Είναι μια συμφωνία για την οποία κανείς δεν μπορεί να δηλώσει ικανοποιημένος, δήλωσε η η ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας, Μαρία Σπυράκη, μιλώντας στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού-Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM», για τη συμφωνία που επετεύχθη στο Eurogroup της 15ης Ιουνίου.

Όπως είπε η κ. Σπυράκη «η κυβέρνηση πήρε 14,5 δισ. ευρώ μέτρα για να καταλήξει να πάρει μόνο τη δόση, διότι παρά τις εξαγγελίες του κ. Τσίπρα τον Οκτώβριο του 2016 ότι θα ερχόντουσαν όλα ταυτόχρονα, δηλαδή και η ύφεση του χρέους και η ποσοτική χαλάρωση και η δόση, τελικά πήραμε μια δόση και αυτή με το σταγονόμετρο».

Η κ. Σπυράκη επισήμανε πως «η συμφωνία αυτή στην κοινωνία αποτυπώνεται με έναν ιδιαίτερα βαρύ τρόπο», διότι «οι συνταξιούχοι χάνουν 1 έως 2 συντάξεις, διότι και οι ελεύθεροι επαγγελματίες καλούνται να πληρώσουν φόρους και εισφορές παραπάνω από το 60% του τζίρου τους, διότι κυρίως δεν υπάρχει μια προοπτική για την ανάπτυξη, μια προοπτική που θα δημιουργήσει δουλειές. Και το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι η συμφωνία περιλαμβάνει ρητά τη δημιουργία αναπτυξιακής τράπεζας είναι εξαιρετικά αδύνατο».

Σημείωσε: «Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα έχουν προσδιορίσει τα 27 από τα 28 κράτη μέλη που συμμετέχουν στο σχέδιο Γιούνκερ. Η εθνική αναπτυξιακή τράπεζα είναι αναγκαιότητα για να μοχλευθούν πόροι. H κυβέρνηση δεν όρισε έως τώρα Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα από ανικανότητα. Έπρεπε να οριστεί Εθνική Αναπτυξιακή Τράπεζα στα μέσα του 2015 και όπως μου απάντησε γραπτά ο (Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων) Πιέρ Μοσκοβισί οι πιστωτές δεν αντιδρούσαν».

Η ευρωβουλευτής της ΝΔ τόνισε πως οι εταίροι-πιστωτές δεν υλοποιούν τη δέσμευσή τους για το χρέος από το 2012, «λόγω αναξιοπιστίας της κυβέρνησης. Αποτέλεσμα αυτού του ελλείμματος αξιοπιστίας είναι και το γεγονός ότι η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να νομοθετήσει μέτρα μετά το πέρας του προγράμματος, ύψους περίπου 5 δισ. ευρώ για να διατηρήσει τα πολύ υψηλά πλεονάσματα (…)». Πρόσθεσε δε, ότι, «οι δανειστές σ’ αυτή την περίπτωση είναι υπόλογοι γιατί δεν έχουν εφαρμόσει την υπόσχεσή τους από το 2012». Όμως -συμπλήρωσε- «οι δανειστές για να βρίσκουν να μη το κάνουν, σημαίνει ότι βρίσκουν ένα άλλοθι, μία δικαιολογία και η δικαιολογία αυτή δυστυχώς προσφέρεται από τη χαμηλή αποτελεσματικότητα που εμφανίζει η κυβέρνηση σε διάφορα πεδία και από τη χαμηλή αξιοπιστία».

«Είναι προφανές ότι είναι εθνική υπόθεση να ρυθμιστεί το χρέος, είναι πολιτική επιλογή ο τρόπος με τον οποίο εξελίσσεται η κατάσταση στην Ελλάδα και αθροίζονται τα μέτρα και είναι πολιτική επιλογή η διαχείριση που γίνεται καθημερινά» ανέφερε.

Στην ερώτηση τι θα κερδίσει η χώρα αν μπει σε εκλογική διαδικασία, η κ. Σπυράκη απάντησε: «Χρόνο για να μπορέσει να αναταχτεί. Γιατί κανένας με βάση αυτή την απόφαση δεν εγγυάται ότι η Ελλάδα στο τέλος αυτού του προγράμματος, τον Αύγουστο του 2018, θα έχει πλήρη πρόσβαση στις αγορές. Εκεί είναι το κρίσιμο σημείο. Αν η Ελλάδα θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της στο τέλος αυτού του προγράμματος. Και αυτή η απόφαση, πρώτον, αυτό δεν το εγγυάται και δεύτερον μέχρι τώρα οι κινήσεις αυτής της κυβέρνησης δείχνουν ότι δεν μπορεί να δώσει στην πατρίδα αυτή τη δυναμική που χρειάζεται για να έχει πλήρη πρόσβαση στις αγορές».

Σύμφωνα με την κ. Σπυράκη, «η πλήρης πρόσβαση στις αγορές είναι αυτή που θα απεξαρτήσει την Ελλάδα από τα προγράμματα, που θα της δώσει τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτεί το χρέος της χωρίς να χρειάζεται να υπακούει σε συγκεκριμένες νόρμες (…)».

Για την επίθεση στο Λονδίνο, τόνισε ότι «αποδεικνύει την πάρα πολύ μεγάλη ανάγκη για να προχωρήσει η αυτόματη ανταλλαγή των πληροφοριών. Η εκτίμησή μου είναι ότι και αυτό αν γίνει σε άμεσο χρόνο δεν είναι αρκετό, χρειάζεται μια συνολικότερη προσέγγιση του ζητήματος, είναι φανερό ότι οι άνθρωποι που ριζοσπαστικοποιούνται και καταλήγουν στην τρομοκρατία είναι πια στο ευρωπαϊκό έδαφος, τουλάχιστον σε πολλές περιπτώσεις».

Εξάλλου, αναφέρθηκε και στις πολιτικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνει το Ευρωκοινοβούλιο: «Σε ό,τι με αφορά, με τίμησε με την ιδιότητα της εισηγήτριας για την E Card Service, είναι μια διαδικασία ηλεκτρονικής κάρτας που θα επιτρέπει στους επαγγελματίες να δίνουν τα στοιχεία τους στη χώρα προέλευσης και να μεταβιβάζονται αυτά αυτόματα στη χώρα δραστηριότητας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να μειώνονται τα γραφειοκρατικά εμπόδια, να μειώνεται έτσι το κόστος για τον εργαζόμενο και τον επιχειρηματία (…)».