Η άρνηση της Γερμανίας και η σκληρή απάντηση Γερμανών αξιωματούχων και του Τύπου στις ελληνικές θέσεις για τις γερμανικές αποζημιώσεις το τελευταίο διήμερο έχουν κλιμακώσει το ψυχροπολεμικό κλίμα μεταξύ Αθήνας και Βερολίνου, φτάνοντας τις διμερείς σχέσεις σε ένα από τα χειρότερα σημεία των… μνημονιακών ετών.

Στοχεύοντας σταθερά στο κοινό περί δικαίου αίσθημα και τον «αέρα» εθνικής υπερηφάνιας που εντοπίζεται στο εσωτερικό της Ελλάδας η κυβέρνηση επιχειρεί να σταλεί ένα σαφές μήνυμα στο Βερολίνο ότι η διαπραγμάτευση απαιτεί αμοιβαίες και όχι μονομερείς υποχωρήσεις, βάζοντας στο παιχνίδι των διαπραγματεύσεων ένα θέμα ταμπού για τη Γερμανία και το μέσο Γερμανό.

Στο κυβερνητικό επιτελείο εκτιμούν ότι η διαχείριση του ελληνικού ζητήματος χρήζει ιδιαίτερα λεπτών χειρισμών, τονίζοντας ωστόσο αφενός ότι η Ελλάδα είναι ένα κυρίαρχο κράτος και ως τέτοιο λαμβάνει αποφάσεις εθνικού ενδιαφέροντος, αφετέρου ότι Γερμανία και Ευρώπη δεν είναι έννοιες ταυτόσημες και ουσιαστικά το Βερολίνο με την πολεμική του, τις συνεχείς του επιθέσεις και την πρωτοφανή αδιαλλαξία που επιδεικνύει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε για μία ακόμη φορά υποσκάπτει τις προσπάθειες για εξεύρεση λύσης και χρυσής τομής.

Από το Μέγαρο Μαξίμου υπογραμμίστηκε τόσο το κλίμα ομοψυχίας κατά τη χθεσινή συζήτηση και την ομόφωνη επανασύσταση της Επιτροπής για τις γερμανικές αποζημιώσεις, όσο και ότι όπως είχε προεκλογικά δεσμευθεί ο ΣΥΡΙΖΑ προχωρά σε μία κίνηση υψηλού συμβολισμού, στην οποία καμία κυβέρνηση από το 2000 μέχρι και σήμερα δεν έχει τολμήσει.

Έτσι, αρχικά ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και εν συνεχεία πλειάδα κυβερνητικών αξιωματούχων, διευκρινίζοντας ότι η Ελλάδα θα τηρήσει τις δεσμεύσεις της, τόνισε ότι το ίδιο θα πρέπει να κάνει και η Γερμανία για το ζήτημα των γερμανικών αποζημιώσεων. Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του στη Βουλή ο κ. Τσίπρας συνέδεσε άμεσα το θέμα των γερμανικών αποζημιώσεων με τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις της χώρας, εντείνοντας το ψυχροπολεμικό κλίμα με το Βερολίνο.

Στις δηλώσεις του Έλληνα πρωθυπουργού από το βήμα της Βουλής απάντησε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέφεν Ζάιμπερτ ο οποίος τόνισε ότι «το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων και επανορθώσεων έχει οριστικά διευθετηθεί πολιτικά και νομικά, δεν έχει αλλάξει τίποτε στην στάση της Γερμανίας».

Στην ίδια ακριβώς γραμμή με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο κινήθηκε και ο εκπρόσωπος του υπουργείου Οικονομικών Μάρτιν Γιέγκερ, ο οποίος υπογράμμισε ότι δεν θα γίνει τέτοια συζήτηση με την Ελλάδα, παραπέμποντας επί της ουσίας στη λύση του διεθνούς Δικαίου εφόσον η Ελλάδα θέλει να εγείρει αξιώσεις.

«Σε περίπτωση που πραγματοποιηθούν ελληνικές επιθέσεις εναντίον γερμανικής ιδιοκτησίας, η Γερμανία θα αμυνθεί» δηλώνει ο εκπρόσωπος της ΚΟ των Βαυαρών Χριστιανοκοινωνιστών (CSU) για δημοσιονομικά θέματα Χανς Μίχελμπαχ, αναφερόμενος στις δηλώσεις του υπουργού Δικαιοσύνης Νίκου Παρασκευόπουλου.

«Το θέμα έχει διευθετηθεί ήδη από τη δεκαετία του ’50» υποστηρίζει ο κ. Μίχελμπαχ για τις πολεμικές αποζημιώσεις, σε δηλώσεις του στην ηλεκτρονική έκδοση της «Handelsblatt».

Σημειώνεται πως έτοιμος να δώσει άδεια να εκτελεστεί η απόφαση του Αρείου Πάγου του 2000 για την αποκατάσταση των οικογενειών θυμάτων της ναζιστικής θηριωδίας στο Δίστομο εμφανίστηκε ο αρμόδιος υπουργός Δικαιοσύνης Νίκος Παρασκευόπουλος σε συνέντευξη που παραχώρησε στο MEGA.

«Θα δώσω άδεια για να ξεκινήσει η διαδικασία για τη δήμευση γερμανικής περιουσίας στην Ελλάδα λόγω του Διστόμου» τόνισε ο κ. Παρασκευόπουλος.

«Εγώ εκθέτω την άποψή μου, πιστεύω ότι η απόφαση του Αρείου Πάγου είναι εκτελεστή. Έχουν μεσολαβήσει πολλά, έχει μεσολαβήσει και μία αντίθετη απόφαση του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου, η οποία εκδόθηκε με αφορμή άλλη υπόθεση και όχι την υπόθεση του Διστόμου».

Η μπάλα πλέον, μετά και τη σκληρή απάντηση που ουσιαστικά επιχείρησε να ανακόψει κάθε πρόθεση της Αθήνας αναφορικά με τις γερμανικές αποζημιώσεις έχει επιστρέψει στο ελληνικό γήπεδο, με την επόμενη κίνηση όπως όλα δείχνουν να είναι η κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων του Βερολίνου με την υπογραφή του Νίκου Παρασκευόπουλου για εκτέλεση της απόφασης του Αρείου Πάγου, ως μία κίνηση που θα αναγκάσει τη γερμανική κυβέρνηση να μπει σε διαδικασία διαλόγου, όπως εκτιμούν στο Μαξίμου. Πάντως, τυχόν σχετική απόφαση δεν πρόκειται να ληφθεί από τον υπουργό Δικαιοσύνης αλλά από τον ίδιο τον πρωθυπουργό.