Η Κιούμπλερ-Ρος θα είναι μάλιστα από τους πρώτους που θα δουλέψουν εκτεταμένα με τους ασθενείς του AIDS κατά το πρώτο κύμα εκδήλωσης της επιδημίας. Προσπάθησε να λειτουργήσει ακόμα και hospice για τη φροντίδα των ασθενών του ΗIV, συνάντησε ωστόσο δριμεία αντίθεση από το στίγμα που ενείχε η νόσος…

Θάνατος και κληρονομιά

Για κάποιον που ασχολήθηκε τόσο εκτενώς με τον θάνατο, η μετάβαση της Κιούμπλερ-Ρος από τη ζωή στον θάνατο δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Η ίδια αποσύρεται στην Αριζόνα το 1995 έπειτα από μια σειρά εγκεφαλικών που την αφήνουν παράλυτη και καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι. «Είμαι σαν αεροπλάνο που έφυγε από τη φυσούνα αλλά δεν απογειώθηκε ποτέ», θα δηλώσει στην εφημερίδα Los Angeles Times, για να συνεχίσει: «προτιμώ είτε να επιστρέψω στη θύρα είτε να πετάξω ψηλά».

Το 2002, η Κιούμπλερ-Ρος μετακομίζει σε hospice, όπου και πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, στις 24 Αυγούστου 2004, από φυσικά αίτια, περιβαλλόμενη από τα δύο παιδιά της, τα δύο εγγόνια της και τους αναρίθμητους οικείους της. Λίγο πριν από τον θάνατό της μάλιστα, πρόλαβε να ολοκληρώσει το τελευταίο της σύγγραμμα για το πένθος («On Grief and Grieving»), που θα κυκλοφορούσε το 2005, κοινή εργασία με τον David Kessler.

Η κληρονομιά της Κιούμπλερ-Ρος δεν θα πέθαινε ωστόσο μαζί της. Η ψυχίατρος που άνοιξε τον δημόσιο διάλογο για τον θάνατο και τη συνοδεία του ασθενούς στο τελικό στάδιο της νόσου του, προωθώντας ενεργά την αποτελεσματικότερη ψυχολογική θεραπεία του ετοιμοθάνατου, άφησε έργο που θα επηρέαζε τόσο την επιστημονική κοινότητα όσο και το παγκόσμιο υγειονομικό σύστημα…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr