«Αναγνωρίζεται από παντού ότι υπάρχει πρόοδος, έμμεσα αναγνωρίζεται ότι έχουμε αργήσει. Και αυτό το τεκμαίρω από το γεγονός ότι αποφασίστηκε να μείνει εκεί η ελληνική αντιπροσωπεία και μέσα από διαδικασία εντατικών διαβουλεύσεων και διαπραγματεύσεων μέχρι την Πέμπτη να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Και να ξέρουμε πού συμφωνούμε, πού διαφωνούμε». Αυτό τόνισε στην εισαγωγή της συνέντευξής του στην ΕΡΤ 1, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης. Στη συνέχεια σημείωσε πως «γι’ αυτό και θεωρούμε πιο σημαντικό να παραμείνει στις Βρυξέλλες η αντιπροσωπεία της ελληνικής κυβέρνησης αντί του να έλθουν εδώ τα κλιμάκια».

«Διότι», όπως εξήγησε, «το ότι θα μείνουν εκεί, θα δώσει τη δυνατότητα να δούμε σε θέματα που δεν είναι τεχνικής φύσης αλλά πολιτικής, ποια είναι η θέση των διαφόρων παραγόντων. Δεν μπορούμε για παράδειγμα, να συζητάμε αιωνίως αν πρέπει να απελευθερωθούν οι απολύσεις στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση διαφωνεί, οι κοινωνικοί φορείς στην Ελλάδα διαφωνούν, οι Ευρωπαίοι διαφωνούν, ποιος τελικά το θέλει αυτό;», αναρωτήθηκε ο αντιπρόεδρος.

Τελικώς, «στο πλαίσιο που διεξάγεται η διαπραγμάτευση, η σημερινή απόφαση μπορεί να συμβάλει στην ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας με την έννοια να κλείσουμε την περιβόητη, όπως λέγεται, τεχνική συμφωνία όσο γίνεται πιο έγκαιρα, ούτως ώστε να μείνουν δύο προβλήματα: Τι πρωτογενή πλεονάσματα θα έχουμε μετά το 2018 και για πόσο, και τι θα γίνει με το δημόσιο χρέος», υποστήριξε ακόμη ο Γ. Δραγασάκης, που κατέληξε:

«Και τα δύο αυτά είναι πολιτικά θέματα, αφορούν εμάς και το ΔΝΤ και τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Μ’ αυτήν την έννοια μπορούμε να πούμε ότι είμαστε εντός του γενικού πλαισίου. Η δική μας πίεση ήταν και είναι, «να τελειώνουμε, να ξεκαθαρίζουμε». Δεν μπορούμε να συζητάμε αιωνίως ένα θέμα στο οποίο υπάρχουν δύο απόψεις. Πρέπει με ένα τρόπο να λυθούν αυτά τα θέματα. Η δική μας επιθυμία ήταν να υπάρξει ένα πλαίσιο εντατικών διαβουλεύσεων».

Αναφερόμενος στην σημερινή απόφαση του Eurogroup, ο κ. Δραγασάκης υπογράμμισε ότι μπορεί να συμβάλει στη διενέργεια των βημάτων που απομένουν για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. «Το γεγονός ότι οι διαπραγματεύσεις συνεχίζονται έως την Πέμπτη στις Βρυξέλλες, δίνει την δυνατότητα, να επιλύονται ταυτόχρονα τα πολιτικά και τα τεχνικά θέματα» ανέφερε. Η ελληνική κυβέρνηση ασκεί πίεση για την εντατικοποίηση των συνομιλιών «ώστε να ξεκαθαρίσουμε να τελειώνουμε με ένα τρόπο να λυθούν τα θέματα», όπως είπε χαρακτηριστικά, ενώ τόνισε ότι «η συμφωνία μπορεί και πρέπει να κλείσει, ικανοποιώντας όμως το συμφωνημένο απ’ όλους στόχο για το τέλος του Προγράμματος το 2018».

«Η ελληνική πλευρά κάνει ό,τι της αναλογεί. Είναι ώρα το ίδιο να κάνουν και οι εταίροι. Το ΔΝΤ και η Γερμανία να πάρουν τις αποφάσεις τους», τόνισε ο κ. Δραγασάκης.

Σε ό,τι αφορά τις καθυστερήσεις στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είπε πως «οι όποιες καθυστερήσεις μέχρι σήμερα οφείλονται αποκλειστικά και μόνο σε αποκλίνουσες και αντιφατικές επιδιώξεις μεταξύ δανειστών».

Τα θέματα της δεύτερης αξιολόγησης είχαν συμφωνηθεί ή προσεγγισθεί από τον περασμένο Νοέμβριο, είπε ο κ. Δραγασάκης και πρόσθεσε ότι η δεύτερη αξιολόγηση συνδέθηκε με τα μέτρα μετά το 2018 και το ζήτημα του χρέους, καθώς και πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις της Γερμανίας με το Δ.Ν.Τ..

«Κάποιοι θέλουν το ΔΝΤ στο πρόγραμμα, αλλά δεν θέλουν τους όρους που θέτει το Δ.Ν.Τ. Είναι ένας κόμπος που πρέπει να λυθεί το επόμενο χρονικό διάστημα», ανέφερε, ενώ τόνισε ότι, «υπάρχει ένα σύστημα δυνάμεων που θέλουν να κλείσει η συμφωνία και ορισμένες χώρες που δεν θέλουν, αλλά δεν είναι η πλειοψηφία».

Σχολιάζοντας τις απαιτήσεις του Δ.Ν.Τ., είπε ότι πολλές απ΄ αυτές κινούνται «στη σφαίρα του παραλόγου ενώ τα μέτρα που μας ζητούν δεν βοηθούν σε τίποτε.

Ζητούν μείωση των φορολογικών συντελεστών υψηλών εισοδημάτων και των επιχειρηματικών κερδών και να μειώσουμε το αφορολόγητο για τα χαμηλά εισοδήματα. Είναι δυνατόν να δεχθεί η δική μας κυβέρνηση τέτοια μέτρα;», διερωτήθηκε ο κ. Δραγασάκης, ενώ σημείωσε ότι οι Ευρωπαίοι παράγοντες που δηλώνουν ότι είναι αναγκαία η συμμετοχή του Δ.Ν.Τ στο ελληνικό πρόγραμμα, ισχυροποιούν την διαπραγματευτική ισχύ του Ταμείου.

«Είναι δυνατόν από κάποιους δανειστές να μας ζητείται στα εργασιακά υποχώρηση από το ευρωπαϊκό κοινωνικό κεκτημένο», διερωτήθηκε, και εκτίμησε ότι «το θέμα των συλλογικών διαπραγματεύσεων δεν είναι μόνο ελληνικό, αλλά κάποιοι προσπαθούν μέσω του Δ.Ν.Τ. να ανατρέψουν την κανονικότητα σε όλη την Ευρώπη».

Συνεχίζοντας, ο κ. Δραγασάκης άσκησε κριτική στην αντιπολίτευση την οποία κατηγόρησε ότι δραματοποιεί τα θέματα εξυπηρετώντας πολιτικές σκοπιμότητες και υπογράμμισε ότι είμαστε εντός πλαισίου για ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

«Αυτοί που μας κατηγορούν ότι δεν κλείσαμε την αξιολόγηση τον Δεκέμβριο να τοποθετηθούν επί του πεδίου της μάχης και να πουν καθαρά ότι πρέπει να συμφωνήσουμε πλεονάσματα 3,5% τα επόμενα δέκα χρόνια».

«Είναι δυνατόν η Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ που υπονόμευσαν τις συλλογικές διαπραγματεύσεις και μείωσαν τον κατώτατο μισθό να μας κουνούν το δάχτυλο;», αναρωτήθηκε και πρόσθεσε ότι «χρειάζεται ψυχραιμία και σύμπνοια στο εσωτερικό της χώρας και η πολιτική αντιπαράθεση να γίνεται μέσα σε κάποια όρια».

Απαντώντας τέλος σε σχετική ερώτηση, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης είπε ότι προτιμά μια συμφωνία με τους δανειστές, «να ψηφιστεί από τους 153 και όποιους άλλους βουλευτές θέλουν, ως μια πράξη ευθύνης απέναντι στη χώρα».