Ένα βήμα πίσω φαίνεται να κάνει η ελληνική κυβέρνηση στο θέμα του χρέους ή τουλάχιστον να το σκέφτεται…

Το τοπίο είναι εξαιρετικά θολό από χθες καθώς δεν είναι ξεκάθαρο αν ο Αλέξης Τσίπρας είναι έτοιμος να βάλει «νερό στο κρασί του» για το ζήτημα του χρέους ή επιμένει ότι δεν θα δεχθεί λύση που περιλαμβάνει τα σκληρά μέτρα μέχρι το 2022 χωρίς την δέσμευση των πιστωτών ότι θα ελαφρύνουν το ελληνικό χρέος.

Το πρωί της Τετάρτης ο πρωθυπουργός άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να δεχθεί την πρόταση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε που απέρριψε στο Eurogroup της 22ας Μαϊου ενώ το απόγευμα της ίδιας ημέρας επιτέθηκε στο ΔΝΤ και στους Ευρωπαίους που θέλουν και «την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο».

Το απόγευμα πάντως μιλώντας ενώπιον των μελών του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας τόνισε: «Από τη δική μας μεριά κάναμε μια μεγάλη υποχώρηση. Δεχτήκαμε να νομοθετήσουμε την αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος για το 2019-2020 ώστε να καλυφθεί η μια από τις δύο προϋποθέσεις που θέτει το ΔΝΤ για τη συμμετοχή στο ελληνικό πρόγραμμα».

Και συμπλήρωσε ο κ. Τσίπρας: «Και ξέρετε βεβαίως ποια είναι η δεύτερη προϋπόθεση. Η ρύθμιση του ελληνικού χρέους. Ο προσδιορισμός των μεσοπρόθεσμων μέτρων που θα υλοποιηθούν μετά τη λήξη του προγράμματος. Και τώρα είναι καθήκον της Ευρώπης να ικανοποιήσει αυτή τη συνθήκη. Διότι ήταν η ίδια η Ευρώπη, ή μάλλον κάποιοι από τους εταίρους μας, που απαιτούν τη συμμετοχή του Ταμείου. Και αυτή η συμμετοχή δεν μπορεί να είναι a’ la carte. Δεν μπορεί να λέμε δηλαδή ναι στις μεταρρυθμίσεις και στα μέτρα και όχι στο χρέος. Δεν γίνεται να θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο».

Το σενάριο που προκρίνουν Βερολίνο και ΔΝΤ για το ελληνικό ζήτημα και το οποίο φέρεται να απέρριψε η ελληνική πλευρά το βράδυ της Δευτέρας προβλέπει τα εξής: Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε δέχεται τη μερική εξειδίκευση πιθανών μεσοπρόθεσμων μέτρων για το χρέος -όπως την παράταση της ωρίμανσης των δανείων του EFSF κατά 15 χρόνια- με τη γνωστή στο μεταξύ επισήμανση ότι αυτά θα υλοποιηθούν το καλοκαίρι του 2018 και εφόσον κριθεί όντως αναγκαίο. Σε αντάλλαγμα το ΔΝΤ ανακοινώνει τη συμμετοχή του στο ελληνικό πρόγραμμα, ικανοποιώντας έτσι το πάγιο αίτημα του Βερολίνου.

Το ΔΝΤ δέχεται μεν να συμμετάσχει, αλλά με τεχνική και όχι οικονομική υποστήριξη. Βάσει της προωθούμενης συμφωνίας (stand-by-arrangement) θα εκταμιεύσει χρήματα μόνον όταν θα έχει αποσαφηνιστεί το ζήτημα της βιωσιμότητας του χρέους.

Τα τρία σενάρια και το μνημόνιο έως το 2060

Η Ελλάδα δεν θα χρειαστεί ελάφρυνση χρέους από τις χώρες της Eυρωζώνης, εάν διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα άνω του 3% για 20 χρόνια, σύμφωνα με εμπιστευτικό έγγραφο του ESM, το οποίο περιήλθε στην κατοχή του πρακτορείου Reuters.

Όπως αναφέρει σε δημοσίευμά του το πρακτορείο, το έγγραφο ετοιμάστηκε για το Eurogroup της περασμένης Δευτέρας, το οποίο ολοκληρώθηκε χωρίς συμφωνία λόγω των αποκλίσεων μεταξύ Ευρωζώνης και ΔΝΤ, στις υποθέσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη και τα πλεονάσματα στην Ελλάδα.

Στο έγγραφο γίνεται λόγος για τρία σενάρια. Στο πρώτο σενάριο, η μελέτη του ESM υποθέτει ότι δεν θα χρειαστεί ελάφρυνση χρέους, εάν η Αθήνα διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα τουλάχιστον 3,5% έως το 2032 και πάνω από το 3% μέχρι το 2038.

Η ΕΚΤ, σύμφωνα με το Reuters, σημειώνει ότι μεγάλες περίοδοι υψηλών πλεονασμάτων δεν είναι πρωτοφανείς: Η Φινλανδία είχε πρωτογενές πλεόνασμα 5,7% την περίοδο 1998-2008 και η Δανία 5,3% από το 1983 έως το 2008.

Μια δεύτερη επιλογή, στο πλαίσιο του σεναρίου Α, θέλει την Ελλάδα να διασφαλίζει την ανώτατη δυνατή ελάφρυνση χρέους με βάση τη συμφωνία του Μαΐου του 2016.

Η Ελλάδα, συνεχίζει το Reuters, θα έπρεπε σε αυτήν την περίπτωση να διατηρήσει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022, αλλά μετά θα μπορούσε να το μειώσει περίπου στο 2% μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2030 και στο 1,5% έως το 2048, με το μέσο πλεόνασμα της περιόδου 2023-2060 να διαμορφώνεται στο 2,2%.

Το έγγραφο του ESM  αναφέρει ότι η ανώτατη δυνατή ελάφρυνση χρέους η οποία εξετάζεται, είναι μια επέκταση της μέσης σταθμισμένης ωρίμανσης των δανείων κατά 17,5 χρόνια από τα τρέχοντα 32,5 χρόνια, με τα τελευταία δάνεια να λήγουν το 2080.

Ο ESM θα μπορούσε επίσης να περιορίσει τις αποπληρωμές δανείων από την Αθήνα στο 0,4% του ελληνικού ΑΕΠ εώς το 2050, βάζοντας μέχρι την ίδια χρονιά ανώτατο όριο 1% στο επιτόκιο των δανείων.

Επιπλέον, ο ESM θα αγόραζε το 2019 τα 13 δισ. ευρώ που οφείλει η Ελλάδα στο ΔΝΤ, καθώς τα συγκεκριμένα δάνεια είναι πολύ ακριβότερα από εκείνα της Ευρωζώνης.

Βάσει του εγγράφου, οι παρεμβάσεις αυτές θα περιόριζαν τις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας στο 13% έως το 2060, μειώνοντας τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ στο 65,4% το 2060, από περίπου 180% σήμερα.

Το δεύτερο σενάριο βασίζεται στις προβλέψεις του ΔΝΤ για μέση ανάπτυξη 1% και πρωτογενή πλεονάσματα 1,5% από το 2023, μετά από πέντε χρόνια με πλεονάσματα 3,5%. Το σενάριο αυτό προβλέπει ότι το ελληνικό χρέος θα αυξάνεται από το 2022 και έπειτα, αγγίζοντας το 226% το 2060.

Οι ελληνικές τράπεζες θα έπρεπε σε αυτή την περίπτωση να ανακεφαλαιοποιηθούν και οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας θα διαμορφώνονταν, στα τέλη της δεκαετίας του 2020, πάνω από το «ταβάνι» του 15% του ΑΕΠ, -που έχουν υποσχεθεί οι υπουργοί Οικονομικών της ευρωζώνης-, φθάνοντας άνω του 50% του ΑΕΠ το 2060.

Για να καταστεί βιώσιμο το ελληνικό χρέος με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ θα πρέπει η ευρωζώνη να δώσει στην Ελλάδα ελάφρυνση χρέους μεγαλύτερη από αυτή που προσφέρθηκε το 2016, κάτι όμως που απορρίπτουν οι υπουργοί οικονομικών της ευρωζώνης.

Τον Μάιο του 2016 η ευρωζώνη υποσχέθηκε στην Ελλάδα να επεκτείνει τις λήξεις των δανείων και την περίοδο χάριτος ώστε οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ μετά το 2018 για μεσοπρόθεσμο διάστημα και κάτω από 20% του ΑΕΠ από εκεί και έπειτα.

Δεσμεύτηκε επίσης ότι θα εξέταζε την αγορά των υπολειπόμενων δανείων του ΔΝΤ από τον ESM και την επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από την διακράτηση ελληνικών ομολόγων.

Αλλά όλα αυτά θα μπορούσαν να συμβούν μόνο αν η Ελλάδα εφάρμοζε τις μεταρρυθμίσεις ως τα μέσα του 2018 και μόνο αν η ανάλυση χρέους έδειχνε πως είναι αναγκαία μια ελάφρυνση χρέους για να διασφαλιστεί η βιωσιμότητά του.

Ένα τρίτο σενάριο, είναι αυτό ενός συμβιβασμού ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο, προβλέποντας μέση οικονομική ανάπτυξη 1,25% και πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% έως το 2022, το οποίο θα υποχωρήσει στη συνέχεια στο 1,8%, αντί για 2,2%, την περίοδο 2023-2060.

Βάσει του τρίτου σεναρίου, το ελληνικό χρέος μπορεί να γίνει βιώσιμο με επέκταση των μέσων ωριμάνσεων των ευρωπαϊκών δανείων κατά 15 έτη, με τα τελευταία δάνεια να λήγουν το 2080, ταυτόχρονο «κλείδωμα» του επιτοκίου στο 1% ως το 2050, και ταβάνι αποπληρωμής στο 0,4% του ΑΕΠ.