Ανακοίνωση – απάντηση στην τοποθέτηση της τομεάρχη Οικονομίας και Ανάπτυξης της ΝΔ Ντόρας Μπακογιάννη σήμερα στη Βουλή εξέδωσε απόψε το υπουργείο Οικονομίας, κάνοντας λόγο για τρία ολισθήματα από την πλευρά της.

Αναλυτικά το υπουργείο επισημαίνει τα εξής:

«Στη διάρκεια του κλεισίματος της σημερινής τοποθέτησής της στη Βουλή κατά τη συζήτηση και ψήφιση σχεδίου νόμου του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης, η εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας κ. Ντόρα Μπακογιάννη περιέπεσε σε τρία ολισθήματα:

  1. Εξέφρασε τη δυσφορία της για την απουσία του υπουργού Οικονομίας και Ανάπτυξης, Δημήτρη Παπαδημητρίου στη παρουσίαση του νομοσχεδίου για τις αδειοδοτήσεις στη Βουλή, τον οποίο κακώς κατά την άποψη της αντικατέστησε ο Αλέξης Χαρίτσης.
  2. Ανέφερε πως ως πρόεδρος του Ινστιτούτου Levy ο υπουργός είχε προτείνει «παράλληλο νόμισμα».
  3. Υποστήριξε πως στην έκθεση του Σεπτεμβρίου που ο νυν υπουργός είχε εκδώσει ως ακαδημαϊκός ερευνητής του Levy, προέβλεπε για το 2017 οριακή ανάπτυξη 0,2% στην ελληνική οικονομία, ενώ σήμερα ως υπουργός προβλέπει ανάπτυξη 2,7%, οπότε ερωτά ποιόν να πιστέψει κανείς «τον ακαδημαϊκό ή τον υπουργό»;

Είναι απορίας άξιον πώς μία βασική εκπρόσωπος της Νέας Δημοκρατίας – του κόμματος που υπόσχεται φορολογικές ελαφρύνσεις 4 δισ. ευρώ χωρίς καμία απόλυση δημοσίου υπαλλήλου παρά μόνον με εξοικονόμηση πόρων από τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα – δεν γνωρίζει πως η έννοια του καταμερισμού εργασίας δεν αφορά μόνον τον ιδιωτικό τομέα αλλά εφαρμόζεται και στον δημόσιο τομέα ξεκινώντας από την κορυφή του.

Η κ. Μπακογιάννη όφειλε, ως «σκιώδης υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης» της ΝΔ, να γνωρίζει πως ο κ. Χαρίτσης είναι αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας και Ανάπτυξης και έχει ex officio πλήρη εξουσιοδότηση αναπλήρωσης του υπουργού. Επίσης, όφειλε να γνωρίζει πως υπάρχουν καθορισμένες αρμοδιότητες και το συγκεκριμένο νομοσχέδιο εμπίπτει σε αυτές του κ. Χαρίτση ο οποίος ήταν ο άνθρωπος που εργάστηκε όλο αυτόν τον καιρό πάνω στο αντικείμενό του και συνεπώς ήταν ο πλέον κατάλληλος να ενημερώσει την Βουλή των Ελλήνων. Αντί, λοιπόν, να δυσανασχετεί η κ. Μπακογιάννη για την απουσία του υπουργού αφήνοντας υπόνοιες αδιαφορίας ή λιποψυχίας εκ μέρους του, σωστό θα ήταν να του αναγνωρίσει την αρμόζουσα σοβαρότητα και υπευθυνότητα για την καλύτερη δυνατή ενημέρωση της Βουλής.

Όσον αφορά το «παράλληλο νόμισμα», ο τέως πρόεδρος του Levy στην έκθεση του Σεπτεμβρίου δεν πρότεινε να το υιοθετήσει η Ελλάδα. Αυτό που έκανε ως ερευνητής ήταν να εξετάσει τρία διαφορετικά σενάρια εξέλιξης της οικονομίας για την περίοδο 2016-18, ένα από τα οποία ήταν η χρήση ενός «παράλληλου νομίσματος». Συνεπώς, δεν επρόκειτο για μία πρόταση αλλά για ένα απλό οικονομετρικό σενάριο, μία άσκηση επί χάρτου και τίποτα περισσότερο. Και αυτό έχει ήδη απαντηθεί σε ανάλογη ερώτηση κοινοβουλευτικού ελέγχου του Χρίστου Δήμα που είναι ο «σκιώδης αναπληρωτής υπουργός Οικονομίας-Ανάπτυξης» και άρα δεξί χέρι της κ. Μπακογιάννη…

Τέλος, σε ό,τι αφορά την εικαζόμενη αντίφαση μεταξύ της πρόβλεψης του ακαδημαϊκού για 0,2% ανάπτυξη και αυτή του υπουργού για 2,7% το 2017, η κ. Μπακογιάννη καλό θα ήταν να μπαίνει στον κόπο να διαβάζει όλη την έκθεση και όχι μόνο τα σημεία που τη βολεύουν. Γιατί τότε θα διαπίστωνε πως στο μεν πρώτο σενάριο ισχύει το 0,2% ενώ στο εναλλακτικό δεύτερο σενάριο ισχύει το 3%. Οπότε, δεν υπάρχει καμία αντίφαση και η κ. Μπακογιάννη μπορεί με βεβαιότητα να πιστέψει και τον ακαδημαϊκό και τον υπουργό».

Νωρίτερα, η κ. Μπακογιάννη στην ομιλία της ως εισηγήτρια στο νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης είχε σημειώσει: «Ως Πρόεδρος του Ινστιτούτου Λεβί, πρότεινε παράλληλο νόμισμα για την Ελλάδα. Και το Σεπτέμβριο του 2016, λίγο πριν οριστεί υπουργός, στην έκθεση του Ινστιτούτου, την οποία ο ίδιος προσυπογράφει, αναφέρει: οι οικονομικές συνθήκες θα επιδεινωθούν, καθώς εφαρμόζονται νέα μέτρα λιτότητας. Σε περίπτωση που εφαρμοστεί πλήρως το μνημόνιο, τότε το 2016 αναμένεται βαθύτερη ύφεση από τις προβλέψεις της κυβέρνησης, με μείωση του ΑΕΠ κατά 0,7% αντί για την εκτίμηση –0,3% του υπουργείου Οικονομικών. Για το 2017, προβλέπει οριακή ανάπτυξη 0,2%. Η κυβερνητική πρόβλεψη του προϋπολογισμού μιλάει για μεγαλύτερη ανάπτυξη, στο 2,7%, κάτι το οποίο ο υπουργός επαναλαμβάνει σε κάθε του συνέντευξη εδώ και λίγες μέρες» και αναρωτήθηκε «ποιον να πιστέψουμε; Τον ακαδημαϊκό ή τον υπουργό;».