Μια από τις σαγηνευτικότερες γυναίκες της δεκαετίας του ’30 και του ’40 έμελλε να σημαδέψει τον κινηματογράφο με το πληθωρικό σεξαπίλ, τη χαρακτηριστική φωνή και το ιδιαίτερο γούστο της.

Η τρομερή γυναίκα-αράχνη, όπως την ήθελαν οι κινηματογραφικές ανάγκες της εποχής, δάνεισε τη μορφή της σε πλήθος από ηρωίδες της μεγάλης οθόνης, καταλαμβάνοντας ταυτόχρονα τα σκοτεινά όνειρα των αντρών της οικουμένης.

Η φοβερή και τρομερή Μάρλεν Ντίτριχ δεν ήταν ωστόσο μόνο ταλέντο και εξωτερική εμφάνιση. Ήταν μια μαχητική και παθιασμένη γυναίκα, που συντάχθηκε όταν χρειάστηκε με τις δυνάμεις του καλού στον πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία, την οποία και μίσησε από την πρώτη κιόλας χιτλερική εκδήλωσή της.

Κι όταν κάποια στιγμή ο κινηματογράφος θα της γυρνούσε εμφατικά την πλάτη, εκείνη θα στρεφόταν στα τραγούδι, σημειώνοντας μια δεύτερη καριέρα από την αρχή!

Ας δούμε λοιπόν τις χαρακτηριστικότερες στιγμές στη ζωή της μεγάλης σταρ…

Πρώτα χρόνια

Η ηθοποιός και τραγουδίστρια Μάρλεν Ντίτριχ γεννιέται ως Maria Magdalene Dietrich στις 27 Δεκεμβρίου 1901 στο Βερολίνο της Γερμανίας. Ο πατέρας της, αστυνομικός στο επάγγελμα, πεθαίνει όταν η Μάρλεν είναι ακόμα σε τρυφερή ηλικία, με τη μητέρα της να ξαναπαντρεύεται αργότερα με αξιωματικό του στρατού.

Η μικρή Μαρλέν μαθαίνει αγγλικά και γαλλικά στο ιδιωτικό σχολείο που φοιτεί, την ίδια στιγμή που παίρνει μαθήματα βιολιού, σκοπεύοντας να ασχοληθεί με τη μουσική. Αργότερα ωστόσο, στην εφηβεία, θα εγκαταλείψει το όνειρο της μουσικής καριέρας για να εξερευνήσει τις υποκριτικές της δυνατότητες.

Δειλό ξεκίνημα στο σανίδι

Γράφεται λοιπόν στη δραματική σχολή του περίφημου θεατράνθρωπου Μαξ Ράινχαρτ και σύντομα έρχονται οι πρώτοι μικροί ρόλοι στο θέατρο και λίγο αργότερα και στον γερμανικό κινηματογράφο. Η γενικευμένη αποδοκιμασία της οικογένειάς της για τις επιλογές της θα την ωθήσουν να αλλάξει το όνομά της, χρησιμοποιώντας πλέον στα καλλιτεχνικά μια μείξη του πρώτου και του μεσαίου της ονόματος.

Το 1923 η Ντίτριχ παντρεύεται τον Rudolf Sieber, επαγγελματία της κινηματογραφικής βιομηχανίας της Γερμανίας, ο οποίος τη στηρίζει ενεργά στην υποκριτική της περιπέτεια. Με τη βοήθειά του έρχεται η συμμετοχή της στην ταινία του 1923 «Tragedy of Love», δίνοντάς της μια πρώτη φήμη στο πανί.

Τον επόμενο χρόνο το ζευγάρι θα υποδεχτεί τον καρπό του έρωτά του, τη Μαρία. Αργότερα θα χωρίσουν, χωρίς να πάρουν ωστόσο επίσημο διαζύγιο ποτέ…

Επιτυχία στο Χόλιγουντ

Η καριέρα της στην εθνική κινηματογραφία της Γερμανίας αρχίζει να εκτοξεύεται από τα τέλη της δεκαετίας του ’20. Γράφοντας και η ίδια ιστορία, συμμετέχει στην πρώτη ομιλούσα ταινία της χώρας, το περίφημο φιλμ «Γαλάζιος Άγγελος» (1930) του χολιγουντιανού -πλέον- σκηνοθέτη Γιόσεφ φον Στέρνμπεργκ. Η αγγλική εκδοχή της ταινίας ακολουθεί, με το ίδιο μάλιστα καστ.

Με την εξωτερική ομορφιά και τους σοφιστικέ της τρόπους, η Ντίτριχ ήταν ιδανική για τον ρόλο της χορεύτριας του καμπαρέ Λόλα Λόλα. Το φιλμ παρακολουθεί την παρακμή και την πτώση ενός καθηγητή, ο οποίος απαρνιέται τα πάντα για χάρη των ματιών της. Παγκόσμια επιτυχία, η ταινία συντελεί στην οικοδόμηση του μύθου της Ντίτριχ, κάνοντάς τη αυτόματα αστέρι στις ΗΠΑ.

Τον Απρίλιο του 1930 λοιπόν, λίγο μετά την πρεμιέρα του «Γαλάζιου Άγγελου» στο Βερολίνο, η Ντίτριχ μετακομίζει στην Αμερική. Δουλεύοντας πάντα στο πλευρό του Στέρνμπεργκ, πρωταγωνιστεί στο «Μαρόκο» (1930) με τον Γκάρι Κούπερ. Για τον ρόλο της στην ταινία η Ντίτριχ θα λάβει τη μία και μοναδική υποψηφιότητά της για Όσκαρ.

Παγκόσμιο είδωλο

Συνεχίζοντας πάντα να παίζει τη μοιραία femme fatale, η Ντίτριχ προκαλεί συνεχώς τις παραδεδομένες νόρμες της θηλυκότητας. Προτιμά τα παντελόνια και εμφανίζεται συχνά μέσα σε αντρικά ενδύματα της εποχής, τόσο εντός όσο και εκτός σκηνής, γεγονός που συντελεί στη μοναδική γοητεία της, δημιουργώντας παράλληλα νέες τάσεις στη μόδα.

Συνεχίζει να δουλεύει σταθερά στο πλευρό του Στέρνμπεργκ και πρωταγωνιστεί σε μια σειρά ταινιών του, με αξιομνημόνευτες τις «Dishonored» (1931), «Shanghai Express» (1932) και «The Scarlet Empress» (1934), στην οποία και ενσαρκώνει τη Μεγάλη Αικατερίνη. Τελευταία τους κοινή συνεργασία είναι το φιλμ «The Devil Is a Woman» (1935), το οποίο και θα γίνει αμετάκλητα η αγαπημένη της κινηματογραφική εμφάνιση.

Σε έναν ρόλο που θα στιγματίσει την καριέρα της και θα την ακολουθεί πιστά στη ζωή της, η Ντίτριχ υποδύεται τη γυναίκα-αράχνη, μια αδίστακτη «ξεμυαλίστρα» που πιάνει στα δίχτυα της μια σειρά από άντρες κατά τη διάρκεια της ισπανικής επανάστασης. Με την εικόνα αυτή θα τη θυμάται έκτοτε το παγκόσμιο κοινό…

Μετέπειτα συνεργασίες

Ο μνημειώδης ρόλος της ως γυναίκα-αράχνη την έχει παγιώσει στα μάτια του κοινού, έπρεπε λοιπόν να απαλύνει την ερμηνευτική της εικόνα αναλαμβάνοντας πιο «λάιτ» ρόλους. Και πράγματι το κάνει: εμφανίζεται στο πλευρό του Τζέιμς Στιούαρτ ως κορίτσι του σαλούν, στην κομεντί-γουέστερν «Destry Rides Again» (1939), την ίδια ώρα που θα ξεκινήσει μια πολυετή συνεργασία με τον Τζον Γουέιν.

Το δίδυμο Γουέιν-Ντίτριχ θα πρωταγωνιστήσει σε μπόλικα γουέστερν, με γνωστότερα τα «Seven Sinners» (1940), «The Spoilers» (1942) και «Pittsburgh» (1942). Οι φήμες τους θέλουν να εμπλέκονται και σε ρομαντικό ειδύλλιο, το οποίο αργότερα βέβαια θα εξελιχθεί σε δυνατή φιλία.

Προσωπική ζωή

Στην εκτός κινηματογραφικού πανιού ζωή της, η Ντίτριχ ήταν σφοδρή πολέμιος της ναζιστικής επέλασης, θεωρώντας τη μάστιγα για τη χώρα της. Στα τέλη μάλιστα της δεκαετίας του ’30, εκπρόσωποι του Χίτλερ της ζήτησαν να επιστρέψει στη Γερμανία για να τονώσει τη ναζιστική προπαγανδιστική κινηματογραφία, με την ίδια να απορρίπτει το ενδεχόμενο με κατηγορηματικό τρόπο. Ως αποτέλεσμα, οι ταινίες της απαγορεύτηκαν στη χιτλερική Γερμανία!

Η Ντίτριχ κάνει λοιπόν τον Νέο Κόσμο το επίσημο σπίτι της, παίρνοντας την αμερικανική υπηκοότητα το 1939. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ντίτριχ ταξιδεύει εκτενώς για να διασκεδάσει τα συμμαχικά στρατεύματα, ερμηνεύοντας επιτυχίες όπως το «Lili Marlene», που θα μείνουν κατόπιν θρυλικές.

Η συνεισφορά της στον πόλεμο δεν εξαντλήθηκε βέβαια στον ψυχαγωγικό χαρακτήρα τόνωσης του ηθικού των στρατιωτών, καθώς η Ντίτριχ ηχογράφησε αντιναζιστικά μηνύματα στα γερμανικά, τα οποία μεταδίδονταν από τα συμμαχικά ραδιόφωνα στα πεδία της μάχης.

Κινηματογράφος και πάλι

Μετά τον πόλεμο, η Ντίτριχ θα επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη με μια σειρά από πετυχημένες εμπορικά ταινίες. Δύο από αυτές είχαν τη σκηνοθετική σφραγίδα του μεγάλου μαέστρου Μπίλι Γουάιλντερ: «A Foreign Affair» (1948) και «Witness for the Prosecution» (1957).

Οι μεγαλύτερες ίσως κινηματογραφικές στιγμές της έρχονται με τη συνεργασία της με τον φοβερό και τρομερό Όρσον Γουέλς: συμμετέχει σε δευτερεύοντες ρόλους στο «Ο Άρχων του Κακού» (1958) και το «Judgment at Nuremberg» (1961).

Μεταπήδηση στο τραγούδι

Καθώς βέβαια η κινηματογραφική της καριέρα έφθινε σταθερά από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, η Ντίτριχ θα μεταπηδήσει στη δεύτερη αγάπη της, το τραγούδι, γνωρίζοντας αξιοσημείωτη καριέρα. Το περίφημο νούμερό της θα κάνει τον κύκλο του κόσμου, με την ίδια να ταξιδεύει από το Λας Βέγκας μέχρι και το Παρίσι, περιοδεύοντας στη φήμη!

Το 1960 η Ντίτριχ θα εμφανιστεί στη Γερμανία, με την επίσκεψή της στη χώρα να είναι η πρώτη από την εποχή που την εγκατέλειψε. Παρά το γεγονός ότι θα συναντούσε κάποια αντίθεση στην τουρνέ της εκεί, η Ντίτριχ θα γίνει δεκτή με ενθουσιασμό. Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και η αυτοβιογραφία της, το «Dietrich’s ABC»…

Τελευταία χρόνια

Μέχρι τα μέσα του 1970, η Ντίτριχ είχε πλέον εγκαταλείψει την πίστα. Μετακόμισε στο Παρίσι όπου και πέρασε τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής της σε κατάσταση σχεδόν απομόνωσης. Το 1984 θα πρόσφερε την τελευταία δημόσια εκδήλωσή της, μέσω του ηχητικού σχολιασμού της στο ντοκιμαντέρ του Μαξιμίλιαν Σελ για την ίδια, το «Marlene» (1984). Αρνήθηκε ωστόσο να εμφανιστεί μπροστά στην κάμερα.

Η Ντίτριχ πέθανε στις 6 Μαΐου 1992 στην οικία της στο Παρίσι. Μετά την κηδεία της, ενταφιάστηκε δίπλα στη μητέρα της στο Βερολίνο. Η μοναχοκόρη της, Μαρία, της πρόσφερε τέσσερα εγγόνια, ενώ στα μέσα του ’90 θα έγραφε άλλη μια βιογραφία για τη σπουδαία μητέρα της…

Δείτε όλα τα πρόσωπα που φιλοξενούνται στη στήλη «Πορτραίτα» του newsbeast.gr