Για μία «άνευ προηγουμένου επίθεση στη Δικαιοσύνη, που είναι οργανωμένη και εντάσσεται στο γενικότερο σχέδιο καθυπόταξης του συστήματος, στο οποίο πρέπει να υπάρξει καθολική αντίδραση», έκανε λόγο ο τομεάρχης Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της ΝΔ και βουλευτής Καβάλας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, μιλώντας στο ραδιόφωνο του Αθηναϊκού και Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM».

Ο κ. Παναγιωτόπουλος, αναφερόμενος στις αντιπαραθέσεις κυβέρνησης – αντιπολίτευσης στα θέματα Δικαιοσύνης, δήλωσε ότι «πήραν φωτιά» μετά την πολλοστή παρέμβαση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων, η οποία όμως «δεν είναι κομματικό όργανο της ΝΔ ούτε απαρτίζεται από νεοδημοκράτες, αλλά από δικαστές».

«Δε νομίζω να λειτουργεί ως όργανο της ΝΔ όταν βγαίνει και καταγγέλλει όλη αυτή την απίστευτη κατάσταση που ζούμε με τις καθημερινές παρεμβάσεις υπουργών, με κριτική αρνητική, κυρίως, και πολλές φορές χυδαία, ως προς το ύφος, σε αποφάσεις της Δικαιοσύνης, επιχειρώντας με αυτόν τον τρόπο να πλήξουν οι κυβερνητικοί τη λειτουργική ανεξαρτησία της. Διότι στο δικό τους το μυαλό δεν ισχύει η συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση των εξουσιών, όπως ισχύει σε όλα τα δημοκρατικά πολιτεύματα της δύσης. Αλλά προφανώς ισχύει ένα άλλο πρότυπο, όπου η Δικαιοσύνη ως εξουσία δεν είναι εκεί για να αναχαιτίζει την άλλη εξουσία, την κυβερνητική, αλλά για να την καθυποτάσσει και να την έχει ως υποχείριο στις επιδιώξεις της με δικαστές ελεγχόμενους και φοβισμένους, φοβισμένους άρα και ελεγχόμενους» είπε.

Κατά τον τομεάρχη της ΝΔ, το κράτους δικαίου δεν είναι τέλειο ή αλάνθαστο ή χωρίς προβλήματα. Λέει, ωστόσο: «Αυτή η επίθεση στη Δικαιοσύνη και άνευ προηγουμένου είναι και οργανωμένη είναι. Εντάσσεται στο γενικότερο σχέδιο καθυπόταξης του συστήματος, σε αυτό που οι φίλοι μας στον ΣΥΡΙΖΑ λένε το καινούργιο και άφθαρτο, πλην όμως γίνεται με όρους χειρότερους από το υποτιθέμενο παλιό και φθαρμένο. Και θεωρώ ότι θα πρέπει να υπάρξει μία καθολική αντίδραση σε αυτό το σχέδιο».

Συνεχίζοντας υποστήριξε ότι είναι σημαντικότερες οι μεταρρυθμίσεις που πρέπει να γίνουν στη Δικαιοσύνη (οργάνωσης καθημερινής λειτουργίας, βελτίωση του ρυθμού απονομής της, αποτελεσματικότητα και ταχύτητα), από την ανάλωση σε έναν «πόλεμο ανακοινώσεων», ενώ επέρριψε ευθύνες σε κυβερνητικούς λειτουργούς και στον ίδιο τον πρωθυπουργό ότι «στοχοποιούν τη Δικαιοσύνη ως ανεξάρτητο πυλώνα του κράτους δικαίου» με αποτέλεσμα οι δικαστές να αντιδρούν.

«Άλλο ένα παράδειγμα ελέγχου του δικαστικού σώματος» χαρακτήρισε την ένταξη της κ. Θάνου στο γραφείο του πρωθυπουργού. «Δεν ξέρω τι υπηρεσίες πήγε να παράσχει στο Μέγαρο Μαξίμου η κ. Θάνου, πιθανολογώ όμως ότι θα προσπαθήσει να ασκήσει μία επιρροή σε ένα κομμάτι του δικαστικού σώματος και αυτό θα εντάσσεται σε αυτό το σχέδιο που σας περιέγραψα πριν, που είναι ο έλεγχος του δικαστικού σώματος για λογαριασμό της κυβέρνησης» υποστήριξε.

Σε ό,τι αφορά το αίτημα της σύστασης εξεταστικής για την υπόθεση του Noor One και τις κατηγορίες από την πλευρά της κυβέρνησης για προβοκάτσια και αντιπερισπασμούς, είπε: «Η δική μας εμπλοκή με αυτή την ιστορία ξεκινάει και τελειώνει από εκεί που αρχίζει η ωμή παρέμβαση Καμμένου, έτσι ώστε να κατευθύνει αυτή την υπόθεση έτσι όπως τον βολεύει και όπως βολεύει αυτή την κυβέρνηση… Το θέμα μας είναι τι δουλειά έχει ένα κορυφαίο στέλεχος της κυβέρνησης να τηλεφωνεί σε παράγοντες της υπόθεσης, καταδικασθέντες, μέσα στη φυλακή και να τους ζητάει κάτι, ακόμη και αν είναι αυτό που λέει ότι ζήτησε… Θεωρούμε ότι αυτή η υπόθεση είναι άλλο ένα κομμάτι αυτής της νοοτροπίας ως προς την εξουσία».

Αναφερόμενος στον εορτασμό για τα 43 χρόνια από την αποκατάσταση της Δημοκρατίας, ο κ. Παναγιωτόπουλος τόνισε ότι η Δημοκρατία είναι εύθραυστη και καθόλου δεδομένη, και ότι πρέπει να περιφρουρηθεί μέσα από ένα κράτος δικαίου.

«Πρέπει να καταλάβουμε ότι η Δημοκρατία δεν είναι κάτι δεδομένο, αντιθέτως είναι κάτι πολύ εύθραυστο και είναι εύκολο μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της οικονομικής κρίσης -που συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του απλού πολίτη- μέσα από αυτό μπορεί να διαβρωθεί και το άλλο, που είναι η πεποίθησή μας ότι μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνο όταν το υπόβαθρο είναι το κράτος δικαίου της δυτικοκευρωπαϊκής Δημοκρατίας και όχι κάτι άλλο. Να περιφρουρήσουμε λοιπόν αυτό και να μην το θεωρούμε δεδομένο».