Την εμπιστοσύνη του στο κριτήριο του ελληνικού λαού εξέφρασε ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας εκφράζοντας την αισιοδοξία του για νέα εκλογική νίκη στις 20 Σεπτεμβρίου, ενώ για μια ακόμη φορά εξέφρασε την κατηγορηματική αντίθεσή του στο ενδεχόμενο συνεργασίας με τη ΝΔ.

Μιλώντας στον τηλεοπτικό σταθμό KONTRA και απαντώντας σε ερώτηση για τις δημοσκοπήσεις ο κ. Τσίπρας είπε ότι αποτυπώνουν την εικόνα της στιγμής, εξέφρασε αμφιβολίες για την αξιοπιστία τους, επικαλούμενος και τις προβλέψεις για το δημοψήφισμα αλλά εξέφρασε τη βεβαιότητα ότι με την αύξηση της συσπείρωσης του κόμματος, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει μια ασφαλή διαφορά από τη ΝΔ. Την σημερινή εικόνα ο κ. Τσίπρας την απέδωσε στον «μεγάλο κουρνιαχτό» από την διάσπαση του κόμματός του. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ δήλωσε ότι ζητά καθαρή εντολή πλειοψηφίας και θέλει έντιμες συνεργασίες, όπως με τους ΑΝΕΛ. Για συνεργασία με άλλες δυνάμεις ο κ. Τσίπρας αφού απέκλεισε τη ΝΔ, λόγω μεγάλων διαφορών, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο με το ΠΑΣΟΚ υπό την προϋπόθεση ότι η κ. Γεννηματά θα απαλλαγεί από τα «βαρίδια» , τον κ. Βενιζέλο, τον κ. Λοβέρδο κλπ , ενώ σημείωσε και την ανάγκη αλλαγής στάσης καθώς όπως είπε οι ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες τον στήριξαν, ενώ το ΠΑΣΟΚ έχει άλλη θέση.

Υποστηρίζοντας την ανάγκη κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας από τον ΣΥΡΙΖΑ στη νέα βουλή, ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι η χώρα έχει ανάγκη από σταθερότητα, κάτι που επιτυγχάνεται, είτε με αυτοδυναμία, είτε με δυνατότητα διακυβέρνησης που να μην αμφισβητείται, δηλαδή να έχει σαφή πλειοψηφία . Οι εκλογές έχουν και δημοψηφισματικό χαρακτήρα, γιατί το δίλημμα που θα τεθεί στους πολίτες είναι ποιος θέλει να τον κυβερνήσει , είπε ο κ. Τσίπρας . Κατά συνέπεια, πρόσθεσε ή θα έχουμε ισχυρό ΣΥΡΙΖΑ ή παρένθεση και επιστροφή στο παρελθόν. Με νίκη του ΣΥΡΙΖΑ θα έχουμε τελειωτικό χτύπημα στο παλιό, είπε ο κ. Τσίπρας.

Ο κ. Τσίπρας επέκρινε με οξύτητα και τη ΝΔ και την «Λαϊκή Ενότητα». Την πρώτη για το σχέδιο της αριστερής παρένθεσης που ακολούθησε ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς και το δεύτερο για ανατροπή της αριστερής κυβέρνησης. Για την Λαϊκή Ενότητα, ιδιαίτερα ο κ. Τσίπρας είπε ότι είναι οι ίδιοι που το 1989 στήριξαν την συγκυβέρνηση με τη ΝΔ, αλλά τώρα ανέτρεψαν την κυβέρνηση της αριστεράς.

Απορρίπτοντας το ενδεχόμενο συνεργασίας με τη ΝΔ ο κ. Τσίπρας είπε ότι ο πυρήνας της πολιτικής και της ιδεολογίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι εκ διαμέτρου αντίθετος με αυτόν της ΝΔ , ενώ τόνισε ότι υπάρχει και η προοπτική εξόδου από την κρίση. Σήμερα, είπε ο κ. Τσίπρας γνωρίζουμε καλύτερα τα πράγματα, είμαστε ποιο προσγειωμένοι, έχουμε προοπτική εξόδου από την κρίση, γιατί έχουμε εξασφαλισμένη χρηματοδότηση για μια τριετία, συν το επενδυτικό πρόγραμμα Γιούνκερ και τη δυνατότητα που εμείς πρέπει να ανακτήσουμε για άμεσες επενδύσεις που θα μας φέρουν στον δρόμο της ανάπτυξης. Δεν είναι εύκολο, πρόσθεσε, είναι όμως εφικτό, ενώ τέλη Οκτωβρίου αρχές Νοεμβρίου θα συζητηθεί το θέμα του χρέους με προοπτική απομείωσης, κάτι που απαιτεί μια κυβέρνηση που θα διαπραγματευθεί σκληρά.

Το μεγάλο ζήτημα, είπε ο κ. Τσίπρας, είναι να αυξήσουμε τα έσοδα και όχι να κόψουμε και άλλο τις δαπάνες, να αυξήσουμε τον παραγόμενο πλούτο και να επιστρέψει η χώρα στην ανάπτυξη , να εκσυγχρονιστεί το κράτος, να έχουμε ανταγωνιστικά αγροτικά προϊόντα.

Απαντώντας σε ερώτημα για τα ψηφοδέλτια, ο κ. Τσίπρας είπε ότι δεν θα υπάρξει ριζική αλλαγή, αλλά θα υπάρχουν νέα πρόσωπα, που δεν θα τοποθετηθούν με κριτήριο την αναγνωρισιμότητα αλλά την ποιότητα, την εντιμότητα, θα είναι πετυχημένοι και αξιόλογοι.

Ερωτώμενος για το ποιο λάθος έκανε κατά την διάρκεια της θητείας του, ο κ. Τσίπρας είπε ότι την απόφαση για μετωπική σύγκρουση με τους δανειστές δεν την πήραμε τον Φλεβάρη αλλά στο τέλος, γιατί πιστεύαμε ότι θα τα καταφέραμε.

Για την εξωτερική πολιτική ο κ. Τσίπρας είπε ότι η κυβέρνηση αυτούς τους μήνες εργάστηκε με σύνεση και σχέδιο, ότι η Ελλάδα, παρά την ένταση της κρίσης παρέμεινε σταθερή, ενώ άφησε αιχμές για την ενεργειακή πολιτική του κ. Λαφαζάνη σε σχέση με την Ρωσία , λέγοντας ότι ενώ είναι σωστό το άνοιγμα προς τη Μόσχα, υπήρχαν υπερβολές και αυταπάτες, ενώ σημείωσε ότι έχει ισότιμη σχέση με τους συμμάχους, όπως οι ΗΠΑ.