Στην αποστολή των δικαστών αναφέρθηκε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, στη διάρκεια ομιλίας του σε εκδήλωση για τα 21 χρόνια της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών στη Θεσσαλονίκη, η οποία έγινε στο Βασιλικό Θέατρο.

Ο δικαστικός λειτουργός εφαρμόζει τους οικείους κανόνες δικαίου έχοντας ως αποκλειστικό γνώμονα κρίσης του κανονιστικού τους κύρους το Σύνταγμα είπε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ο οποίος επισήμανε και το πώς μπορεί να αποφευχθεί μια σύγκρουση ανάμεσα στο Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο.

Για την Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών τόνισε πως είναι προορισμένη να επιλέγει τους μελλοντικούς λειτουργούς απονομής της Δικαιοσύνης και να διασφαλίζει την ολοκληρωμένη κατάρτισή τους και την ανάλογη διαμόρφωση της προσωπικότητάς τους, ως την οριστική είσοδο και ένταξή τους στο Δικαστικό Σώμα και πρόσθεσε: «Η Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών οφείλει να στελεχώνει το Δικαστικό Σώμα με λειτουργούς, οι οποίοι είναι σε θέση να εκπληρώσουν, στο ακέραιο, την αποστολή απονομής της Δικαιοσύνης, υπό τις εγγυήσεις του Συντάγματος και της θεμελιούμενης σ’ αυτό έννομης τάξης στο σύνολό της».

Αναλυτικά ο κ. Παυλόπουλος υπογράμμισε τα εξής:

I. Οι ως άνω εγγυήσεις του Συντάγματος αναφορικά με την αποστολή της Δικαιοσύνης απορρέουν από πλειάδα διατάξεών του, ιδίως δε αφενός από τις διατάξεις περί διάκρισης των εξουσιών, οι οποίες καθορίζουν τα χαρακτηριστικά της δικαστικής εξουσίας (άρθρο 26 παρ. 3) και, αφετέρου, από τις διατάξεις των άρθρων 87 επ. περί της δικαστικής εξουσίας εν γένει.

Α. Είναι ακριβώς οι προαναφερόμενες διατάξεις, οι οποίες κατ’ ουσίαν εντάσσουν την Δικαιοσύνη και τους λειτουργούς της, ως προς τη φύση της δικαιοδοσίας τους, εντός του ευρύτερου πλαισίου του Κράτους Δικαίου. Και τούτο διότι:

1. Το Κράτος Δικαίου σηματοδοτεί, κατά το Σύνταγμα, εκείνο το θεσμικό οικοδόμημα του οποίου η όλη οργάνωση και λειτουργία, ιδίως δε η δράση των κάθε είδους οργάνων του, διέπονται από κανόνες δικαίου. Οι οποίοι αφενός παράγονται με δημοκρατικές διαδικασίες που εγγυώνται και την σύμφυτη δημοκρατική τους νομιμοποίηση και συνθέτουν τόσο την ίδια την έννομη τάξη όσο και την ιεραρχική δομή της. Και, αφετέρου, βρίσκουν περαιτέρω σταθερό κανονιστικό έρεισμα σε, συμπληρωματικούς μεταξύ τους, κυρωτικούς μηχανισμούς που διασφαλίζουν την αποτελεσματική εφαρμογή τους και εδραιώνουν την υπόστασή τους ως leges perfectae.

2. Το πλέγμα δε των κυρωτικών τούτων μηχανισμών με το οποίο εξοπλίζεται, από την φύση του, το Κράτος Δικαίου, είναι αυτό που το διαφοροποιεί από το πάλαι ποτέ «Αστυνομικό Κράτος», εντός του οποίου η έλλειψη αντίστοιχων κυρωτικών μηχανισμών καθιστούσε τους ισχύοντες για τα κρατικά όργανα κανόνες δικαίου κατ’ αποτέλεσμα «leges imperfectae».

Β. Μεταξύ των κυρωτικών τούτων μηχανισμών, οι οποίοι εγγυώνται την εφαρμογή των κατά το Σύνταγμα αρχών του Κράτους Δικαίου, η Δικαιοσύνη συνιστά τον σπουδαιότερο εξ αυτών, δοθέντος ότι οι δύο άλλοι, ήτοι ο διοικητικός αυτοέλεγχος και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος, έχουν αποβεί διαχρονικώς θεσμικώς χρήσιμοι μεν, πλην όμως -και από την ίδια την φύση τους- μηχανισμοί μάλλον σχετικής αποτελεσματικότητας.

1. Την εξέχουσα αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης, ως κυρωτικού μηχανισμού εφαρμογής του Κράτους Δικαίου και της κορωνίδας του, της lato sensu αρχής της νομιμότητας της δράσης των κάθε είδους κρατικών οργάνων θωρακίζουν, φυσικά μεταξύ άλλων, κατά τα προεκτεθέντα, η συνταγματικώς κατοχυρωμένη Ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών καθώς και, η επίσης συνταγματικώς κατοχυρωμένη, εκτελεστότητα των αποφάσεων τις οποίες εκδίδουν με τα κατάλληλα μέσα ως και της αναγκαστικής τους εκτέλεσης.

2. Τέλος, την αποτελεσματικότητα του κυρωτικού μηχανισμού της Δικαιοσύνης εντός του κανονιστικού πλαισίου του όλου Κράτους Δικαίου επισφραγίζει, και δη με τρόπο θεσμικώς άκρως εμβληματικό, το συνταγματικώς κατοχυρωμένο (άρθρο 20 παρ. 1) δικαίωμα αίτησης και παροχής δικαστικής προστασίας. Μέσω της άσκησης του οποίου καθένας, φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που δικαιολογεί δικαίωμα ή έννομο συμφέρον κατά περίπτωση, μπορεί να εισαγάγει ενώπιον του έχοντος την οικεία δικαιοδοσία δικαστηρίου την διαφορά η οποία προκύπτει λόγω παραβίασης, εκ μέρους οιουδήποτε κρατικού οργάνου, των κανόνων της αρχής της νομιμότητας και, συνακόλουθα, αυτού τούτου του Κράτους Δικαίου.

II. Το περαιτέρω συμπέρασμα που προκύπτει από την κατά τ’ ανωτέρω οριοθέτηση της αποστολής της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της συνίσταται στο ότι, κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του, ο δικαστικός λειτουργός εφαρμόζει τους οικείους κανόνες δικαίου έχοντας ως αποκλειστικό γνώμονα κρίσης του κανονιστικού τους κύρους το Σύνταγμα, δοθέντος ότι τούτο είναι το θεσμικό έρεισμα, πάνω στο οποίο θεμελιώνεται η όλη δικαιοδοτική του εξουσία.

Α. Η προηγηθείσα ανάλυση οδηγεί, κατά την ορθότερη, όπως πιστεύω, άποψη -και παρακαλώ να μου επιτρέψετε την διατύπωση αυτής της υποκειμενικής εκτίμησης- στην κατακλείδα ότι για τον δικαστικό λειτουργό το Σύνταγμα είναι εκείνο το οποίο, πέραν των άλλων, καθορίζει την ιεραρχία των κανόνων δικαίου που έχουν υποδεέστερη κανονιστική ισχύ έναντι αυτού.

1. Αψευδής μάρτυρας η κατάστρωση των διατάξεων του άρθρου 28 του Συντάγματος, εκ των οποίων προκύπτει, ιδίως κατά την τελολογική και ιστορική τους ερμηνεία, ότι για τον δικαστικό λειτουργό το Σύνταγμα υπέρκειται κανονιστικώς τόσο του διεθνούς όσο και του ευρωπαϊκού δικαίου, πρωτογενούς και παραγώγου, τουλάχιστον έως ότου η ευρωπαϊκή έννομη τάξη καταστεί ενιαία στη βάση ενός πλήρους, κυρίως από πλευράς κανονιστικών δεδομένων, Ευρωπαϊκού Συντάγματος.

2. Είναι δε εντελώς διαφορετικό το ζήτημα, το οποίο συνίσταται στο ότι, αντιθέτως, τα δικαστικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης θέτουν -και ορθώς- σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που διέπουν την δικαιοδοσία τους, ως βάση του δικανικού τους συλλογισμούς το ευρωπαϊκό δίκαιο. Εξ ού, και ως την προμνημονευόμενη ολοκλήρωση της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, η μόνη ασφαλής οδός της αποφυγής μιας, μοιραίας ίσως από κανονιστικής πλευράς, σύγκρουσης μεταξύ Συντάγματος και ευρωπαϊκού δικαίου είναι εκείνη την οποία χαράσσουν οι αντίστοιχες δικαστικές αρχές, ερμηνεύοντας οι μεν εθνικές το Σύνταγμα κατά τρόπο όσο το δυνατόν σύμφωνο με το σύνολο του ευρωπαϊκού δικαίου, οι δε ευρωπαϊκές το ευρωπαϊκό δίκαιο κατά τρόπο όσο το δυνατόν σύμφωνο με τις διατάξεις των Συνταγμάτων των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Β. Τα όσα προαναφέρθηκαν επεξηγούν, νομίζω, τόσο την φύση της συνύπαρξης της ελληνικής έννομης τάξης με την ευρωπαϊκή έννομη τάξη αλλά και με την διεθνή έννομη τάξη. Όσο και την, κατ’ ακολουθίαν της συνύπαρξης αυτής, αποστολή του Έλληνα δικαστικού λειτουργού στο πεδίο επιτέλεσης της δικαιοδοτικής του αποστολής.

1. Ακολούθως δε, με τα ίδια κανονιστικά δεδομένα, επεξηγούν το πλαίσιο συνύπαρξης του Έλληνα δικαστικού λειτουργού με τους ομολόγους του ευρωπαίους δικαστικούς λειτουργούς αλλά και τους δικαστικούς λειτουργούς της διεθνούς έννομης τάξης, μ’ έμφαση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

2. Η τελευταία επισήμανση οφείλεται στο ότι η Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου αποτελεί όχι μόνον ουσιώδες μέρος του διεθνούς δικαίου, αλλά και μέρος αυτού τούτου του ευρωπαϊκού δικαίου αφού, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης η ως άνω Σύμβαση συνιστά «πηγή έμπνευσης θεμελιωδών αρχών» για την ευρωπαϊκή έννομη τάξη.

Επιτρέψατέ μου, παρακαλώ, να κλείσω αυτό τον σύντομο χαιρετισμό με την εξής, συμπληρωματική, επισήμανση, η οποία αφορά τον δικαιοδοτικό ρόλο του Έλληνα δικαστικού λειτουργού, άρα και το ρόλο της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών, που είναι ταγμένη να οργανώνει και να διασφαλίζει την κατάρτιση του λειτουργού τούτου: Εν αρχή ην το Σύνταγμα. Διότι το Σύνταγμα είναι εκείνο, το οποίο θεμελιώνει και το καθεστώς άσκησης της δικαιοδοσίας του δικαστικού λειτουργού και τις αρχές, με βάση τις οποίες ο λειτουργός αυτός επιλύει τις ενώπιόν του αγόμενες δικαστικές διαφορές. Κατά τον έλεγχο της συνταγματικότητας των διατάξεων, τις οποίες εφαρμόζει ασκώντας την δικαιοδοσία του, ο δικαστικός λειτουργός διαθέτει -οπωσδήποτε με αυστηρό όριο αυτό τούτο το Σύνταγμα- ιδιότυπη, περιορισμένη, διακριτική ευχέρεια ως προς την διαμόρφωση των λεγόμενων «προερμηνευτικών αρχών» που τον καθοδηγούν στην ad hoc διατύπωση του δικανικού του συλλογισμού. Θεωρώ όμως ότι, από την κανονιστική ιδιοσυστασία του Συντάγματος, μια «προερμηνευτική αρχή» είναι θεσμικώς δεδομένη: Αυτή η οποία προκύπτει από την θεμελιώδη ανθρωποκεντρική επιλογή του Συντακτικού Νομοθέτη, δηλαδή η αρχή που αποπνέουν οι συνταγματικές διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1ως προς την αξία του Ανθρώπου και 5 παρ. 1 ως προς την ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητάς του. Δια μέσου αυτής της αρχής, ο Έλληνας Δικαστής οφείλει να δικαιοδοτεί έχοντας χαραγμένο στην «μετώπη» της συνείδησής του το κανονιστικό πρόταγμα: «In dubio pro Hominem, in dubio pro Libertate». Αυτός, πιστεύω, πρέπει να είναι ο πραγματικός θεσμικός -και όχι μόνον- «θυρεός» της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών».