Για το ελληνικό πρόγραμμα και την πορεία της αξιολόγησης γράφει ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης σε άρθρο του που φιλοξενεί η πλατφόρμα «Open Democracy», και το οποίο αναμεταδίδει το ΑΜΠΕ.

«Ο ρόλος της Κομισιόν είναι να συμβάλλει στη σύγκλιση των διαφορετικών προσεγγίσεων, λαμβάνοντας υπόψη το κοινό συμφέρον της ΕΕ και της Ευρωζώνης και προστατεύοντας με μεγαλύτερη σαφήνεια και ενάργεια τόσο τα στοιχεία που η Eurostat παρουσίασε για την ελληνική οικονομία, όσο και τις μεταρρυθμιστικές πρωτοβουλίες που έχει προχωρήσει η ελληνική κυβέρνηση» τονίζει ο κ. Παπαδημούλης στο άρθρο του, με τίτλο «Η ευρωπαϊκή πρόκληση: Ενότητα, αναπτυξιακή στροφή και κοινωνικός πυλώνας».

«Το πρώτο συμπέρασμα που εξάγεται από το περιεχόμενο της Λευκής Βίβλου είναι πως η συντηρητική ηγεσία στην Κομισιόν αποδέχεται εμμέσως πλην σαφώς πως δεν μπορεί να υπηρετήσει τις πολιτικές σύγκλισης και ισομερούς ανάπτυξης των 27 κρατών-μελών» σημειώνει και επισημαίνει ότι «η προσπάθεια που επιχειρείται από τον “στενό πυρήνα” της ΕΕ έρχεται σε αντίθεση με τις ιδρυτικές αξίες του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, λίγες μόλις ημέρες πριν την 60ή επέτειο της Συνθήκης της Ρώμης».

Για την πρόσφατη συνάντηση των ηγετών της Γερμανίας, της Γαλλίας, της Ιταλίας και της Ισπανίας στις Βερσαλλίες και την προώθηση της ιδέας για μια Ευρώπη «α λα καρτ», ο Δημήτρης Παπαδημούλης σημειώνει πως μια τέτοια Ευρώπη «όχι μόνο δεν αφουγκράζεται την αυξανόμενη κοινωνική πίεση για ουσιαστικές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική πολιτική της ΕΕ, αλλά δείχνει να διευκολύνει και να εξυπηρετεί εκείνες τις λαϊκιστικές και ακροδεξιές πολιτικές δυνάμεις, όπως η Λε Πεν, ο Ορμπάν και ο Βίλντερς, που προωθούν τη διάλυση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος και την επιστροφή στην Ευρώπη των εθνικισμών, της ξενοφοβίας και των “κλειστών συνόρων”».

Τέλος, αναφορικά με τις επερχόμενες εκλογές στη Γαλλία και τη Γερμανία, ο επικεφαλής της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει οτι «οι προοδευτικές δυνάμεις και στις δύο χώρες να συμπλεύσουν και να αφήσουν κατά μέρος εκείνα που τους χωρίζουν, να εμβαθύνουν σε εκείνα που τους ενώνουν, αναγνωρίζοντας τη σημασία της πολιτικής συγκυρίας για την ΕΕ και το μέλλον του ευρωπαϊκού οικοδομήματος».