Μπορεί η απόπειρα διαλόγου και συζήτησης των πολιτικών αρχηγών να μην απέδωσε καρπούς στο Προεδρικό Μέγαρο, ωστόσο οι προσπάθειες σύγκλισης των πολιτικών δυνάμεων της χώρας συνεχίζονται μακριά από τη δημοσιότητα, μέσα από διαύλους που μπορεί να προκαλέσουν έκπληξη.

Την ώρα που η Ευρώπη χρησιμοποιεί τους δικούς της μοχλούς πίεσης, στην Αθήνα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας επιχειρεί να αλλεπάλληλες άγνωστες συναντήσεις να αμβλύνει τις γωνίες των κομμάτων και των προσώπων της πολιτικής ζωής του τόπου. Ο κεντρικός τραπεζίτης ζήτησε συναίνεση και στην ενδιάμεση έκθεσή του που δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγες μέρες, ενώ το ίδιο έπραξε και σε ιδιωτικές επαφές του με πολιτικούς παράγοντες του φιλοευρωπαϊκού τόξου.

Σύμφωνα με πληροφορίες που επικαλείται το Βήμα της Κυριακής, ο κ. Στουρνάρας το προηγούμενο χρονικό διάστημα συναντήθηκε με τους Αντώνη Σαμαρά, Φώφη Γεννηματά, Σταύρο Θεοδωράκη, Βαγγέλη Μεϊμαράκη, Ντόρα Μπακογιάννη, Άδωνι Γεργιάδη, Απόστολο Τζιτζικώστα, Χρήστο Σταϊκούρα και συχνά συνομιλεί με τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Παράλληλα, δεν αποκλείεται συνάντησή του και με τον επικεφαλής της Ένωσης Κεντρώων εφόσον του ζητηθεί κάτι τέτοιο.

Αντικείμενο των άτυπων συναντήσεων ήταν η έκφραση της ανησυχίας του κεντρικού τραπεζίτη για την πορεία της χώρας, η οποία όπως είπε στους συνομιλητές του αντιμετωπίζει κίνδυνο συστημικής αστάθειας εάν δεν προχωρήσει το συμφωνηθέν πρόγραμμα. «Καθίστε σε ένα τραπέζι να τα βρείτε. Δεν υπάρχει χρόνος για πισωγυρίσματα» φέρεται να είπε στους πολιτικούς αρχηγούς που συνάντησε.

Εξίσου σαφής ήταν και η θέση του κ. Στουρνάρα στην ενδιάμεση έκθεση στην οποία είχε επισημάνει ότι «η επιστροφή στην κανονικότητα και σε διατηρήσιμη ανάπτυξη εδράζεται σε δύο βασικές προϋποθέσεις. Πρώτον η κυβέρνηση πρέπει να εφαρμόσει τη Σύμβαση που διαπραγματεύθηκε με τους εταίρους και να λάβει τις απαραίτητες πρωτοβουλίες πέραν της σύμβασης, προκειμενου να βελτιωθεί το οικονομικό και επενδυτικό κλίμα, αξιοποιώντας το θετικό γεγονός της προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών. Δεύτερον, η Βουλή των Ελλήνων, η οποία από το 2010 μέχρι σήμερα στήριξε την προσπάθεια προσαρμογής και συνεπώς τη σωτηρία της ελληνικής οικονομίας, είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να συμβάλει στην ολοκλήρωση του νομοθετικού έργου που υλοποιεί τη Σύμβαση».