Ακόμη και η Γερμανίδα Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ συζητούσε το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, τον Ιούλιο του 2015, όπως αποκαλύπτει η Καθημερινή της Κυριακής.
Συγκεκριμένα στις 6 Ιουλίου, σε δείπνο που της παρέθεσε στο Μέγαρο των Ηλυσίων ο Φρανσουά Ολάντ, στον απόηχο του δημοψηφίσματος η κ. Μέρκελ ουσιαστικά υιοθέτησε την πρόταση Σόιμπλε και έριξε στο τραπέζι το ενδεχόμενο προσωρινής εξόδου της χώρας από το ευρώ.
Σύμφωνα με την Καθημερινή, ο Γάλλος πρόεδρος αντέδρασε έντονα, λέγοντας στην καγκελάριο ότι η απόφαση για Grexit, δεν θα ήταν μόνο προσωρινή καθώς θα ήταν δύσκολο να αντιστραφεί, κλείνοντας με αυτό τον τρόπο τη συζήτηση.
Το συντριπτικό ποσοστό υπέρ του «Όχι» στο δημοψήφισμα, κατά τη Γερμανίδα καγκελάριο, δεν άφηνε ανοιχτό κανένα παράθυρο διαλόγου για την εξεύρεση κοινά αποδεκτής λύσης.
Πέντε ημέρες μετά στις Βρυξέλλες κυκλοφορούσε στα email των Ευρωπαίων υπουργών Οικονομικών η πρόταση Σόιμπλε για προσωρινή έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ.
Συγκεκριμένα η εφημερίδα γράφει ότι ττο δείπνο στο Παρίσι, παρουσία των δύο πιο στενών συμβούλων του κάθε ηγέτη σε ευρωπαϊκά και οικονομικά θέματα, η κ. Μέρκελ έριξε στο τραπέζι την πρόταση που πάγωσε την ατμόσφαιρα. Ηταν αυτή που θα παρουσιαζόταν με ανατριχιαστική ωμότητα πέντε ημέρες αργότερα, στο Eurogroup της 11ης Ιουλίου, περί της προσωρινής εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Η καγκελάριος ζήτησε τη γνώμη του Γάλλου προέδρου.
Με τους ανθρώπους του να προσπαθούν να συνέλθουν από το σοκ, ο Φρανσουά Ολάντ αντέδρασε δυναμικά. Απέρριψε ευθέως την πρόταση, τονίζοντας στην καγκελάριο ότι δεν θα έλυνε τα προβλήματα της Ελλάδας και ότι η έννοια της «προσωρινής» εξόδου ήταν πλασματική – η απόφαση για Grexit θα ήταν πολύ δύσκολο να αντιστραφεί.
Η κ. Μέρκελ δεν επέμεινε. Η συζήτηση επί του θέματος διήρκεσε μόνο λίγη ώρα και ύστερα οι δύο ηγέτες στράφηκαν σε άλλα ζητήματα της κοινής τους ατζέντας. «Ο Ολάντ δεν της λέει συχνά “όχι”», τονίζει στην «Καθημερινή» πηγή με άμεση γνώση του τι διημείφθη. Οταν το κάνει, εκείνη γνωρίζει ότι πρόκειται για πραγματική “κόκκινη γραμμή”».
Ωστόσο οι Γάλλοι υποψιάζονταν ότι το θέμα δεν θα έληγε εκεί. Ηταν γνωστή, άλλωστε, η άποψη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι το Grexit θα ήταν καλύτερο τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Ευρωζώνη. Την υποστήριζε τουλάχιστον από το 2011. Καθώς η διαπραγμάτευση με την κυβέρνηση Τσίπρα βάλτωνε, ο κ. Σόιμπλε είχε επαναφέρει στο εσωτερικό της γερμανικής κυβέρνησης το σενάριο της υποβοηθούμενης εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος στις 26 Ιουνίου τον ώθησε να κορυφώσει τις πιέσεις του προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το βράδυ της 26ης Ιουνίου ο πανίσχυρος σύμβουλος Ευρωπαϊκών Υποθέσεων της καγκελαρίου, Νικολάους Μάγερ-Λάντρουτ, δέχθηκε τηλεφώνημα από το Μέγαρο Μαξίμου με αίτημα για τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του Ελληνα πρωθυπουργού, της κ. Μέρκελ και του κ. Ολάντ. Ο κ. Μάγερ-Λάντρουτ αποδέχθηκε το αίτημα, παρότι τον παραξένεψε – άλλωστε οι τρεις ηγέτες είχαν συναντηθεί διά ζώσης το ίδιο πρωί στις Βρυξέλλες, σε μια ύστατη, αποτυχημένη προσπάθεια να βρεθεί κοινός τόπος και να υπάρξει συμφωνία. Ηδη πριν από τη συνάντηση αυτή, ο κ. Τσίπρας είχε γνωστοποιήσει σε στενό κύκλο συνεργατών του που βρίσκονταν στη βελγική πρωτεύουσα ότι προσανατολιζόταν προς την προκήρυξη δημοψηφίσματος.
Ο Γερμανός αξιωματούχος επικοινώνησε στη συνέχεια με τη Λοράνς Μπουν, τη βασική οικονομική σύμβουλο του κ. Ολάντ, που είχε αναλάβει ρόλο στο Μέγαρο των Ηλυσίων στα τέλη της άνοιξης του 2014 – ακριβώς στη φάση που ξεκίνησε η αντίστροφη μέτρηση προς την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και την αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης. Εκείνη εντόπισε τον Γάλλο πρόεδρο στην εξοχική του κατοικία στις Βερσαλλίες και ξεκίνησε η τηλεδιάσκεψη.
Ο Ελληνας πρωθυπουργός μίλησε για αρκετή ώρα –περίπου 10 λεπτά– χωρίς να φανερώσει τον σκοπό του τηλεφωνήματος. Ανέλυσε διεξοδικά το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα και τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν. Οταν έφτασε τελικά στο «διά ταύτα», οι δύο Ευρωπαίοι ηγέτες τον ρώτησαν, σχεδόν με μία φωνή, τι στάση θα τηρούσε ο ίδιος σχετικά με το ερώτημα του δημοψηφίσματος, που αφορούσε την πιο πρόσφατη δέσμη μέτρων που είχαν προτείνει οι θεσμοί στην ελληνική κυβέρνηση. Ο κ. Τσίπρας, παρά τις πιέσεις τους, αρνήθηκε να δεσμευτεί ότι θα στηρίξει το «Ναι». Τόσο η καγκελάριος όσο και ο Γάλλος πρόεδρος του κατέστησαν σαφές ότι, στα δικά τους μάτια, η μη στήριξη του «Ναι» ισοδυναμούσε με μη στήριξη της θέσης της Ελλάδας εντός της Ευρωζώνης.
Η προκήρυξη του δημοψηφίσματος δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία ούτε στο Βερολίνο ούτε στο Παρίσι. Ο κ. Ολάντ μάλιστα, στις 25 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, είχε ρωτήσει τον κ. Τσίπρα αν έχει την πρόθεση να κινηθεί σε αυτήν την κατεύθυνση (ο κ. Τσίπρας δεν είχε δώσει καμία τέτοια ένδειξη). Η προσδοκία και στις δύο πρωτεύουσες ήταν ότι, με δεδομένο το προεκλογικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τις υποσχέσεις που περιλάμβανε, η ελληνική κυβέρνηση χρειαζόταν δημοκρατική νομιμοποίηση για τη στροφή και την υπογραφή ενός νέου μνημονίου.
Η απόφαση-έκπληξη
Αυτό που ήταν μεγάλη έκπληξη, και που δοκίμασε σε οριακό σημείο τους δεσμούς εμπιστοσύνης της Αθήνας με τον γαλλογερμανικό άξονα, ήταν η απόφαση του Ελληνα πρωθυπουργού, που έγινε γνωστή παγκοσμίως με το διάγγελμά του λίγες ώρες αργότερα, να ταχθεί ανοιχτά υπέρ του «Οχι». Οι δύο ηγέτες είχαν νέα τηλεφωνική συνομιλία το ίδιο βράδυ για να συζητήσουν περαιτέρω τις συνέπειες του δημοψηφίσματος και πώς έπρεπε να κινηθούν στη συνέχεια. Τους ήταν πολύ δύσκολο να κατανοήσουν τη λογική της τακτικής της ελληνικής κυβέρνησης.
Η τακτική που θα ακολουθούσαν ώς την 5η Ιουλίου θα ήταν διαφορετική: το Παρίσι, ιδιαίτερα μέσω του υπουργείου Οικονομικών, συνέχισε να αναζητεί τρόπους να γεφυρωθεί το χάσμα μεταξύ της Αθήνας και των θεσμών, ελπίζοντας είτε να ακυρωθεί το δημοψήφισμα είτε να στραφεί ο κ. Τσίπρας υπέρ του «Ναι». Οι προσπάθειες αυτές συνεχίστηκαν ώς την Τετάρτη 1 Ιουλίου και το τηλεοπτικό διάγγελμα του κ. Τσίπρα (έπειτα από πολύωρη καθυστέρηση), στο οποίο χαρακτήρισε απαράδεκτη και εκβιαστική τη στάση των Ευρωπαίων εταίρων. Ο Γάλλος υπουργός Οικονομικών Μισέλ Σαπέν παρακολούθησε την ομιλία αυτή μέσω της γαλλικής τηλεόρασης. Η μετάφραση ήταν τόσο ανεπαρκής που χρειάστηκε να τηλεφωνήσει στην πρεσβεία στην Αθήνα για να καταλάβει ότι τα περιθώρια για διαπραγμάτευση είχαν εξαντληθεί…