«Άδικο» και «ταξικό», χαρακτήρισε τον προϋπολογισμό του 2017, ο γενικός εισηγητής του ΚΚΕ, στο προσχέδιο του Προϋπολογισμού, Νίκος Καθαρανασόπουλος, επισημαίνοντας πως κάνει μια αναδιανομή του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων και προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου. Τόνισε πως αυτό προκύπτει από τα στοιχεία, τα οποία συμπεριλαμβάνει, «με την αύξηση των φορολογικών εσόδων σε βάρος του λαού, την μείωση στους μισθούς και τις συντάξεις, την αύξηση των εισφορών για την κοινωνική ασφάλιση, την μείωση των δαπανών για την Υγεία, Πρόνοια και την Παιδεία».

Ο Νίκος Καραθανασόπουλος, τόνισε επίσης, ότι σε περίπτωση μη επιτυχίας των συγκεκριμένων στόχων που προβλέπονται επικρέμεται «η δαμόκλεια σπάθη» του αυτόματου δημοσιονομικού κόφτη. Θύμισε, ότι προβλέπει την άμεση εφαρμογή σε περίπτωση αποκλίσεων και τα μέτρα θα αφορούν κατά 45% σε μειώσεις μισθών, κατά 15% μείωση συντάξεων, κατά 20% σε αύξηση των έμμεσων φόρων και κατά 20% στη μείωση των δαπανών κι «όχι όλων του δαπανών», διευκρίνισε, γιατί «εξαιρούνται οι δαπάνες, οι οποίες αφορούν το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων, τα Αναπτυξιακά Προγράμματα, τις επενδύσεις, δηλαδή δαπάνες οι οποίες αφορούν τις ανάγκες εξυπηρέτησης του μεγάλου κεφαλαίου».

Έτσι, είπε ο γενικός εισηγητής του ΚΚΕ, συντρίβεται «η προπαγάνδα της κυβέρνησης» «περί ισότητας στα βάρη, δηλαδή περί δίκαιης κατανομής των βαρών. «Όμως, αυτή η ισότητα, σημαίνει, χαμήλωμα του πήχη και σύγκλισης των όποιων λαϊκών εισοδημάτων έχουν εναπομείνει με τα εισοδήματα φτώχειας και εξαθλίωσης» προσέθεσε. Επίσης, ανέφερε, ότι καταρρίπτεται και ο δεύτερος ισχυρισμός της κυβέρνησης, ότι «μπαίνουμε πλέον στον ενάρετο κύκλο μιας δίκαιης ανάπτυξης» και αναρωτήθηκε: «Αλήθεια, ποια δίκαιη ανάπτυξη είναι αυτή, όταν βασίζεται σε ένα εργασιακό καθεστώς, το οποίο το χαρακτηρίζει όχι μόνον η ανασφάλεια, αλλά το πολύ φθηνό εργατικό δυναμικό, το χαρακτηρίζει η κατάργηση του συνόλου των συγκεκριμένων εργασιακών, ασφαλιστικών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων. Όταν, δηλαδή, έχει ήδη διαμορφωθεί ένα τέτοιο εργασιακό καθεστώς, το οποίο ουσιαστικά παραπέμπει σε έναν εργασιακό “μεσαίωνα”, για τις ανάγκες του κεφαλαίου».