Τις επισημάνσεις του για την απουσία μεταβατικής ρύθμισης στα νέα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης διατυπώνει το Επιστημονικό Συμβούλιο της Βουλής στην έκθεσή του, επισημαίνοντας ότι στο νομοσχέδιο προβλέπεται μεν από το νέο έτος αυξάνεται κατά δύο έτη το κατά περίπτωση όριο ηλικίας συνταξιοδότησης για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης, δίχως, ωστόσο, να προβλέπεται κλιμάκωση της αύξησης με μεταβατική ρύθμιση.

Το Επιστημονικό Συμβούλιο αναφέρει, επίσης, ότι με τους νόμους 3863/2010 και 3865/2010 διασφαλίσθηκε η νόμιμη προσδοκία όσων πληρούσαν τις προϋποθέσεις για απόληψη συντάξεων βάσει προγενέστερων νομοθετικών ρυθμίσεων, ιδίως δια μεταβατικών διατάξεων.

Όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση, «η νομοθετική αυτή πρόβλεψη για τη σταδιακή μετάβαση στο νέο συνταξιοδοτικό καθεστώς, από πλευράς ορίων ηλικίας και συντάξιμου χρόνου, ανταποκρίνεται στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ασφαλισμένου».

Σημειώνει δε, ότι το Συμβούλιο της Επικρατείας έχει κρίνει ότι ο κοινός νομοθέτης δεν εμποδίζεται να μεταβάλλει για το μέλλον το σύστημα συνταξιοδότησης σε κατηγορίες ασφαλισμένων και δεν θεσπίζεται υποχρέωσή του να προβλέψει μεταβατικές διατάξεις.

Αναφορά γίνεται και στις ρυθμίσεις σχετικά με τους υπαλλήλους της Βουλής, σημειώνοντας ότι η αναφορά σε αυτούς είναι αντισυνταγματική, εφόσον, κατά το Σύνταγμα, το προσωπικό της Βουλής διέπεται από τον Κανονισμό της και τα ζητήματα αυτά μόνο ο Κανονισμός της Βουλής μπορεί να ρυθμίσει.

Σχετικά με το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων, το οποίο αντικαθιστά τα υφιστάμενα οικογενειακά επιδόματα τριτέκνων και πολυτέκνων, βάσει εισοδηματικού κριτηρίου, Το Συμβούλιο επισημαίνει ότι δεν είναι συνταγματικώς ανεκτές ρυθμίσεις με τις οποίες ορισμένες πολύτεκνες οικογένειες εξαιρούνται της ειδικής κρατικής φροντίδας, αφού έτσι αναιρείται ως προς αυτές η αδιαστίκτως υπέρ των πολύτεκνων οικογενειών επιβαλλόμενη από το Σύνταγμα ειδική κρατική φροντίδα.

Η θέσπιση δε ειδικότερα τέτοιων εξαιρέσεων με κριτήρια αναγόμενα στο εισόδημα των πολύτεκνων οικογενειών δεν είναι συνταγματικώς επιτρεπτή, ενόψει και του ότι ο συνταγματικός νομοθέτης, θεσπίζοντας την υπέρ αυτών ειδική κρατική φροντίδα, δεν απέβλεψε στην ενίσχυση αυτών ως κατηγορίας οικονομικώς αδύνατων ή αναξιοπαθούντων προσώπων.

Τέλος αναφορά γίνεται και για τις μειώσεις στα εφάπαξ καθώς όπως επισημαίνεται απαιτούνται αναλογιστικές μελέτες, τις οποίες θα πρέπει να εξετάσει ο νομοθέτης πριν προχωρήσει.