Η Δημοκρατική Συμπαράταξη πρέπει να έχει σαν στόχο να γίνει η αφετηρία για ένα δυνατό ρεύμα μεταρρύθμισης και εκσυγχρονισμού τόνισε ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης στο χαιρετισμό του στην Προγραμματική Συνδιάσκεψη της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, στο ΣΕΦ.
Ο πρώην πρωθυπουργός υπογράμμισε ότι «η συσπείρωσή μας πρέπει να είναι δυνατή και αποτελεσματική ώστε να αποτελέσουμε βαθμιαία μια ενιαία παράταξη».
Κάλεσε να συμπράξουν και άλλοι που πιστεύουν ότι ούτε η Δεξιά ούτε η δήθεν Αριστερά μπορούν να επιτύχουν σταθερή οικονομία, δημοκρατικούς θεσμούς που λειτουργούν και κοινωνική αλληλεγγύη που δεν υπακούει στις επιθυμίες των συντεχνιών.
«Ξέρω, ότι η υπέρβαση της πολυδιάσπασης αποδείχτηκε μέχρι τώρα εξαιρετικά δύσκολη. Εγωισμοί, φιλοδοξίες, δήθεν κληρονομικά δικαιώματα και μη ρεαλιστικές πολιτικές επιδιώξεις συνεχίζουν να αποτελούν εμπόδια μιας κοινής προσπάθειας με όλους που συγκλίνουν στους στόχους μας. Η επιτροπή που δημιουργήθηκε και θα συζητήσει το πρόγραμμα είναι χρήσιμη αλλά δεν αρκεί» επεσήμανε ο κ. Σημίτης.
Μιλώντας με άμεσο τρόπο ο πρώην πρωθυπουργός ανέφερε ότι δεν συνιστούν συγκροτημένη πολιτική οι καταγγελίες των κυβερνητικών ενεργειών και το όχι στους νέους νόμους ή η ανάδειξη των ανεπαρκειών της κυβέρνησης.
«Οι πολίτες ακούν τους διαξιφισμούς αλλά πρέπει να αντιλαμβάνονται τα ουσιαστικά διακυβεύματα, πώς λύνονται τα προβλήματα», είπε επισημαίνοντας ότι επικρατεί άγνοια ιδίως ως προς την ανάγκη μεταρρυθμίσεων και των προϋποθέσεων πραγματοποίησής τους.
Ασκώντας αιχμηρή κριτική στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ, ο Κώστας Σημίτης επεσήμανε τους κινδύνους από τη πολιτική που ακολουθεί και πιο συγκεκριμένα, όπως είπε, είναι: «η στασιμότητα, οι εξαιρετικά χαμηλοί ρυθμοί ανάπτυξης, η υστέρηση που εντείνεται, η αδυναμία να μεταρρυθμίσουμε, το σύρσιμο χωρίς τέλος. Η σημερινή κυβέρνηση αδιαφορεί γι’ αυτήν την εξέλιξη. Προτιμά να μη δυσαρεστήσει. Ακολουθεί παλιές συντηρητικές αντιλήψεις και αρχές. Γιατί στην πραγματικότητα είναι ένας εθνικολαϊκιστικός σχηματισμός. Συνεργάζεται στενά με διάφορες συντεχνίες. Προσλήψεις, προαγωγές, τοποθετήσεις πραγματοποιούνται με κομματικοπελατειακά κριτήρια. Η αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων και ειδικά των εκπαιδευτικών απορρίπτεται παρ’ όλο που εφαρμόζεται σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κυβέρνηση αποφεύγει με κάθε τρόπο τον περιορισμό των δαπανών για να μη δυσαρεστήσει. Δεν ενοχλείται από το ύψος των στρατιωτικών δαπανών. Καλλιεργεί την εντύπωση ότι η Ελλάδα συστηματικά αδικείται. Ασπάζεται την άποψη ότι οι Έλληνες υπερτερούμε λόγω ιστορίας, παράδοσης και θρησκείας. Γι’ αυτό και όσοι της ασκούν κριτική εκπροσωπούν κατ’ αυτήν τις σκοτεινές δυνάμεις της διαπλοκής και ξένα συμφέροντα. Η κρίση δεν ξεπερνιέται με τέτοιες αντιλήψεις και πρακτικές. Αντίθετα συνεχίζεται, μονιμοποιείται».
Απευθύνθηκε και στις δυνάμεις της Κεντροαριστεράς υπογραμμίζοντας οτι: «Αριστερή πολιτική είναι η γλώσσα της αλήθειας. Αριστερή πολιτική δεν είναι τα παραμύθια ότι λεφτά υπάρχουν, ότι δημιουργούμε τώρα στην Ελλάδα ένα παράλληλο τραπεζικό σύστημα που δεν θα υπόκειται σε ενωσιακούς ελέγχους, η εξαγγελία ότι η Ελλάδα οδηγεί τους ευρωπαϊκούς λαούς σε μια νέα πορεία. Αριστερή πολιτική είναι η πολιτική που εξηγεί, επισημαίνει τις δυσκολίες, έχει το θάρρος να δυσαρεστήσει. Προτιμώ να είμαστε δυσάρεστοι παρά ψεύτες. Προτιμώ να είμαστε ειλικρινείς στους πολίτες παρά να τους βαυκαλίζουμε. Προτιμώ να κερδίσουμε τη μάχη με την αλήθεια των λόγων μας γιατί τότε μόνο η νίκη μας θα είναι σταθερή και θα υπερβούμε την υστέρησή μας. Μπορούμε να πραγματοποιήσουμε μια διαφορετική πολιτική στη χώρα. Να προσπαθήσουμε. Να παλέψουμε».